Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Η ΑΘΕΑΤΗ ΒΡΟΧΗ

 (… το πρωί θα ξυπνήσω με το σεντόνι μέσα στο στόμα

όπως η θάλασσα  και  ο πνιγμένος...)    

Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων –

Ανοίγω τα συρτάρια μου  και  βρίσκω ουρανό

Ψάχνω για τις κάλτσες μου  και  βρίσκω 

παλιές φωτογραφίες!..

 

Χώμα σκεπάζει τους λάκκους.

Είναι συνέχεια χειμώνας.

Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.

Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.

Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί – έτσι είναι οι αστραπές -

αλλά δεν βρέχει…

Μετά γίνομαι παιδάκι.

Είμαι κρυμμένος μέσα στην ντουλάπα –

από τότε μ’ έχει φάει το σκοτάδι!..  

 

Την αθέατη βροχή

τη μαύρη βροχή   να φοβάσαι!..

 

Τότε που αρχίζουν

τα μαχαιρώματα μέσα σου

και κοιτά αλλού.

 

Έτσι σηκώθηκε ένας τοίχος

σαν βαρύς χειμώνας…

[ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ  και  Η ΑΘΕΑΤΗ ΒΡΟΧΗ, δυο ποιήματα από τη  συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]

 


Εντέλει όμως ο Ποιητής

σ’ ένα άλλο Ποίημα της ίδιας συλλογής…

παντρεύτηκε μια πρίμα μπαλαρίνα,    τη Λίτσα

που ένα ατύχημα την έκανε να βάφει νήματα 

και  να κεντάει…

Μαζί με τις δυο κόρες τους    στήσανε μικρή βιοτεχνία!..

Όλη μέρα γέλια,  τραγούδια  και  δουλειά!..

Τα βράδια έπαιρνε το άλογο

το πήγαινε στο τέρμα των τρόλεϊ   να το ποτίσει.

Το καυσαέριο  ανέμιζε τη χαίτη του.

Δεν θυμάται πόσες χρονικές μονάδες

ψάχνανε για νερό!..

Επιστρέφοντας   (βράδυ πάντα) 

το τοπίο είχε υποστεί αλλαγές.

Ο κόσμος στις πόρτες μιλούσε μια ξένη γλώσσα.

Στο μέρος του σπιτιού ένα κενό!..

Έψαξε,  ρώτησε   (με νοήματα πια…)

και πείστηκε ότι,  εφόσον δεν έγινε σεισμός,

το σπίτι είχε απογειωθεί στα μαλλιά της!..   

 

(επόμενο ποίημα…)   ΝΑ’ ΡΘΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ,  Η επανάληψη του σώματος είναι η άλλη νύχτα…

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ, λοιπόν, κι άλλα ποιήματα με ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ   και  επιμύθιο

ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΟΠΡΑΝΟ,  που περιμένοντας τον αφέντη από τον πόλεμο, στον ύπνο της σπάει αμύγδαλα  και ταΐζει τα σκοτάδια…

Αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 

 

ΝΑ ’ΡΘΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ  1989)

Η επανάληψη του σώματος

είναι η άλλη νύχτα.

Γιατί όπως το κρατάς   τινάζεται προς τα πάνω

παίρνοντας κι εσένα μαζί.

Σε κολλάει στο ταβάνι

και πέφτεις απαλά   στο κενό.

Ανάβουν οι φλέβες από την τριβή.

Ο αέρας σου ξηλώνει το δέρμα.

Όταν φτάνεις κάτω   έχει πολλαπλασιασθεί.

Το φως καίει   τόπους – τόπους

την εγκεφαλική σου ουσία.

Ξέχασες από πού άρχισες.

Με την όσφρηση ψάχνεις    τη μνήμη σου.

Σε τυλίγει υγρασία  κι  ένα χόρτο

που προετοιμάζεται να γίνει δένδρο. 

Τότε σκέπασες το κεφάλι

-όπως στ’ αρχαία επιτύμβια –

τράβηξες τον τοίχο  και  χάθηκες!..

 

ΝΥΣΤΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ

Θα πεθάνω που θα πεθάνω

ας γίνει βραδάκι, μα όχι μέρα,

να με βλέπουν οι περίοικοι

με περιέργεια, τρώγοντας κουλούρι!..

Να είναι οικείο το μέρος.

Βράχια  ή  κοντά σε βουνό,  όχι σε θάλασσα.

Στην ενδοχώρα με κλειστό ορίζοντα.

(Εννοώ μεγάλη πόλη, με τούνελ, θειάφι,

πολιτική εξέλιξη  και  οργάνωση)

-τα έβλεπα από παιδάκι  αλλά δεν μπορούσα να τα πω –

Για αγάπη να μη μιλήσω

-καπνός τα σκέπασε όλα –

Ένας ασυνεπής του κόσμου ήμουνα.

Θα αρπαχτώ από ξερό δένδρο.

Θα κοιτάξω τον πετρωμένο φλοιό

και θα αντιγράφω στο σώμα μου

το πάγωμα των χυμών!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]

 

Η ΣΚΟΝΗ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ

(στη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ  1989)

Όπως πέφτει από τον ουρανό

ή σηκώνεται από τη γη,

φέρνει τα ίδια αποτελέσματα.

Η θάλασσα της σκόνης  τα σκεπάζει όλα,

με συνέπεια μοναδική.

Συνήθως σε πιάνει στον ύπνο.

Αρχίζει με χάδια, με φιλιά.

Μετά τις πρώτες αφές,  εμφανίζονται

οι πρώτοι κόκκοι του απέραντου   υφάσματος

(αθέατοι στην αρχική φάση,  με γυμνό μάτι).

Σε κάθε κίνησή σου   πολλαπλασιάζονται.

 Σε λίγο   (το λίγο μπορεί να είναι η ζωή)

σφίγγεται,  κολλάει πάνω σου,   σε μπουκώνει!..

Κάνεις χειρονομίες απεγνωσμένες   στους πλαϊνούς.

Μερικοί είναι στο πρώτο στάδιο ακόμα  και  χαμογελούν!..

Κάτι αναμνήσεις επιπλέουν στον αέρα,

φωτεινές κι αγέρωχες.

Σε κοιτάζουν για λίγο  και  απομακρύνονται.

 

Στον πάτο της σκόνης μένεις μόνος

 

Γύρω θαμπός ο κόσμος

χάνεσαι  και  παγώνεις!..

 

ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΥΔΑΤΑ

Ήταν μέρα συνηθισμένη, μαλακιά,

ο καιρός το πήγαινε στη μουσική.

Η σκέψη μου είχε βγει από τη θήκη της  και   σε πλησίαζε

ή καθόμαστε πολύ κοντά 

και δεν δικαιολογείται αυτή η νόσταλγία.

Τα ποτάμια  και  οι  λίμνες είναι μακριά.

Είμαστε στο λουτρό  με  αναμμένο θερμοσίφωνο.

Το κόκκινο φως είναι το μάτι του Θεού.

Καπνισμένος από το όνειρο

και επειδή με λένε Ιωάννη,

προσπαθώ να σε βαφτίσω.

Όλο γλιστράς, 

θέλεις να μείνεις   άπιστη ξανθιά!..

Αφαιρούμαι,  γίνομαι ένα πλην,

σε ξεχνάω…

Αντικατοπτρίζω   τον ερημίτη  που ακούει

την ακρίδα να του καλαηδάει   το εωθινό

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]

 

ΟΤΑΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΕΝΑ ΤΥΜΠΑΝΟ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ  1989)

Τις γυναίκες που αρχίζουν

να τρελαίνονται  και  κυνηγάνε

τα δένδρα νομίζοντας ότι είναι πουλιά

να τις αγαπάτε,  γιατί έχουν γυάλινους αστραγάλους

και χάνουν την ισορροπία τους.

 

Όπως είναι μικροκαμωμένες

με άσπρο πρόσωπο,  ανοίγουν

την πόρτα  και  μπαίνουν σε ιαπωνική ταινία!..

Συνήθως τις αποκεφαλίζουν

ζηλιάρηδες εραστές  για μικροπράγματα.

Αυτές όμως θέλουν να ζήσουν.

Παίρνουν το κομμένο κεφάλι

το βάζουν στο λαιμό  (δεν εφάπτεται καλά)

και είναι σαν να κοιτάνε συνέχεια πίσω

την ομίχλη  και  το άλογο που τις ακολουθεί.

 

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑΣ

Τραβώντας κάθετες γραμμές

σε κλείνω στο μυαλό μου.

Ριγέ ο κόσμος άγνωστος.

Τα πρόσωπα που ήξερα δεν είναι πια.

Οι φωνές χωρίς φωνήεντα  –  μόνο τα οδοντικά

μια μασημένη μαγνητοταινία –

Όπως και να έχει το πράγμα,

περίπου είμαι:  ο μαύρος κύριος  με το σκληρό καπέλο,

το φιλί  στο κεφάλι,  σφαίρες να σφυρίζουν γύρω

και να κοιτάζω συνέχεια    τα λευκά σύννεφα

(όπως στον πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ)

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]

 

Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΜΕΡΑ   (παιδική έκθεση)

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ  1989)

Πολλές φορές το δίχτυ που με τυλίγει  και  με τραβά

είναι μεταλλικό   αλλά αόρατο!..

Όπως αόρατα   έρπει ο χειμώνας στα χάδια!..

Είναι απόγευμα στην αιχμή του.

Το φως τρίβεται,  γίνεται σκόνη

και δεν έχω νέα σου   (εικόνες και οσμές)

μόνο κάτι κινήσεις μισές – σκιές   σε αργό ρυθμό.

Πολλές φορές σκέφτομαι,   μήπως η φαντασία…

Αλλά να η σπηλιά,  να τα αγρίμια,   να η μοναξιά… Να η βοσκή…

 

(Γι’ αυτό, κυρία, δεν ήρθα σχολείο)

 

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΛΓΕΒΡΑΣ

Οι φίλοι μου με ξέχασαν ολοσχερώς.

Έτσι,  ή  το ολοσχερώς  είναι τρένο

ή εγώ είμαι φάντασμα.   Επειδή όμως

δεν συμβαίνουν αυτά  και  ο άγνωστος Χ

δεν προσδιορίζεται,   η αλγεβρική εξίσωση

λέγεται με τρεις λέξεις:   απλώς με ξέχασαν.

Θα αναφέρω μόνο μια περίπτωση

που έχει σκαλώσει στο οπτικό μου νεύρο.

Συμμαθητής οδοντίατρος τραβάει – έλκει

με γυάλινη τανάλια το φρονιμίτη μου,

ανοίγοντας τα σκοτάδια.

 

Οι άλλοι παίζουν πετροπόλεμο

σε άηχο περιβάλλον

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]


ΤΟΚΑΤΑ ΣΕ ΤΟΠΙΟ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ  1989)

Γύρω στις επτά  (απόγευμα)

μόλις αρχίζουν να γυαλίζουν

τα δόντια των λύκων,  η πεδιάδα

τεντώνει το κίτρινο πανί της.

Δένδρα μαζεμένα τρομάζουν   από τις φωνές.

Μοιάζουν πρόβατα.

(Αλήθεια από πού πέσαν τόσα δένδρα;)

Υπάρχει και ποτάμι.

Νούφαρα δεν υπάρχουν.

Μόνο κάτι σκοτωμένοι

επιπλέουν με μπλε χείλη

να βάφουν τα νερά.

 

ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

Τα σκυλιά των ποιημάτων

δεν ελέγχονται πια, είναι αόρατα.

Εμείς όμως είμαστε ορατοί

σε κάθε ελεύθερο σκοπευτή,

όπως καθόμαστε σε ήσυχο περιβάλλον

και μια άρια τρυπάει το ταβάνι.

Μας μένουν λίγα μέτρα φωνής,

την ξετυλίγουμε  και  πάμε για ύπνο.

 

Την άλλη μέρα θα είναι   τα ίδια ακριβώς,

με λίγες παραλλαγές στο φαγητό.

Υπάρχει όμως φωτιά

κάτω από το ντιβάνι   που όλο μεγαλώνει!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]


Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ  1989)

Ένας άνθρωπος μαζεύει σύννεφα   για την Τρίτη!..

Δύο άλλοι  μιλάνε σοβαρά   περί ανέμων και υδάτων.

Ο χρόνος σήμερα είναι λευκός  και  ζαχαρώδης,

κολλάει στα ούλα,   σαπίζει τα δόντια!..

Στο αυτί σου   τα τελευταία τρυφερά λόγια!..

 

Πανσέληνος απόψε και διακρίνονται   όλοι οι δολοφόνοι,

με μια λιμνούλα  αμαρτίας  δίπλα τους να λάμπει.

Πελιδνοί ξεκινούν   και  το αθώο χορτάρι   που πατούν

τους θολώνει το μάτι!..

Βελάζουν,  μεταμορφώνονται  σε  μαύρα πρόβατα.

 

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΛΛΑΞΕΙ

Βρέχει πίσω από την πλάτη μου.

Ίσως έξω από το σπίτι

Μη μου πείτε ότι αποφεύγω τη ζωή,

τους ανθρώπους γενικά,   ότι ξύνω τα γένια μου…

Κοιτάζω τον τοίχο.

Σας βλέπω ανάγλυφα  ή  σε  σκιές  να μου μιλάτε.

Να φεύγετε.

Πλήθος περνάει σήμερα,  αέρας φυσάει σήμερα

και κάνει κάτι κύκλους μεγάλους  και  κόκκινους,

με κέντρο εσένα.

 

ΤΑ ΝΕΡΟΠΟΥΛΙΑ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Είχε προηγηθεί ο ήλιος,   όταν ξεκίνησαν οι κυνηγοί

Τα όπλα μυρίζαν τη γη.

Τα σκυλιά κοιτάζαν τον ουρανό.

Σε πυκνούς σχηματισμούς   επιθυμίες 

και  φόνοι έσκιζαν τον αέρα.

(Μέχρι εδώ καλά πάνε όλα)

Ώσπου ξαφνικά χρυσά νομίσματα

ρίχνονται στο ποτάμι από άγνωστο χέρι.

(Το χέρι χρύσιζε όπως τραβιότανε πίσω

νόμισαν ότι το είδαν)

Τότε είναι που πέσαν κάτι σύννεφα

να τους φάνε και σκιές περάσανε

μέσα τους και τους κατέλαβε μεγάλη θλίψη.

Τότε είναι που κατάλαβαν τον τίτλο

και δεν άλλαξαν τις λέξεις τους με τίποτα.

Εξάλλου, όποτε κουβέντιαζαν,  τα πουλιά

λιγόστευαν επικίνδυνα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]

 

 

ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΣΟΠΡΑΝΟ

(… το μυτερό της καπέλο τρυπάει τον ουρανό,  ακουμπάει τα υπογάστρια των αγγέλων…)

Μεταξωτή αλλά σκληρή οικοδέσποινα  περιμένει τον αφέντη από τον πόλεμο.   Στον ύπνο σπάει αμύγδαλα  και  ταΐζει σκοτάδια.   Μς τη δροσούλα ξυπνάει,  δέρνοντας αλύπητά τις δούλες  για τη μοναξιά της!..  Στο παρεκκλήσι κοιτάει τα δάχτυλα των ποδιών του εξομολογητή,  μέσα από τα πέδιλά του.   Σφίγγει το κομποσκοίνι και την προσευχή πάνω στην κοιλιά.   Ήτανε (είναι) είκοσι επτά Σεπτεμβρίου  και μέσα της έχει ένα φεγγάρι από παλιούς έρωτες  και  σπέρμα.   Βγήκε στο μπαλκόνι να τραγουδήσει – όπως έκανε κάθε πρωί, γύρω στις εννιά και τριάντα -  επιστρέφει στο δώμα.   Είναι αφηρημένη.  Βάζει στο μαγνητόφωνο σκληρό ροκ.   Ψάχνει στο ημερολόγιο.   Είναι 1589  ή  1958;   Δεν ξέρει.   Ξέρει μόνο ότι η φωνή της είναι κουρέλι από το πιοτό  και  το καπνό.   Κάθε μέρα έλεγε:  «Τώρα θα σταματήσει η καρδιά μου από τον πόνο»,  αλλά η καρδιά δούλευε ρολόι.   Μερικά βράδια πήγαινε σινεμά τυλιγμένη σε μαύρη μπέρτα.   Κάποτε κουράστηκε να περιμένει, έπεσε στη βελούδινη αγκαλιά του Ιωάννη.   Τις ώρες της αναπαύσεως αυτή κατέβαινε στο κελάρι  και  θαύμαζε τις φωτογραφίες του ιππότη της.    Στη μία, με πανοπλία και γυμνό ξίφος  μπροστά σε εκπορθημένο κάστρο.   Στην άλλη, με λευκό πουκάμισο να πίνει κόκκινο κρασί – το χρώμα του κρασιού το φαντάζεται -   Σε άλλη – λίγο φλουταρισμένη -  σε κυνήγι ελαφιών.   Ήρθε ένα μεσημέρι, ήθελε να ξαπλώσει.  Είχε ελαφριά ζαλάδα.   Για πρώτη φορά θέλησε να βγάλει το μυτερό της καπέλο.   Το τραβάει απότομα  και  μαζί τραβάει το μυαλό,  τα σωθικά,   το φεγγάρι  και  τη φωνή της.   Έμεινε ένα άδειο σώμα στη σκιά!..   (Στην Ιστορία φαίνεται ότι πέθανε από μαρασμό)   [κι άλλες επιλογές από τη συλλογή   του Γιάννη Κοντού  ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου 2025

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Η ΛΕΞΗ ΠΛΟΙΟΝ ΣΕΡΝΟΝΤΑΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΝΟΝ ΤΗΣ

 (…ξοπίσω κάργες.…  ο νους υγρός χανότανε μες στα μπαμπάκια…)


Μήγαρις δεν πήρε ο ένας τους απ’ τους σαρανταοχτώ ανέμους

να σγουρίζει τ’ όνομά σου;

δε χύμηξε απάνω του σκοτάδι με οχτώ πόδια  βλέννες χώματα;

μη δεν ήταν που γι’ αυτό στα βράχια

τσακιζόταν δίφθογγοι όλο λίπος κόκαλα

ουρλιαχτά; 

 

Ζητούσες να χαθείς,   πώς βρήκες όνομα;

και  πώς, μετά ως αποχρών των ασπαλάθων

εστράφηκες προς τα ωκύφωνα

καλέμι, όφις  ή  κάτι τέτοιο

πώς έγινε και ήταν σαν από βύθος

να ’βγαινες αλαφροϊκσιωτος καλός

καν θήτα πώς εβγήκες;

 

Ω τότε που ως Τίρυνθα η λέξη πλοίον

σέρνονταν έξω από τον οίνο της

ξοπίσω κάργες·

ο νους υγρός χανότανε μες στα μπαμπάκια.

[ΚΑΝ ΘΗΤΑ   από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978: 

 


Κι άλλα ποιήματα από την ΟΔΟ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 εκδόσεις ΑΓΡΑ:

ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΟΝ ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΝΤΟΣ   Καθώς, απών, φευγάτος για κοιτάσματα και ιριδισμούς που εκμαυλίζουν

ΝΥΧΤΑ   Θέριζε την αρμύρα του ο Οχτώβρης…

ΟΙ ΩΧΡΕΣ   Φέρτε τον μπροστά μου που γελά  εκείνον δεξιά το δεύτερο…

ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ   Ποδήρης Λανσελότος ντυμένος σίδερο…

Ο ΥΑΛΟΠΙΝΑΚΑΣ   Κλαρί της κυδωνιάς, το δένδρο άφαντο…

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΝΑΤΡΙΟΥ   Θυμήθηκα του Αύγουστου του νου που χάθηκε… 

ΤΑΞΙΔΙ   Συνέχεια φεγγάρια τρώει το μαζούτ… 

ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΑ   Χιλιότρυπος  από τους διαλογισμούς…

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΕΙΡΗΝΩΝ   Ανέβαινε ο παρανοϊκός θύσανος την αορτή…

ΔΙΕΓΕΡΣΗ  ΚΥΛΙΝΔΡΟΥ    Η όψη σου στο τέλος ράγισε από μια λέξη…

ΠΥΞΙΔΑ  Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια…

ΥΠΟΔΟΡΙΩΣ   Να γιατί κάθε αναφώνηση του αέναου είναι κλητική…

ΣΟΝΑΤΙΝΑ Μ’ ΕΝΑ ΠΛΗΚΤΡΟ   Ασήμι γυάλινο, η ψύχρα χαράματα  minores   και ΕΠΙΜΥΘΙΟ

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ  Ούτε για Δευτέρα ούτε για Τρίτη πρόκειται μα ούτε  για την ανύμφευτη Τετάρτη των γελοίων γεγονότων…

 

ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΟΝ ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΝΤΟΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Καθώς απών, φευγάτος για κοιτάσματα  και ιριδισμούς

που εκμαυλίζουν, μίλια συναπτά

για ένα σύμβολο 

(δεν λέω μεταφυσικό   αν και βαθυκύανο)

μόνο τις ελικώσεις κέρδισες.

Όχι το νόημα έλεγες ούτε η αίσθηση.

Δεν είναι πια για ορισμούς

κι ούτε οι ορισμοί είναι να γοητεύουν

πάρεξ το άλλο που καρτεσιανό αν και μύχιο

όπως φοράδα πλάι σε πεύκα

αχτινίζει

 

Τότες παρότι ακίνητος έφυγες αναπεπταμένος.

Είπες τον καλπασμό αφαίρεση κι ας μην ηχούσε.

Το πλευρό σου άνοιξε όχι από μαχαίρι  ή  λίθο,

(ω μέσα του πώς ένας ήλιος σεληνιαζότανε

πώς τινάχθηκε περιπαθές το τρία)

το μεσημέρι στις εσχατιές έγλειφε τις πληγές του

ο φώσφορος και άλλοι τρισκατάρατοι ξέμεναν πίσω

και σε κώχευαν.

Τελευταίος απ’ τους γαληνοτάτους επέζεψε ο αποσπερίτης

μα εσύ ακόμα ελλειπτικός

έλεγες:  εκεί, στα πιο μέρα μίλια.

 

ΝΥΧΤΑ

Θέριζε την αρμύρα του ο Οχτώβρης.

Ψηλά η θάλασσα παράδερνε χαρταετός

έμπαινα στην αγρύπνια όπως σε χώρα

Σαμαγέτων  ένας Αλόϊσιος

ή ασημί γαλάζιο εφτά φορές

σπέρμα του Αλγόλ έπεφτα πάνω σε χαράκι,

 

ρωτούσα μην είναι σιωπή ο βυθός της,

το άρρητο

που ανερμήνευτο μέσα σε φέγγος ανηφόριζε

ως σταλαγμίτης.

 

ΟΙ ΩΧΡΕΣ

«Φέρτε τον μπροστά μου που γελά

εκείνον δεξιά τον δεύτερο.

Στήσε τον να με κοιτά στα μάτια

όταν μιλάω»

Αυτός,

ιδού κατάπτυστος τάχαμ πιλότος

ή λίγδης  μες στ’ Ανάπλιν.

Παρότι με ληθαργικά κατράμια ο Τάμεσις

εξόρισε την ιλαρά του,

μ’ όλο που κάτω από μουσαμάδες

σε κοίτη των μαούνων μυηθείς,

νυν ξέμπαρκος αν και Φληβάς

δεν νογά καταπού πέφτει η θάλασσα

κι ακόμα μη αντέχοντας όγδοος  και  εφελιανός

έγινε ουρλιαχτό της Γκιώνας, έφυγε.

Ξοπίσω του το χακί μυαλό μου έριχνε

όπως εξάσφαιρο.

 

Τέλος πήρε να φυσά πράσινος άνεμος

η τοιχογραφία σκοτείνιασε

ξάφνου,  οι ώχρες,  φώναξα,  οι ώχρες

ιδού ιδεατόν σημείον αδελφοί, η μόνη εμβασία

ο ελκόμενος  η χόβολη.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Ποδήρης Λανσελότος ντυμένος σίδερο

απέναντι ζεστό λιθάρι του κάρβουνου

κι ανάμεσό τους όλος λέπια ο μύθος.

 

Ακούγοντας τον Γαλαξία μάντευες σχήματα·

μπήκαμε τότες στην ερώτηση:  ίνα τι οι μπετονιέρες

επληθύνθησαν  και  κατακυριέψανε τη γης;

 

Μες στην απελπισιά του ο πλαστικός φαλλός

γύρευε να περιτμηθεί·

το ηλεκτρικό αλλελούια  παράδερνε

όπως στην αιχμαλωσία του ο γορίλας.

Α  η παραφορά του που τον βιάζανε απανωτά

δίνοντας όλα του τα καλλίγραμμα ο γύψος.

 

Ένα κουρέλι από το χαρτένιο Σάββατο

ματαίωσε όλα τα τοπία μέσα μου

από το πρόσωπό σου,

 

ο χρόνος άσχετος

γάβγιζε τα πρωτοτόκια του.

 

Ο ΥΑΛΟΠΙΝΑΚΑΣ

Κλαρί της κυδωνιάς,  το δένδρο άφαντο,

γύρω η εκμηδένιση όλο γαλάζιο

το φως μόνο μια πτύχωση ίσα που έφτασε

να ξεστρατίσεις, ανάμεσα αίσθηση και νου

σε πήρε το μπουρίνι.

 

Δεν ήταν το κλαρί

μα που παρέξω από τη λέξη εφτούτο βγήκε

η άβυσσο  και  επεφάνη,  αυτό σε τρέλανε

ω αίσθησή μου,  μ’ όλα τα πρώτα αδέλφι,

που δεν το καταδέχτηκες να σε φιλέψουνε

ούτε κατάλυμα   ούτε τροφή

το ζυμωτό ψωμί του ο θάνατος

ο ήλιος το ζεστό του σύκο

δεν ήταν δα των δυο τους η γενιά καλύτερη

απ’ τη δική σου,

 

ω   που σε ξάφνιασε

τάχαμ κλαρί της κυδωνιάς σκούρο γαλάζιο

η φλέβα του κενού,

εκείνη.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΝΑΤΡΙΟΥ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Θυμήθηκα του Αυγούστου

του νου που χάθηκε θυμήθηκα με όπια

τις κνήμες σου τη στίλβη τους όπως νησί

ουρανό, τον ήλιο παραλοϊσμένο

την όψη σου εκείνη κι ένα πέλαγο

στα δυο σχισμένη του ανέμου

ν’ ανηφορίζει την πλαγιά του αλατιού

αφροί και θάνατος να χυμούν τα χέρια σου

ως τα φασκόμηλα

να οσμίζονται το χάος που εγινόμουν

 

τα όπια θυμήθηκα το νου

που εχάθη.

 

ΤΑΞΙΔΙ

Συνέχεια φεγγάρια τρώει το μαζούτ

φεύγουνε κάτω μας αράδα μίλια

στη μάσκα ο νόστος θρύψαλα

και τα οράματα στα ρέλια,

σταβέντο απόψε σφάζαν το νοτιά

δυο άστρα κόκκινα.

 

Στα μπράτσα μηχανόλαδα  και στα μεριά

τατού στα στήθια ο δράκος

με την αμουργιανή φοργόνα αγκαλιαστός

και το μηλίγγι μου φτερούγα

δεν είναι θάλασσα αυτή δεν είναι,

χύμηξαν του πνιγμού στο πέλαφο

το στίγμα κι η παράλλαξη

μεσάνυχτα καίγεται στη λαμαρίνα ο ήλιος

έθρυψε η αμαρτία τα δάχυυλα

φανάρι το φανάρι πάει το έλκος

 

κι εσύ μιλάς της σιωπής

τη γλώσσα την αλλόκοτη την πικραμένη

μονάδα φάουσα του απείρου η ομίχλη

σε τύλιξε ως τις κλειδώσεις

Η μοναξιά λειχήνα  κι η απόσταση σαν είδες

του ωκεανού το κόκαλο έρημο

να πλέει  κι  αυτό ανοιχτά

στις νέες εβρίδες.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΑ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Χιλιότρυπος από τους διαλογισμούς

έβγαλε το δεξί του μάτι.

Ξαναμμένος τότες απ’ τον ηλιοφυσητήρα

με ορθωμένο τον φαλλό όπως γλυκόριζα

χύθηκε να φουχτιάζει αχινούς,

 

κάτι λιγώματα καν τσιριξιές ήτανε της θαλάσσης

καθώς ανέβαινε άλαλη με κόκκινο γιαταγάνι.

 

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

Ανέβαινε ο παρανοϊκός θύσανος την αορτή

ωχρό αυτοκίνητο μ’ εκατονογδόντα

ξάφνου η διάψευση πετάγεται μπροστά

στον τόπο το οικουμενικό θεώρημα

συντριπτικό κάταγμα του ινιακού.

Τελεία.

 

Πρωινός καφές περιστροφή του εξολκέα

γεμάτη κρύο η σύριγγα σημαδεύει το σφυγμό μας,

πυροβολεί.

 

Τώρα πίσω από φιαλίδια

γλείφει τα νύχια του το αιλουροειδές

η Λευκωπία.

 

ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΚΥΛΙΝΔΡΟΥ

Η όψη σου στο τέλος ράγισε από μια λέξη.

Σέρνοντας φωνή όπως μελάνι ανέβαινε τα γάγγλιά της.

Φεγγάρια αλλόκοτα ξοπίσω της,  εσύ

έτσι παράγωνος που έγινες σχεδόν ακροτελεύτιος

πού να χωρέσεις;

Το βράδυ αργά, μ’ έναν Μεφιστόφελε

πάλι πεθαίνεις

από ύψος.

 

ΠΥΞΙΔΑ

Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια,

συνήθισα τη μοναξιά και το σκυλί της.

Είμαι λοιπόν με τ’ αγριολίθαρα  και  τον ασβέστη

που κουφάθηκε με το λιόκαμα.

 

ΥΠΟΔΟΡΙΩΣ

Να γιατί κάθε αναφώνηση του αέναου είναι κλητική,

όπως η οίηση στις παραλήγουσες.

Ο λυρισμός γδύνεται το λοφίο του γίνεται αφή

το σκοτάδι αντιθέτως, είναι δρόμος, αλλάζει:

άρτος,   ύστερα φύσημα.

 

ΣΟΝΑΤΙΝΑ Μ’ ΕΝΑ ΠΛΗΚΤΡΟ

Ασήμι γυαλινο, η ψύχρα

χαράματα  minors.

Στυφή συκιά η αίσθηση να υπάρχεις

το ατέλειωτο που κίνησε πηλίκον

κι ο που ευδόκησε τόση διαίρεση άφαντος

μες στην ενάργεια των θαυμασίων

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ  ΟΥΤΕ ΦΙΑ ΤΡΙΤΗ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ…

(…μα ούτε και για την ανύμφευτη Τετάρτη των γελοίων γεγονότων …)

… παίρνοντας δηλαδή το λεωφορείο   σταματώντας την αιμορραγία  όπως – όπως   μόλις επιστρέφοντας από πρωινή διακόρευσιν   με δαχτυλιές στα μούτρα   το αιδοίον να γαυγίζει πίσω σου   να σφίγγει τους μηρούς η εβραιοπούλα   μη φύγει το ζεστό σπουργίτι,   ξάφνου τρίγωνα βάρβαρα οι σάρκες της θάλασσας   κολλημένες πρόχειρα με σκουτάρια αρκουδοτόμαρα   και θεωρήματα,  περιπλοκή στα έντερα   όπως καταφτάνει  υπεριώδης σιδηρόδρομος    από σικάγο, χάνοντας ετούτη  και την άλλη θύμηση   που όχι Δευτέρα  ούτε Τρίτη   μόνο εκείνο τ’ ανηφορικό ποδήλατο   που γυαλίζει σα λιθρίνι.   Έκτοτε δεν έγινε υλοτομία στα μέρη ετούτα,   μόνο τρεις Αλβανοί, άνθος στο πέτο,   φώναζαν:   ποιος δεν ουρεί από φόβο;    Δεμένη πισθάγκωνα δείχνοντας τ’ απόκρυφά της   κι άλλα που πήρε στα φτερά του ο ανεμιστήρας   βουή στουπί  και  φρόκαλα βούλιαζε η φωνή σου   σαν καταχθόνιος χαρταετός με συλλαβές   κι άλλα βαρίδια απ’ την αρχαία λέξη οχεία.   Σε λίγο επάνω στα νερά έπλεε το ξυλένιο της ποδάρι    ο μόνος σύντροφος της ξαφνικής καλοκαιριάς.   Πέφτοντας απ’ την καρέκλα ένιωσε   πως το μόνο αίσθημα που τον έσπρωχνε σε περιπέτειες ήταν ο έρως  η καθαρή Δευτέρα  η παστρικιά ζωή   ψωμί κι ελιά σαράντα μέρες κι έξαφνα εσύ   μελαχρινέ σκυλόσοφε γιε του Δεινοκράτη   μέσα στα Γιάννενα το δέρμα σου   για κάτι ασημικό ένα ψηφί κάτι σαν άλφα των Χαλδαίων   που κίνησε από τίποτα εκβάτανα μισθοφόρος του Ευμένη  κι άφτασε απόψε εδώ αεροσκάφος   πτήση 504 TWA!..  Άλλη μια φορά με κοίταξες Μαρίτσα κόφτρα,   αγαπάς τις φούχτες μου  σαν κατηγορίζοντας ψάχνουν  για μικρά λυκόπουλα ξεβράκωτα   μυξιάρικα όλο μαλλί που λιμάζουν το ψωμί της συννεφιάς  και  συ παρακαλάς να συνεχίζεται η κατωφέρεια.   Το πείσμα σου είναι όπως έπιπλο   πάαω κοντά του το χαϊδεύω λέγοντας   πού να ξέχασα τα κλειδιά.   Το γέλιο σου ποτήρι ξέχειλο από μέλι,   πώς τον τουφέκισες στον καλαμιώνα με το κλάμα σου  και  φέραν μέσα τον σορόκο οι κάμπιες σκοτωμένο;   Κίτρινο πτώμα η βρισιά του ξάδελφου   του Ηλία ο μορφασμός  η χειρονομία του Σωτήρη   η πλαϊνή παρέα  και τα νεύρα της   πριν την ώρα του εκείνο το χατούκι   ο σουγιά που άστραψε,  η στριγκιά σου  Παναγιά μου!..  Λουρίδες τέλειωσε η Καθαρή Δευτέρα,   καφενές  μ’ επίδεσμους  σταυρωτό χαρτί στα τζάμια   έξω γαρμπής  στις φυστικιές  στις στράτες,   ο άνεμος πέθανε  ζήτω ο άνεμος   οι κουνιάδοι κλείσανε για την άλλη Τρίτη   κάποια σκεφτότανε τον άνδρα της  κι  οι άλλοι   τρέχα γύρευε τι κάναν!..  Πάντψς είναι γεγονός πως τέτοιες μέρες   αφήνουν εποχή με τον γαλάζιο τους  ή  έστι κάπως ουρανό  κι  άλλα μικρά φαρμάκια!..  [ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ  από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..]

Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου 2025

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ