(… ή ένα επεισόδιο από τη ζωή του
ζωγράφου Θεόφιλου…)
Σε
κάθε πόλη, συνήθιζε να λέει ο ποιητής Απολλιναίρ,
υπάρχουν, οπωσδήποτε,
και μερικοί αθάνατοι!..
Δυνατόν
να είσαστε σεις, κύριε, μεταξύ αυτών,
ή, ακόμα,
κι εσείς κύριε… Δεν ξέρω!..
Πάντως
για ένα είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω:
ότι υπάρχουν…
Δεν
αποκλείεται ελάχιστοι. Όμως υπάρχουν!..
ο Θεόφιλος
κάποτες ανέβηκε σε μια ψηλή σκάλα
-αυτόπτες
μάρτυρες το λεν -
ίσως να
ζωγραφίσει μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για
να συμπληρώσει το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς
ηρωικής
αλητόπαιδες
-αλητόπαιδες που
με τον καιρό
(ως είναι
φυσικό)
ανδρωθήκανε και
γέρασαν
(δεν
ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι επέθαναν ευυπόληπτοι και «φιλήσυχοι αστοί» -
αλητόπαιδες – ξαναλέω
-
για να παίξουνε
και να γελάσουν
ετραβήξανε την σκάλα την ψηλή
κι ως
γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από
τα ύψη
επρόσμεν’
ελεεινός σακάτης
θέλεις κι ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθεί
αλλ’ – ω του
θαύματος! - προσεγειώθη
απόλυτα και σώος
κι αβλαβής
(πάντως κάτι σαν
να ’παθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφριά
μέχρι το τέλος της ζωής)
μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ’ την κορφή ως
τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα
σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί
χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του σαν τη Σελήνη – είτανε λεν χλωμός –
σαν τη Σελήνη
φωτεινό
-αυτά τα δυο
αστέρια είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα
της βυζαντινής ζωγραφικής –
και αν κατόπι
επήγε να κρυφτεί στη Μυτιλήνη
είχ’ έμπει στην
αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον
να υπάρχει αιώνια
αθάνατος
-πιθανόν μαζί με
τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του Γεώργιο ντε Κήρυκο
και με τον
Μπεναρόγια -
ανάμεσα σε
τόσους και τόσους
και τόσους
Βολιώτες που εζήσανε και πριν
και κατά τη
διάρκεια κι ύστερα
από του
τραβήγματος της
ψηλής της σκάλας
τον καιρό
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους πίνακες
του Ποιητή και Ζωγράφου,
που πια μόνη –
θεόθεν – σωτηρία λύσις παρήγορη μένει
η κοιλάς με τις
τριανταφυλλιές ο εστί μεθερμηνευόμενο
η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ
ΡΟΔΩΝΩΝ , εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1978]
Από τη ίδια
συλλογή ανθολογούνται:
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ, (Ο Μαχητής)
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
ΤΟΥΣ ΒΙΟΤΙΚΟΥΣ, Πρόσεξε: αυτός ο
Οιδίπους που πρόκειται να συναντήσουμε
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ
ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ, Σαν ν’ αποκάμανε με τη
βροχή οι λέυκες που αδιάκοπα απ’ το πρωί τις μαστιγώνει…
Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ
ΦΩΤΟΣ, Δώθε από τις γραμμές του
σιδεροδόμου, πέρα απ’ τα σπαρτά, στους πρόποδες του ψηλού βουνού, εκτείνεται
μεσ’ στα χωράφια, η ωραία ελληνική πόλις…
Ο ΓΡΥΛΛΟΣ, Το μπαϊράκι, - το λάβαρο – της ζωής και της
ημέρας είναι πλουμισμένο… και (επιμύθιο)
ΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ
ΠΑΤΣΙΚΙΑΝ , μην πεις ποτέ πως μας
εγέλασαν όχι έτσι είναι η ζωή…
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ (Ο
Μαχητής)
…………………………..
οι άνθρωποι όχι – μου λέει - μην πεις πως είν’ κακοί
μη λησμονείς και το παλιό
ρητό
«… οι πλασμένοι καθ’
ομοίωμα και εικόνα του Κυρίου»
βέβαια υπάρχουν ανάμεσό
τους κι αρκετοί απλώς ανόητοι
όπου πιστεύουν πως με
κακίες
πως σαν βλάψουν τους
ομοίους τους
ζουν «δρουν»
κάνουν κάτι και εκδηλώνουν
έτσι πιο έντονα την ύπαρξή τους
συνήντησα δυστυχώς
τέτοιους πολλούς και
καταλαβαίνεις
πόσο μ’ εδυσκολέψανε – πόσο
με βασανίσαν και μ’ ενόχλησαν -
ως είχα αφιερώσει τη ζωή
μου αποκλειστικά - με πάθος -
στα τόσο δύσκολα – για με τουλάχιστο – προβλήματα
χρωματιστών συνδυασμών
και αρμονίας
…………………………………
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους
πίνακες, ΙΚΑΡΟΣ 1978]
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΙΟΤΙΚΟΥΣ
(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους πίνακες, 1978)
πρόσεξε:
αυτός ο οιδίπους
που
πρόκειται να συναντήσουμε
στη
διχάλα των βιοτικών δρόμων
όχι:
δεν είναι ο Οιδίπους της μυθολογίας
παρ’
όλη την οιονεί ελεφαντίαση
την
ποδάγρα – την ακρομεγαλία -
απ’
την οποία πάσχει
στο
λέω δεν έχει σχέση καμιά με τον Οιδίποδα τον παλαιό
ούτε
τον πατέρα του έχει σκοτώσει
ούτε
– σύρε και πρόλαβε και πες το της Ιοκάστης -
ούτε
και τη μητέρα του πως πρόκειται να παντρευτεί
ασ’
τόνε ακόμη λίγο και θα προχωρήσει
κι
ύστερα – σε λίγο πάλε - μια για πάντα θα χαθεί
όμως
εκείνος ο μαύρος σκύλος
που
κείτεται στη μέση του δρόμου του ηλιόλουστου
-του
ηλιόλουστου απ’ τον ήλιο που πάει να βασιλέψει -
κοιμισμένος
ή νεκρός ανάμεσα στις γκαβαλίνες
ε!
λοιπόν αυτός είναι
αυτός
είναι κάτι
μάθε
το: η Σφίγγα του παραμυθιού
ως
έπεσε απ’ το βάθρο
σαν
είδε
πως
«μυστικό» δεν υπήρχε πια
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ
σαν να αποκάμανε με τη
βροχή οι λεύκες
που αδιάκοπα απ’ την αρχή
τις μαστιγώνει
τώρα ενύχτωσε:
λε πια κάπως να ’χει
κοπάσει το νερό
ρίχνει ακόμη – όμως αργά –
ψιλά - ψιλά
μόλις ακούγεται το θρόισμα
στα φύλλα
απ’ τα βάθη της φωταγωγού
της γειτονικιάς πολυκατοικίας
αναδύεται σκληρά
πυκνά – ατελείωτα! -
μιαν ίδια πάντα μονότονη
όσο και πεισματάρικια κι απλοϊκή μουσική φράση
κάποιου - ίσως κανένας θυρωρός -
που στο υπόγειο ενδιαίτημά
του
επίμονα μαθαίνει οκαρίνα
των αδυνάτων πια η σκέψη
να πάει και να σταθεί
στης Δυτικιάς Μακεδονίας
τους πλατείς κάμπους
όπου οι λεύκες (πάλι οι λεύκες) σε σειρά ατελείωτη
προδίνουνε - στην ερημιά - των ποταμών τους μακριούς δρόμους
ο νους ζητά σ’ άλλο ποτάμι
να βρεθεί κοντά
-πλατύ βαθύ - το Δούναβη
στη Βιέννη
και κει τα μάτια της ψυχής
γιομάτα πάθος
να προσπαθήσουνε να
ξαναφέρουν εμπροστά τους
την εξαφανισθείσα πια
μορφή
του ποιητού με το λοξό το βλέμμα
ο Γεώργιος Τρακλ αν εις το
περίφημο Σαλτσβούργο (του αυστριακού
Τυρόλου) πρώτη φορά είδε το φως
τη χαρά όμως δεν τη
συνάντησε πουθενά – ποτέ του -
πέρασε παιδικά χρόνια
άκρως ανιαρά ως
πρόσμενε ανυπόμονος τον
καιρό της γνώσης
κι ήρθε ο καιρός αυτός – που να μην έσωνε ποτέ -
και τότε – δη τότε-
του εσάλεψε ο νους!-
ναι: δεν τις έστερξε – δεν τις επαραδέχτηκε - ποτέ του - ο
λεβέντης - μα ποτέ
τη μοίρα και τις συνήθειες
που έχουν οι ανθρώποι
μόλις και εκατάλαβε – οδυνηρά - τι πα να πει «ζωή»
άλλο πια πόθο – ενδόμυχο - δεν είχε παρά – έναν - μόνον αυτόν: να φύγει!
τον πόθο αυτό – το μαράζι πες - δεν τον παράτησε ποτέ
(τίποτε δεν ευρέθη ώστε να
παρηγορηθεί ποτέ
-να διασκεδάσει καν; - να
τον κάνει – για λίγο έστω - να ξεχάσει)
ούτε κι η Βιέννη
με τας ευρείας λεωφόρους
της τα ωραία καφφεία
τους κήπους με τις λίμνες
με τις πάπιες
ούτε των θρυλικών της πλουσίων καλλονών
οι κρυμμένοι (αλήθεια αλησμόνητοι)
αφράτοι θησαυροί
εις μάτην η Δυαδική
Μοναρχία
την «μέση εκπαίδευση» μ’ ευχέρεια
του προσέφερε
και με δίπλωμα - ακόμη - φαρμακοποιού
τον εφοδίασε:
εις μάτην
εις μάτην η Δυαδικιά
και στον πόλεμο (του ’14)
πάλε τον έστειλε
προσπαθώντας στοργικά – έτσι -
να τον αποβλακώσει
(ως στοργικοί γονείς στ’
ανήσυχα παιδιά τους εφαρμόζουνε λοβοτομή)
σας λέω: εις μάτην
την ώρα δεν έβλεπε – τι λέω την ώρα: τη στιγμή! -
(και το ΄λεγε με
τραγουδάκια λυπητερά + απαλά)
να ξεμπερδέψει από τούτον
της ανθρώπινης ζωής το θλιβερό μπελιά
-τον άσκημο βραχνά -
να πάει κάπου μακριά
αλλού να φύγει
και το κατάφερε - -επί
τέλους - ένα βράδυ: στα καλά καθούμενα
«tant l’ on crie Noel
qu’il vient»
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους πίνακες
του Ποιητή και Ζωγράφου,
που πια μόνη –
θεόθεν – σωτηρία λύσις παρήγορη μένει
η κοιλάς με τις
τριανταφυλλιές ο εστί μεθερμηνευόμενο
η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ
ΡΟΔΩΝΩΝ , εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1978]
Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
(από τη συλλογή του Νίκου
Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους πίνακες 1978)
Δώθε απ’ τις γραμμές του σιδηροδρόμου, πέρα απ’ τα σπαρτά, στους πρόποδες
του ψηλού βουνού, εκτείνεται, μεσ’ τους κήπους και τα χωράφια, η ωραία ελληνική
πόλις. Αρχαιόθεν ελληνίς. Το βουνό, ακόμα δεν καλοκόπιασε το
φθινόπωρο, και το βαρούν οι ανέμοι κι οι βροχές. Με τις πρώτες μέρες του χειμώνα φαντάζει
ολόασπρο, ως το σκεπάζει το χιόνι. Τα
νερά κρυσταλλώνουν.
Είπα πως η πόλις είναι ωραία. Είναι
και περίεργη. Κοσμείται με λαμπρές
οικοδομές, που κλιμακούνται σ’ όλες τις διαδοχικές επαφές της ιστορίας του
έθνους. Τα κτήρια στέκονται πολύ καλά,
και μόνο που και που, κατ’ αραιά διαστήματα, απαιτείται κανένα μικρό μερεμέτι,
για την άρτια, την άψογη εμφάνισή τους. Το περίεργο της πόλης έγκειται στο ότι εκεί
συγκατοικούν αρμονικά με κατανόηση, με τας εκατέρωθεν, φυσικά, παραχωρήσεις, οι
ζωντανοί με τους νεκρούς.
Κι έτσι, παρά τη μετανάστευση του πληθυσμού, μέχρις ερημώσεως της υπολοίπου
επαρχίας, η πόλις εξακολουθεί να πυκνοκατοικείται.
Κάποτε, κατά τα απέραντα ταξίδια μου, ευτύχησα να περάσω κι από κει.
Πώς να περιγράψω την αγαλλίασή μου, όταν σας πω, πως εκεί, συναντήθηκα και
με τον πατέρα μου, που είχα πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια να τον δω, αλλά και με
τον Σκεντέρμπεη, την κόμησσα ντε Νοάιγ,
τον Εμπεδοκλή τον φιλόσοφο, τον θείο
μαρκήσιο ντε Σαντ, τον Μότσαρτ καθήμενο
στο κλειδοκύμβαλό του, τον Οδυσσέα
Ανδρούτσο, τον Ρηγα τον Βελεστινλή, με το μπουζούκι του, και τόσα, και τόσα άλλα προσφιλή πρόσωπα.
Ο ΓΡΥΛΛΟΣ (εις Νάνον Βαλαωρίτην)
το μπαϊράκι – το λάβαρο -
της ζωής και της ημέρας
είναι πλουμισμένο
με σωρούς πολύχρωμες
κορδέλες
χάντρες
και μακριούς κόκκινους θυσάνους
οι πολύχρωμες
κορδέλες είναι οι χαρές
τα τραγούδια μας τα όνειρά μας
μας συνοδεύουνε στις
έρημες ακρογιαλιές
είναι οι λατέρνες
που παίζουνε κάτω απ’ τα
δένδρα
σα σουλατσάρουμε στο δάσος
μας λένε της ζωής τις
ερμηνείες
τα μυστικά φωτίζονται
απ’ εκθαμβωτικά
αστροπελέκια
τα πελέκια τσακίζουνε
τις κακές προθέσεις
κι όλος ο κόσμος ηχολογάει
από φωνές παιδιών
σατύρων
και του Chirlandajo
οι χάνδρες είναι των
καφενείων οι καρέκλες
-των καφενείων όπου
απαγορεύονται
οι παθιασμένες της πολιτικής οι συζητήσεις
ή το τάβλι
κι όταν πλακώσουνε οι
βαριές μας οι σκοτούρες
τότες μπαίνουνε οι θύσανοι
σ’ ενέργεια
οι μπελιάδες
σκορπούνε μακριά μας
σαν από θαύμα τα σύννεφα διαλύονται
λάμπει ο ήλιος πάλε
τα δάκρυα στερεύουν
παύουν οι σειρήνες
κι ελεύθεροι σκαμπανεβάζουμε
στου έρωτα
τις μαούνες και τις βάρκες
στις συνοικίες της πόλεως
βαρούνε οι καμπάνες
στης Τρούμπας τα σοκάκια
χαλούν τον κόσμο οι κιθάρες
όπως στους μύλους (τους
μύθους)
μας αλέθουν
τα τολμήματα των σαυροκτόνων
κι έρχεται η δύση
η Δύση
κι όλα παν χαημένα…
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους
πίνακες, ΙΚΑΡΟΣ 1978]
ΚΑΙ ΒΡΗΚΑΜΕ ΤΗ ΛΗΔΑ ΑΝΕΥ ΚΥΚΝΟΥ…
(… τη Μήδεια χωρίς φαρμάκια ούτε φάρμακα,
τη Σαχραζάτ να μην ξέρει ούτ’ ένα
μύθο,
τη Σφίγγα δίχως κανένα αίνιγμα
τους ανθρώπους χωρίς χαρά κι όλο ένα μίσος…)
μην πεις ποτέ πως
μας εγέλασαν, όχι έτσι είναι η ζωή – απλούστατα - Γρηγόρη… κι ως ξεκινήσαμε βαλθήκαμε – ή δε βαλθήκαμε -
να πείσουμε τον κόσμο - κι ίσως και πρώτα - πρώτα τους ίδιους μας τους εαυτούς
πως κάθε άλλο: τα πράγματα έτσι δεν
είναι και προσπαθήσαμε μπαλέψαμε βασανιστήκαμε: γι’ αυτόνα τον σκοπό όλη μας τη ζωή χωρίς φειδώ
την κατασπαταλήσαμε με πάθος, δίχως
ουδέ στιγμή να πάει ο νους μας πως όλες
τούτες μας τις μούτες, τις χειρονομίες (τα σκουξίματα) σαν όλους – φευ - τους ανθρώπους γύρω μας τις
κάναμε ασάλευτοι στο χείλος της μαύρης τρούπας - που έχασκε στα πόδια μας από την πρώτη μέρα
που είδαμε το φως - της μαύρης τρούπας – λέω - του τάφου μας Γρηγόρη!.. (ΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ ΠΑΤΣΙΚΙΑΝ από την
ποιητική συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι
έγχρωμους πίνακες, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1978)
Δευτέρα, 6
Ιανουαρίου 2025