(… το πρωί θα ξυπνήσω με το σεντόνι μέσα στο στόμα
όπως η θάλασσα και ο πνιγμένος...)
Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων –
Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό
Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
παλιές φωτογραφίες!..
Χώμα σκεπάζει τους λάκκους.
Είναι συνέχεια χειμώνας.
Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί – έτσι είναι οι αστραπές -
αλλά δεν βρέχει…
Μετά γίνομαι παιδάκι.
Είμαι κρυμμένος μέσα στην ντουλάπα –
από τότε μ’ έχει φάει το σκοτάδι!..
Την αθέατη βροχή
τη μαύρη βροχή να φοβάσαι!..
Τότε που αρχίζουν
τα μαχαιρώματα μέσα σου
και κοιτά αλλού.
Έτσι σηκώθηκε ένας τοίχος
σαν βαρύς χειμώνας…
[ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ και Η
ΑΘΕΑΤΗ ΒΡΟΧΗ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]
Εντέλει όμως ο Ποιητής
σ’ ένα άλλο Ποίημα της ίδιας
συλλογής…
παντρεύτηκε μια πρίμα μπαλαρίνα, τη Λίτσα
που ένα ατύχημα την έκανε να βάφει
νήματα
και
να κεντάει…
Μαζί με τις δυο κόρες τους στήσανε
μικρή βιοτεχνία!..
Όλη μέρα γέλια, τραγούδια
και δουλειά!..
Τα βράδια έπαιρνε το άλογο
το πήγαινε στο τέρμα των τρόλεϊ να το ποτίσει.
Το καυσαέριο ανέμιζε τη χαίτη του.
Δεν θυμάται πόσες χρονικές μονάδες
ψάχνανε για νερό!..
Επιστρέφοντας (βράδυ πάντα)
το τοπίο είχε υποστεί αλλαγές.
Ο κόσμος στις πόρτες μιλούσε μια ξένη
γλώσσα.
Στο μέρος του σπιτιού ένα κενό!..
Έψαξε, ρώτησε
(με νοήματα πια…)
και πείστηκε ότι, εφόσον δεν έγινε σεισμός,
το σπίτι είχε απογειωθεί στα μαλλιά
της!..
(επόμενο ποίημα…) ΝΑ’ ΡΘΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, Η επανάληψη του σώματος είναι η άλλη νύχτα…
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ, λοιπόν, κι άλλα
ποιήματα με ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ και επιμύθιο
ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΟΠΡΑΝΟ, που περιμένοντας τον αφέντη από τον πόλεμο,
στον ύπνο της σπάει αμύγδαλα και ταΐζει
τα σκοτάδια…
Αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΝΑ ’ΡΘΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989)
Η επανάληψη του σώματος
είναι η άλλη νύχτα.
Γιατί όπως το κρατάς
τινάζεται προς τα πάνω
παίρνοντας κι εσένα μαζί.
Σε κολλάει στο ταβάνι
και πέφτεις απαλά
στο κενό.
Ανάβουν οι φλέβες από την τριβή.
Ο αέρας σου ξηλώνει το δέρμα.
Όταν φτάνεις κάτω
έχει πολλαπλασιασθεί.
Το φως καίει τόπους
– τόπους
την εγκεφαλική σου ουσία.
Ξέχασες από πού άρχισες.
Με την όσφρηση ψάχνεις
τη μνήμη σου.
Σε τυλίγει υγρασία
κι ένα χόρτο
που προετοιμάζεται να γίνει δένδρο.
Τότε σκέπασες το κεφάλι
-όπως στ’ αρχαία επιτύμβια –
τράβηξες τον τοίχο
και χάθηκες!..
ΝΥΣΤΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ
Θα πεθάνω που θα πεθάνω
ας γίνει βραδάκι, μα όχι μέρα,
να με βλέπουν οι περίοικοι
με περιέργεια, τρώγοντας κουλούρι!..
Να είναι οικείο το μέρος.
Βράχια ή κοντά σε βουνό, όχι σε θάλασσα.
Στην ενδοχώρα με κλειστό ορίζοντα.
(Εννοώ μεγάλη πόλη, με τούνελ, θειάφι,
πολιτική εξέλιξη
και οργάνωση)
-τα έβλεπα από παιδάκι
αλλά δεν μπορούσα να τα πω –
Για αγάπη να μη μιλήσω
-καπνός τα σκέπασε όλα –
Ένας ασυνεπής του κόσμου ήμουνα.
Θα αρπαχτώ από ξερό δένδρο.
Θα κοιτάξω τον πετρωμένο φλοιό
και θα αντιγράφω στο σώμα μου
το πάγωμα των χυμών!..
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]
Η ΣΚΟΝΗ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
(στη συλλογή του Γιάννη Κοντού
ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989)
Όπως πέφτει από τον ουρανό
ή σηκώνεται από τη γη,
φέρνει τα ίδια αποτελέσματα.
Η θάλασσα της σκόνης
τα σκεπάζει όλα,
με συνέπεια μοναδική.
Συνήθως σε πιάνει στον ύπνο.
Αρχίζει με χάδια, με φιλιά.
Μετά τις πρώτες αφές,
εμφανίζονται
οι πρώτοι κόκκοι του απέραντου υφάσματος
(αθέατοι στην αρχική φάση,
με γυμνό μάτι).
Σε κάθε κίνησή σου
πολλαπλασιάζονται.
Σε λίγο (το λίγο μπορεί να είναι η ζωή)
σφίγγεται, κολλάει
πάνω σου, σε μπουκώνει!..
Κάνεις χειρονομίες απεγνωσμένες στους πλαϊνούς.
Μερικοί είναι στο πρώτο στάδιο ακόμα και
χαμογελούν!..
Κάτι αναμνήσεις επιπλέουν στον αέρα,
φωτεινές κι αγέρωχες.
Σε κοιτάζουν για λίγο
και απομακρύνονται.
Στον πάτο της σκόνης μένεις μόνος
Γύρω θαμπός ο κόσμος
χάνεσαι και παγώνεις!..
ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΥΔΑΤΑ
Ήταν μέρα συνηθισμένη, μαλακιά,
ο καιρός το πήγαινε στη μουσική.
Η σκέψη μου είχε βγει από τη θήκη της και
σε πλησίαζε
ή καθόμαστε πολύ κοντά
και δεν δικαιολογείται αυτή η νόσταλγία.
Τα ποτάμια και οι
λίμνες είναι μακριά.
Είμαστε στο λουτρό
με αναμμένο θερμοσίφωνο.
Το κόκκινο φως είναι το μάτι του Θεού.
Καπνισμένος από το όνειρο
και επειδή με λένε Ιωάννη,
προσπαθώ να σε βαφτίσω.
Όλο γλιστράς,
θέλεις να μείνεις
άπιστη ξανθιά!..
Αφαιρούμαι, γίνομαι
ένα πλην,
σε ξεχνάω…
Αντικατοπτρίζω τον
ερημίτη που ακούει
την ακρίδα να του καλαηδάει το εωθινό
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]
ΟΤΑΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΕΝΑ ΤΥΜΠΑΝΟ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού
ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989)
Τις γυναίκες που αρχίζουν
να τρελαίνονται
και κυνηγάνε
τα δένδρα νομίζοντας ότι είναι πουλιά
να τις αγαπάτε,
γιατί έχουν γυάλινους αστραγάλους
και χάνουν την ισορροπία τους.
Όπως είναι μικροκαμωμένες
με άσπρο πρόσωπο,
ανοίγουν
την πόρτα και μπαίνουν σε ιαπωνική ταινία!..
Συνήθως τις αποκεφαλίζουν
ζηλιάρηδες εραστές
για μικροπράγματα.
Αυτές όμως θέλουν να ζήσουν.
Παίρνουν το κομμένο κεφάλι
το βάζουν στο λαιμό
(δεν εφάπτεται καλά)
και είναι σαν να κοιτάνε συνέχεια πίσω
την ομίχλη και το άλογο που τις ακολουθεί.
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑΣ
Τραβώντας κάθετες γραμμές
σε κλείνω στο μυαλό μου.
Ριγέ ο κόσμος άγνωστος.
Τα πρόσωπα που ήξερα δεν είναι πια.
Οι φωνές χωρίς φωνήεντα
– μόνο τα οδοντικά
μια μασημένη μαγνητοταινία –
Όπως και να έχει το πράγμα,
περίπου είμαι: ο
μαύρος κύριος με το σκληρό καπέλο,
το φιλί στο
κεφάλι, σφαίρες να σφυρίζουν γύρω
και να κοιτάζω συνέχεια
τα λευκά σύννεφα
(όπως στον πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ)
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]
Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΜΕΡΑ (παιδική έκθεση)
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού
ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989)
Πολλές φορές το δίχτυ που με τυλίγει και με
τραβά
είναι μεταλλικό
αλλά αόρατο!..
Όπως αόρατα έρπει ο
χειμώνας στα χάδια!..
Είναι απόγευμα στην αιχμή του.
Το φως τρίβεται,
γίνεται σκόνη
και δεν έχω νέα σου
(εικόνες και οσμές)
μόνο κάτι κινήσεις μισές – σκιές σε αργό ρυθμό.
Πολλές φορές σκέφτομαι,
μήπως η φαντασία…
Αλλά να η σπηλιά, να
τα αγρίμια, να η μοναξιά… Να η βοσκή…
(Γι’ αυτό, κυρία, δεν ήρθα σχολείο)
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΛΓΕΒΡΑΣ
Οι φίλοι μου με ξέχασαν ολοσχερώς.
Έτσι, ή το ολοσχερώς
είναι τρένο
ή εγώ είμαι φάντασμα.
Επειδή όμως
δεν συμβαίνουν αυτά
και ο άγνωστος Χ
δεν προσδιορίζεται,
η αλγεβρική εξίσωση
λέγεται με τρεις λέξεις:
απλώς με ξέχασαν.
Θα αναφέρω μόνο μια περίπτωση
που έχει σκαλώσει στο οπτικό μου νεύρο.
Συμμαθητής οδοντίατρος τραβάει – έλκει
με γυάλινη τανάλια το φρονιμίτη μου,
ανοίγοντας τα σκοτάδια.
Οι άλλοι παίζουν πετροπόλεμο
σε άηχο περιβάλλον
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]
ΤΟΚΑΤΑ ΣΕ ΤΟΠΙΟ
(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989)
Γύρω στις επτά
(απόγευμα)
μόλις αρχίζουν να γυαλίζουν
τα δόντια των λύκων,
η πεδιάδα
τεντώνει το κίτρινο πανί της.
Δένδρα μαζεμένα τρομάζουν
από τις φωνές.
Μοιάζουν πρόβατα.
(Αλήθεια από πού πέσαν τόσα δένδρα;)
Υπάρχει και ποτάμι.
Νούφαρα δεν υπάρχουν.
Μόνο κάτι σκοτωμένοι
επιπλέουν με μπλε χείλη
να βάφουν τα νερά.
ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ
Τα σκυλιά των ποιημάτων
δεν ελέγχονται πια, είναι αόρατα.
Εμείς όμως είμαστε ορατοί
σε κάθε ελεύθερο σκοπευτή,
όπως καθόμαστε σε ήσυχο περιβάλλον
και μια άρια τρυπάει το ταβάνι.
Μας μένουν λίγα μέτρα φωνής,
την ξετυλίγουμε
και πάμε για ύπνο.
Την άλλη μέρα θα είναι
τα ίδια ακριβώς,
με λίγες παραλλαγές στο φαγητό.
Υπάρχει όμως φωτιά
κάτω από το ντιβάνι
που όλο μεγαλώνει!..
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ
(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989)
Ένας άνθρωπος μαζεύει σύννεφα για την Τρίτη!..
Δύο άλλοι μιλάνε σοβαρά
περί ανέμων και υδάτων.
Ο χρόνος σήμερα είναι λευκός και
ζαχαρώδης,
κολλάει στα ούλα,
σαπίζει τα δόντια!..
Στο αυτί σου τα
τελευταία τρυφερά λόγια!..
Πανσέληνος απόψε και διακρίνονται όλοι οι
δολοφόνοι,
με μια λιμνούλα
αμαρτίας δίπλα τους να λάμπει.
Πελιδνοί ξεκινούν
και το αθώο χορτάρι που πατούν
τους θολώνει το μάτι!..
Βελάζουν,
μεταμορφώνονται σε μαύρα πρόβατα.
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΛΛΑΞΕΙ
Βρέχει πίσω από την πλάτη μου.
Ίσως έξω από το σπίτι
Μη μου πείτε ότι αποφεύγω τη ζωή,
τους ανθρώπους γενικά,
ότι ξύνω τα γένια μου…
Κοιτάζω τον τοίχο.
Σας βλέπω ανάγλυφα
ή σε σκιές
να μου μιλάτε.
Να φεύγετε.
Πλήθος περνάει σήμερα,
αέρας φυσάει σήμερα
και κάνει κάτι κύκλους μεγάλους και
κόκκινους,
με κέντρο εσένα.
ΤΑ ΝΕΡΟΠΟΥΛΙΑ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Είχε προηγηθεί ο ήλιος,
όταν ξεκίνησαν οι κυνηγοί
Τα όπλα μυρίζαν τη γη.
Τα σκυλιά κοιτάζαν τον ουρανό.
Σε πυκνούς σχηματισμούς
επιθυμίες
και φόνοι έσκιζαν
τον αέρα.
(Μέχρι εδώ καλά πάνε όλα)
Ώσπου ξαφνικά χρυσά νομίσματα
ρίχνονται στο ποτάμι από άγνωστο χέρι.
(Το χέρι χρύσιζε όπως τραβιότανε πίσω
νόμισαν ότι το είδαν)
Τότε είναι που πέσαν κάτι σύννεφα
να τους φάνε και σκιές περάσανε
μέσα τους και τους κατέλαβε μεγάλη θλίψη.
Τότε είναι που κατάλαβαν τον τίτλο
και δεν άλλαξαν τις λέξεις τους με τίποτα.
Εξάλλου, όποτε κουβέντιαζαν, τα πουλιά
λιγόστευαν επικίνδυνα.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]
ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΣΟΠΡΑΝΟ
(… το μυτερό της καπέλο τρυπάει τον ουρανό, ακουμπάει τα υπογάστρια των αγγέλων…)
Μεταξωτή αλλά σκληρή οικοδέσποινα περιμένει τον αφέντη από τον πόλεμο. Στον ύπνο σπάει αμύγδαλα και ταΐζει
σκοτάδια. Μς τη δροσούλα ξυπνάει, δέρνοντας αλύπητά τις δούλες για τη μοναξιά της!.. Στο παρεκκλήσι κοιτάει τα δάχτυλα των ποδιών
του εξομολογητή, μέσα από τα πέδιλά του. Σφίγγει το κομποσκοίνι και την προσευχή πάνω
στην κοιλιά. Ήτανε (είναι) είκοσι επτά
Σεπτεμβρίου και μέσα της έχει ένα
φεγγάρι από παλιούς έρωτες και σπέρμα.
Βγήκε στο μπαλκόνι να τραγουδήσει – όπως έκανε κάθε πρωί, γύρω στις εννιά
και τριάντα - επιστρέφει στο δώμα. Είναι αφηρημένη. Βάζει στο μαγνητόφωνο σκληρό ροκ. Ψάχνει στο ημερολόγιο. Είναι 1589
ή 1958; Δεν ξέρει.
Ξέρει μόνο ότι η φωνή της είναι κουρέλι από το πιοτό και το
καπνό. Κάθε μέρα έλεγε: «Τώρα θα σταματήσει η καρδιά μου από τον πόνο», αλλά η καρδιά δούλευε ρολόι. Μερικά βράδια πήγαινε σινεμά τυλιγμένη σε
μαύρη μπέρτα. Κάποτε κουράστηκε να
περιμένει, έπεσε στη βελούδινη αγκαλιά του Ιωάννη. Τις ώρες της αναπαύσεως αυτή κατέβαινε στο κελάρι και θαύμαζε
τις φωτογραφίες του ιππότη της. Στη
μία, με πανοπλία και γυμνό ξίφος μπροστά
σε εκπορθημένο κάστρο. Στην άλλη, με
λευκό πουκάμισο να πίνει κόκκινο κρασί – το χρώμα του κρασιού το φαντάζεται
- Σε άλλη – λίγο φλουταρισμένη - σε κυνήγι ελαφιών. Ήρθε ένα μεσημέρι, ήθελε να ξαπλώσει. Είχε ελαφριά ζαλάδα. Για πρώτη φορά θέλησε να βγάλει το μυτερό της
καπέλο. Το τραβάει απότομα και
μαζί τραβάει το μυαλό, τα
σωθικά, το φεγγάρι και τη
φωνή της. Έμεινε ένα άδειο σώμα στη
σκιά!.. (Στην Ιστορία φαίνεται ότι
πέθανε από μαρασμό) [κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του
Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989 –
Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
2013]