Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

ΘΥΜΑΜΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΜΕΡΙΚΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ…

 (… όλα ένα άγαλμα του πόθου της!.. 

Ένα λευκό φρεσκοπλυμένο σάβανο της ηδονής της…) 


Με χτύπησαν με τις ανταύγειες τους σαν ήλιοι του νοσοκομείου. 

(Ως Αρτώ που οι υποχθόνιοι αλυσόδεσαν γιατροί τα οράματά σου)   

Έτσι μπόρεσα να μπω στο μεγάλο καλοκαίρι.   

Αλλά για πού το ’βαλε πάλι ο Βέβαιος διάδρομος;   

Απ’ αλλού αντηχεί ο ήχος κι απ’ αλλού η προέλευση του πόνου του.  

Η αιτία είναι πάντα πλάνο μεταφυσικό:   

Εκεί έξω φυσά και τα έντομα ακόμα στασιάζουνε στο Σκηνοθέτη. 

Αλλά τότε ποια είναι εκείνη η αθέατη ντίβα στη σκηνή;

(ξεβαμμένη και γι’ αυτό αθέατη)   

Η αγρία τροφός και ασύλληπτη πραγματικότης;   

Εγώ συνήθως λείπω από όλες τις διαπυημένες κρίσεις σας.   

(Απαθανατίζετε στο νου σας μονάχα τη φαινομενολογία μου;)   

Πόρτες και πόρτες.   Κλίβανοι.     Αδελφές όλο χιόνι.  

Ξετυλίγονται σκέψεις  σαν βαμβακεροί επίδεσμοι.

Γλιστρούν τα λόγια μου μεταλλικά πάνω στα έναστρα πλακάκια. 

Χτυπούνε σαν παράπλευρα χαστούκια την Προϊσταμένη.

Μικροβιομανής έως μιάσματος.  

Ανέραστη.   Συμπαγής και αστεία μες στη γύψινη στολή!..

Όλη ένα άγαλμα τους πόθου της. 

Ένα λευκό φρεσκοπλυμένο σάβανο της ηδονής της!..

 

Τα κόκκινα ρόδα στο πανέρι του μετατοπισμένου φαρμακείου

είναι τ’ απόκρυφα μέλη των ανδρών που ποτέ δεν θα θωπεύσει!..

Οι νύχτες της είναι λευκές!..   (εκεί μέσα χιονίζει)

 

Με τη σκέψη της αμύριστης κλίνης ονειρεύεται

τα φυλλώματα του παραδείσου!..

 

Όταν αλλάζει  τους νεκρούς  στο θάλαμο , το ανήσυχο

βλέμμα της καθυστερεί  και την αναστατώνει

των σκοτεινών οργάνων  τους  η θέα.

Έτσι ο έρως, διαμέσου μόνο του μεγίστου θανάτου

μ’ ένα δίχορδο  ρίγος μυστικά την αγγίζει.

 

Κρατάει τον καθρέφτη. Σιάχνει τα μαλλιά της.

Να μη βουλιάξει η λέμβος της σεμνοτυφίας!..

 


 και   Ο ΓΕΡΩΝ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Το χέρι του ανοίγει κάθε θύρα.

Ο καρπός του – Λίθος δίνει τέλος

στην οχλαγωγία

Κάνει εξίσου ηδονική την αφθαρσία

και την αποσύνθεση.

 [κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988

Από την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ:

 ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ποιήματα, εκδόσεις Καλέντης 2014]

 

ΤΟ ΕΚΖΕΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΑΣ

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988)

Δε τη χωράει το σπίτι. Καθαριομανής έως μιάσματος·  το περνάει από κλίβανο κι αστράφτει χρυσαφιά επιδερμίδα η φαινομενολογία  (Ας βουίζει από κάτω το κενό)

Μετατοπίζει σαλόνια σε χώρους που φωτίζουν ένα – ένα τα στάδια της εξορίας της.  Νύχτες τριβής,  της αφήνουν ένα έκζεμα στα δάχτυλα για να κατορθώσει μια ανταύγεια ως την εξαγρίωση  και  ως τον άσπρο σκελετό του εσώτατου τρόμου.  Τακτοποιεί ξανά  και  ξανά τα μικρά παλιά σκεύη μέσα σ’ ένα λυπημένο  κι  ακανθώδες άπειρο.

(Σαν παλιά εντομολόγος που το καθετί με τον καιρό παίρνει στο νου της ένα σχήμα ταριχευμένου πετούμενου στα ράφια)

Κλείνει ε πάθος τις ρωγμές αλλά η Άλλη που είναι   ακούει αίφνης φτερουγίσματα πουλιών,  ακούει καλπασμούς,  αλαφιάσματα ζώων στο χορτάρι.  Ανοίγει τότε τα μεγάλα παράθυρα της Νοσταλγίας  και  κοιτά που τρεμοσβήνουν τα δυσνόητα κεράκια Ταρκόφσκι.

Τα μεσημέρια είναι κάπως γελαστή  και  δυσδιάκριτη πίσω από τα φύλλα της μυθιστορίας.

Όμως όταν αρχίζει να νυχτώνει μ’ ένα μάτι – χρυσόμυγα που λάμπει στο βάλτο των εικόνων.   Όταν αρχίζει να νυχτώνει κι απ’ τους θάμνους έρχεται μπροστά της πληγωμένο κόκκινο θηρίο η χρονοτριβή.   Όταν αρχίζει να νυχτώνει  και  το σπίτι βουλιάζει στη σκοτεινή τελειότητα·  ο νους της είναι κιόλας η γυμνή έρημη κάμαρα.  Σα να πέρασε από κει μέσα ο κατακλυσμός!..

 

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΡΣΑΛ

Χασομέρηδες άνεμοι μας προσηλύτισαν σε Μυρτώες παραλίες.  (Στα μέρη μας τα βότσαλα μιλούν·   τα παράφορα φεγγάρια  κι  οι φωνές των πουλιών   δε μας άφηναν να μεγαλώσουμε)   Είδαμε την ανοικοδόμηση.  Μέσα απ’ το σχέδιο Μάρσαλ γνωρίσαμε το γρανίτη της τετράγωνης καταστροφής.  Και φάνηκε τότε το πετροχελίδονο σαν διαμπερές τραύμα, σα σκοτεινό χαλίκι από τα πάνω ρέματα.  

Ως να εχτύπησε λιθάρι τας ευαισθήτους  κεφαλάς  και  έπεσε αίφνης τρικυμία στα ποντοπόρα χρώματα.   Αγρίεψαν τότε  οι λωλαμένες καλλονές  και φρρ.  φφρρρ,  φύγετε, φώναξαν σκληρά πουλιά από τα μέρη μας·   πουλιά – πετριές απάνω στα διάφανα νερά·  πάνω απ’ τους μυρωμένους έρωτες.

Και διότι ήρθαν από την ακανθώδη Κάρπαθο ήρεμοι και κουρασμένοι τεχνίτες της πέτρας και της κεράμου.  Τεχνίτες με μαλλιά σαν τον ασπάλαθο, αλλά ποτέ δεν έλειψε το «μέτρο» από την κωλότσεπη.  Και ήταν πράγματι αστείοι, καθώς βάδιζαν χαμένοι μέσα σε τούτο το χειροπιαστό  και  πάμφωτο άπειρο.  Φορούσαν λευκά κεφαλομάντηλα και σχεδόν έβλεπες στο πλάι  έναν ορθογώνιο άγγελο να τους αφαιρεί τη φαντασία.  Με ομοιόμορφα χέρια  έχτιζαν ομοιόμορφα σπίτια.  (Ο μαλάς ήταν μια θρησκευτική παλάμη, ένα ένδοξο σκεύος της ορθοδοξίας, την ώρα που διψούσε άλλα χάδια  και βαθύτερες γονυκλισίες του μέσα χώρου η λεπτουργός αισθητική).

Η ραχοκοκαλιά των κτισμάτων κοίταζε πάντα ως πλάτη λογίου ανατολικά  ή  βόρεια·  και τα βήματα  και  οι παιδικές φωνές των αγέρηδων  τρύπωναν πάντα στην ίδια γηραιά διαρρύθμιση·  ώσπου σιγά – σιγά πλαντούσαν κι έπεφταν καταγής τ’ αγέρινα  κορμιά τους.

(Α κάμαρα κουφή απουσία κάθε χλόης.

Α σκοτεινέ λαβύρινθε της ομοιομορφίας)

 

Τα σπίτια πια δεν έπλεαν εδώ κι εκεί·

στα θρυλικά χαλάσματα δε μας μετρούσε

γιασεμάκια των άστρων το μυστήριο.

 

Φύγετε,  φύγετε,  σκληρά πουλιά.

Φύγετε,  φύγετε,  πουλιά – πετριές!..

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988 Συγκεντρωτικός τόμος ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ποιήματα, εκδόσεις Καλέντης 2014]

 

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ 

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988)

Κίτρινα φύλλα σκουριασμένης πανοπλίας:  η παράφορη

Χλαίνη τυλίγει χειμώνα καλοκαίρι το αιχμάλωτο

σώμα στο περίπτερο.  Έχω ένα θραύσμα όλμου

στην αριστερή ωμοπλάτη που δεν χειρουργείται – σαν τα όνειρα,

λέει,  που να προλάβει το νυστέρι  καθώς γίνονται

αστραπιαία πετρώματα  και  παρελθόν – Εξω

τραγούδια, μπαρ·  περνούν παιδούλες με μπλου τζιν·

γίνονται   γάμοι  και  βαφτίσια.  Έξω ιταλοί και γερμανοί

τουρίστες  πίνουν και γελούνε.  Μα αυτός εκεί, μέσα

στην πρόχειρη σπηλιά,  πίσω απ’ τ’ αμπρί, μοιράζει

σπίρτα και τσιγάρα στους νεκρούς

φαντάρους του λόχου του.

Θαμπά τζάμια με παλιές εφημερίδες·  σα νυχτώνει

ό,τι προλάβει να κοιτάξει στη λάμψη

της φωτοβολίδας.  Ύστερα τα νερά, η άμπωτις,  τι σκοτεινή

αφλογιστία η οπισθοχώρηση.

 

Η μνήμη του μαύρη λαγκαδιά.

 

Από την ωμοπλάτη του κυλάει   σα βρυσούλα

ολόκληρο το έπος της Αλβανίας.

 

Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

(από τη συλλογή του Μναόλη Πρατικάκη ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988)

Κεκλεισμένη από παντού η οντότητα σε αμείλικτα περιβλήματα εκτίει ασκόπως την Ειρκτήν της.  Ισοβίτισσα  και  ισόποση του μυθικού της εκτοπίσματος, σφύζει σαν ένα αιμάτωμα κρανιακό εξ αντιτυπίας.  Κρούει το δεσμωτήριο  και κοιτά το μανίκι του δεσμοφύλακα που την παραπέμπει σε βιβλικά χωρία, στην ωχρά στιγμή,  στο ένοχο ωάριο της γενεσιουργίας.  Στρέφει το όμμα προς την εκάστοτε λαμπερήν Προεδρία της Δημοκρατίας,  ζητώντας  «Χάριν»  ει μη τι άλλο,  ένα θαλερό θρόισμα,  δίκην  «αθώος λόγω αμφιβολιών».  Ναι, ναι εφιστά εγγράφως προσοχήν  στους θρυλικούς ενόρκους·  ζητάει σύνεσιν από εκείνο το σκούρο  και  διηνεκές εφετείο  (ακούει όμποε  και  μαδριγάλια·  τη φωνή του σπίνου στα βαθιά).  Ρωτάει διστακτικά και χαμηλόφωνα  (ως από κρύον  τραύμα να τραυλίζει το αέναον),  μην τα πειστήρια ήταν σαπρόφυτα;  Δηλαδή με ανιστόρητον εμμονήν – και ιδού τα ελατήρια της νεύρωσης,  το σκοτεινό παρασκήνιο:  Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι -  (Μίλαν, τω όντι, τι σκοτεινός ογκόλιθος στο στέρνο μας η Ενάτη)     

[Επιτέλους τι βάραθρο για όλους μας   αυτός ο Λούτβιχ]  Μα πού με παν τα κύματα·  θα με ξεβράσει πάλι ωραίο ναυαγό σε ακτές Μυρτώες η φραστική παλίρροια;  Οσονούπω ζητεί δαιμονιωδώς ένα κάποιο προγεφύρωμα, δηλαδή του όλου μυστηρίου τη λεπτουργόν Αναψηλάφησιν.

 

Χτυπά τα σκεύη του ο κρατούμενος, τ’ αλουμινένια κουτάλια και πιρούνια στο τυφλό σίδερο.  Διαβήματα απονενοημένα,  απεργίες πείνας, καθώς ξεμπουκάρει ματαίως από μέσα του – χείμαρρος σε φράγμα -  το πεπιεσμένο άπειρο. 

Και ιδού τα ρήγματα:  τα όνειρα;  οι κρυφές σύγαγγες,  τα σχοινιά, τα σινιάλα·  οι «λαδωμένοι» δεσμοφύλακες,  ιδού η μοιραία ξεναγός  ως Έξοδος,  ο ασύγκριτος Στιβ Μακ Κουίν  συνεπαίρνοντας τα όντα στη μεγαλειώδη τους Απόδραση:  Επικά εισορμά το σώμα των στασιαζόντων στον επόμενο Λαβύρινθο.

 

ΤΖΕΝΓΚΙΣ  ΧΑΝ

(Οι φυλές του αιματηρά σμιγμένες  κυματίζουν γύρω σαν αναλαμπές από κινούμενες κερκίδες )

Είπε ο Τζένγκις  Χαν, ο αιμοσταγής, θανάσιμα

πια τραυματισμένος απ’ το ξίφος

του άγριου Μογγόλου και

κρατώντας το μικρό λευκό χέρι

της ωραίας εύθραστης   γυναίκας.

(Το άλογό του μαύρο με αραιές

βούλες μυρίζει έρημο τη χλόη

της Ασίας)  Είπε ο Χαν

με τρεμάμενη φωνή  και  μάτια υγρά

σχεδόν του βάλτου, κοιτώντας τώρα

από ένα ύψος θαμπό   τελειωτικά ανθρώπινο.

«Τα χέρια είναι το πρώτο πράγμα που δίνουμε

οι άνθρωποι στον κόσμο κι ας μιλάμε

με κλαγγές και θρύλους.  Τα χέρια είναι

που ζητάμε πιο πολύ στην αγάπη

και στο θάνατο.  Δωσ’ μου, είπε, αυτές

τις μυρωμένες ρίζες να κρατήσω λίγο, αυτά τα ευκίνητα

λευκά πουλιά πριν ταξιδέψω προς τις στέπες.

Και κοίταξέ με, Ρόια, μην κλαις, μην καταριέσαι

το σκοτάδι που πέφτει πάνω μου σα μαύρο

βόλι.  Μονάχα άναψε τη λάμπα.

Η νύχτα είναι άσπρη  και  γαλάζια

γιασεμί του νου μου.

Ο σπόρος μου πλαγιάζει σε βαθιά χωράφια

και μου γνέφει κιόλας μεσ’ απ’ την άνοιξη

της σάρκας σου.

 

Μα τώρα έλα, γύρισε το στήθος μου

προς τους ανέμους»

 

ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Πέτρες  και  λουλούδια.  Μάνα μου.  Πέτρες  και

ρίζες κι αμίλητα νερά  στη μεγάλη λαγκαδιά

που κοιμάσαι.

Της μνήμης είσαι.   Μάνα μου, η ανέμη.  Στείλε

ξανά το έργο σου στο φωτεινό υφαντουργείο

να ντύσουμε το μαύρο κόσμο!..

 

ΟΙ ΑΟΡΑΤΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ 

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988)

Μπαίνω στη νύχτα.  Παλαιά σπίτια, κατακόρυφοι όγκοι σαν γκρεμοί.   Κυρίως μισοερειπωμένοι θόλοι που αντηχούν ακόμη βήματα και ήχους, αυτών που είναι κιόλας αρπαγμένοι σε μιαν άλλη ζωή.  Θέλω να πω δυο δρόμους πιο κει.  Πως αλλάζεις. Και ξεχνάς τη μεγάλη αόρατη Έξωση.  Στην πίσω αυλή ο μικρός ετοιμοθάνατος κήπος.  Καθώς σκύβω λίγα ψυχανθή·  οι πόες και το φιλιατρό του πηγαδιού δυσδιάκριτο μέσα στα χόρτα.  (Εδώ μέσα ενεδρεύει όλο σου το παρελθόν -  Ακούγονται θόρυβοι  και  κρότοι από ξεχασμένες πολίχνες).

 

Εδώ η σιδερένια σκάλα ελικοειδής,  κομμάτι

σκουριασμένη από την υγρασία. Σα προπέλα

πλοίου κοχλιούται στο υγρό σκοτάδι,

Σαν σπείρα αναρριχητική της πιο κρυφής σου

σκέψης.  Σαν εικόνα πόθου βυθισμένη

που γεννά μες τον αγέρα ιερά ρεύματα.

Σαν αδράχτι γνέθοντας το βήμα των απόντων.

Σαν αθόρυβη ρουφήχτρα που τραβά την

ύπαρξη προς τον πυθμένα

τον ακίνητο χορό.

Ως στρόβιλος τέλος αμιγών μετάλλων

ή  αντικυκλώνας.  Σε πλήρη συστοιχία με τα άνθη

των γκρεμών  και  των δονούμενων ορόφων.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988 Συγκεντρωτικός τόμος ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ποιήματα, εκδόσεις Καλέντης 2014]

 

Α!.. Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ,  ΘΕ ΜΟΥ,  ΠΑΛΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΒΑΤΟ…

(… παίρνει το σκουλαρικάκι  κι απ’ αγκάθι σε φύλλο με σοφή γευματίζει ευφροσύνη…)

Τι   θείο σάλεμα μέσα στη φύση που αγνοεί

την ομορφιά του και την παρουσία του.

Τίποτα δε ρωτά δε λέει  «Είμαι εδώ»,  σαν ψυχή

αποκομμένη  από κάθε ταραχή.  Πώς φέγγει

μες στη σιωπή του,  τι αχειροποίητα φτερά.

Με τους ίδιους τρόπους μπαινοβγαίνει εδώ και

αιώνες στα κλαδιά, το ίδιο αυτό προγονικό

πουλί.    Λέω

να ’χτιζε τη φωλιά του μες στη μνήμη μου

να μου γυρίσει μυρωμένο θυμάρι   ο θυμός.

Πώς σκύβεις φλόγα δροσερή και πίνεις τις δροσιές!..

Πώς ανεπαίσθητα θροΐζεις  και  μου ανοίγεσαι

για μια στιγμούλα πάλι   δάσος παρθένο η συνείδηση.

Λέω να ’χτιζε τη φωλιά του στο χαμόκλαδό του

στήθους μου,  να μου γινόταν δένδρο αληθινό.

Πουλί, πουλάκι, να ’τανε στον πικρό μου θώρακα

να φτερουγίσεις.   Πώς ήθελα

να σε ονομάσω καρδιά μου

[Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988]

 

ΟΜ

Ξάφνου ποιος ήμουν,  αφομοιωμένος σ’ εκείνο που

οσφραινόμουνα  και  που διψούσα.  Με στοιχεία και

θρόους με μετρούσε η πλάση·  στα προγονικά μου

φύλλα,  στις αρχαίες μου   ρίζες μου μιλούσε

το νερό.

Άκουγα με τους τρόπους που αφουγράζονται

τα σπήλαια  (Ομ  ομ,   α  ε  να     ον

και  κιάχι  τατ  τβαμ  ασι

λαμ  ψε    άστρα   ψε)

Δεν είχα μάτια  και  δεν είχε νύχτα.

Έβλεπα τώρα αυτό που με κοιτούσε

με το βλέμμα το σπινθηροβόλο

της τριβής!..

 

ΤΙ ΕΡΩΤΑΣ,  ΤΙ ΠΟΝΟΣ,  ΤΙ ΠΗΓΑΙΑ ΜΑΧΑΙΡΩΜΑΤΑ  ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ…

(… αλλά ω πληγή  απ’ όπου κρέμεται η ψυχή μας φωσφορίζοντας μέσα στη νύχτα… )

Ξεχασμένος στους ζεστούς άμμους της γενέτειρας,  στα μυρωμένα χόρτα, καθώς τρέχω,  μου υφαίνεται αίφνης κρυμμένη πλέξη   στη φλέβα  και στο βήμα   το κομμένο νήμα.    Κρατώ τη θάλασσα  που βλέπει τη θαλασσινή μου μερια   ν’ αντιγράφει τις άπειρες ανταύγειες,  τους ανάλαφρους κυματισμούς της υποστάσεως.   Λέω.   Το σώμα σου πώς θηλυκώνει,  πώς εφαρμόζεται στο σώμα μου!..  (Οι μικροί βράχοι του γιαλού,  τ’ αστραφτερά χαλίκια άφησαν στου οπτικού μου φλοιού τον ελαιώνα   τα βαθουλώματα  και  τα σμαράγδια τους)   Λέω η πνοή μου:  - τι λιτή αντιστοιχία -  αυτό το αγέρινο κλαδάκι του Αιθέρος,  θείε Αναξίμανδρε!..  Καθαρίζω τους άμμους των ήχων  από το όστρακο   της ακοής  και  σ’ ακούω πάλι θάλασσα πρωτάκουστη.   Απ’ το δέρμα μου βγάζω τα βουνά και σ’ αγγίζω   Γη – Μάνα μου ανέγγιχτη.   Τι έρωτας,  τι πόνος,  τι πηγαία μαχαιρώματα σώμα με σώμα.   Αλλά, ω πληγή,  (απ’ όπου κρέμεται η ψυχή μας φωσφορίζοντας   μέσα στη νύχτα)  που την ιστορούν  και σ’ ερωτεύονται τα βότανα.   Παντοτινέ μου έρωτα ακοίμητε μέσα στο καθετί.   Με το χέρι που παίρνεις απλόχερα την ηδονή   μου δίνεις,   Και εκ πολλής συνουσίας γιγνομένης   περί το πράγμα του ζην εξαίφνης  οίον από πυρός πηδήσαντος   εξαφθέν φως   εν τη ψυχή γενόμενον αυτό   εαυτό ήδη τρέφει.. (ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ από την ομότιτλη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη 1988 που περιλαμβάνεται την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ  ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, Ποιήματα, εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ 2014)

ΕΡΥΘΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

Καιρός τώρα να σωπάσω.

Ήρθε η ώρα να μιλήσει

ο από αιώνες

σιωπηλός σπλήνας

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

ΤΑ ΠΙΟ ΤΡΟΜΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

 (… είναι αυτά που πρόκειται να γνωρίσω…)


Τα τραίνα περνούν ξυστά στους κήπους των κέντρων διασκεδάσεως.

Ατσάλι,  μαύρο ατσάλι,  μαύρες σπίθες,   μαύρος θόρυβος,

μια μυρουδιά από άξονες  και  κάρβουνο  στάζοντας στη νερουλιασμένη μπύρα - 

το πρόσωπο του ατμού εγκάρσια φωτισμένο,  αναποδογυρίζει το χώρο

σα μια τσέπη που κρύβει μόνο λίγα τρίμματα από ναυαγισμένα σχέδια,

λίγα γρανάζια μιας χαμένης μηχανής.  Τέτοια ελατήρια σπασμένα κι οι ερημικοί πελάτες,

τ’ ανόρεχτα ζευγάρια,  οι συντροφιές που μέρες τώρα λογαριάζαν να γλεντήσουν.

Κανένας δεν ακούει την ορχήστρα  κι ας παίζει μ’ όλη της τη δύναμη

παράλογα,  λες για να πνίξει κάποιους πυροβολισμούς

να σκεπάσει κάποιο φόνο.  Τα τραίνα κουρελιάζουνε τη μουσική

και φαίνεται πίσω απ’ τα ράκη γυμνή η ζωή των σιωπηλών θαμώνων

με την ελπίδα φαγωμένη από  τον τρόμο,  με το ταξίδι κατά τη μεριά της μέρας απρόσιτο

όπως απρόσιτη είναι η χαρά γι’ αυτόν το μεθυσμένο που χορεύει μανιασμένα

χωρίς να καταφέρνει να ξεφύγει απ’ τα αόρατα δεσμά του

και χορεύοντας βουλιάζει. 

 

Κι η γέφυρα ένα ικρίωμα πάνω απ’ το ποτάμι·  λεία τραπεζομάντιλα   λεία κρηπιδώματα· 

πίσω απ’ τις φυλλωσιές τα στόμια των υπονόμων.  Περνούν τα τραίνα τις γονατισμένες γέφυρες,

κουβαλούν τα πυρομαχικά  και  τις κονσέρβες,  γράμματα για αγνοούμενους από τρελές μανάδες,

ένα φορτίο ραπτομηχανές για κορίτσια γερασμένα  που δεν θα παντρευτούν ποτέ, 

ένα φορτίο ανθρώπους που μπερδευτήκανε  οι αποστολείς  κι  οι παραλήπτες τους,

κουβαλούν το χωρισμό και το σμίξιμο.  Πιο πολύ το χωρισμό.

Δε σώνεται ο χωρισμός σ’ αυτό τον κόσμο – ξάφνου πολύχρωμα λαμπιόνια  βιδώνονται μες το σκοτάδι,

οι επιβάτες χυμούνε στα παράθυρα ν’ αρπάξουν λίγη μουσική,

κάποια αίσθηση χορού  ή έρωτα  κι έπειτα ξαναγυρνάν στις θέσεις τους νιώθοντας πιο ξεριζωμένοι. 

Έτσι κυλάν τα τραίνα  μες στη νύχτα,   όπως κυλάει η ζωή μας από επιθυμία σε ματαίωση,

κι ο άνεμος που σηκώνεται στο πέρασμά τους  στριφογυρίζει μόνο κάτι βρώμικες χαρτοπετσέτες· 

άλλες μπερδεύονται στα μαλλιά μιας γυναίκας  που απόμεινε στο παράθυρο και κλαίει,

άλλες κολλάν στη μούρη του βοηθού σερβιτόρου που ρίχνει κάτω απ’ τη θερινή εξέδρα

υπολείμματα βιαστικών ερώτων  κι  αποφάγια,  άλλες πέφτουν στα μαύρα νερά του ποταμού

βουλιάζοντας αργά   βουλιάζοντας… 

 

«Παιδί μου,  παιδί μου»!..

Ποιο ουρλιαχτό μάνας ,  ποιος θάνατος πίσω απ’ το ψωμί, 

ποιος στρατιώτης μονάχος πάνω στο γυλιό του  μετρώντας υπόλοιπα θητείας,

υπόλοιπα γλεντιών  και  φίλων,  ποιος ναυαγισμένος έμπορας μετρώντας

προθεσμίες  για γραμμάτια,  υπόλοιπα από φθινοπωρινές εκπτώσεις

ποιος φυλακισμένος με πειθαρχική μεταγωγή μετρώντας χρόνια ατελείωτα,

μετρώντας την απόσταση από το σπίτι του  που κι αυτό τον ξέχασε…

Κι οι μηχανοδηγοί δεν ξέρουν, δε μιλάνε,  κυβερνημένοι από μια ξένη θέληση που πνίγει,

δε μιλάει κανείς, τα γκαρσόνια,  οι πλασιέδες με τις τσάντες,  οι ερωτευμένοι,

οι εργάτες στο σκυθρωπό τσιμεντάδικο,  οι άνεργοι που ξενιτεύονται.

Μόνο μετράνε υπόλοιπα..   υπόλοιπα… Λοιπόν φτιάξαμε μια ζωή με υπόλοιπα; 

Πού πήγαν τα χρόνια μας,   πού πάει η κλεμμένη μας ζωή;

Τα χρόνια που μας πήρανε,  τα χρόνια που σπαταλήσαμε,  οι ξεχασμένοι μας ηρωισμοί,  τα φριχτά λάθη - 

«Παιδί μου…  παιδί μου…»   Αυτή η κραυγή σκίζοντας τη νύχτα γυρεύει μιαν απόκριση.

Οι άνθρωποι σ’ αυτό τον τόπο γυρεύουν μιαν απόκριση. 

Σύντροφοι    μιαν  άλλη απόκριση!..

 

Τα φώτα καρβουνιάζουν σαν ένα δάσος καμένο,

ο θάνατος της κάθε μέρας σωριάζεται σα λάσπη πάνω στους ανθρώπους,

πάνω απ’ την άβυσσο κρέμονται οι κομμένες ράγες σα σκισμένα δίχτυα,

κανείς  δεν ξέρει  ή  πια δεν θέλει να θυμάται, 

μια λέξη που φτάνει ως τις καρδιές, 

ένα μοχλό που αλλάζει την πορεία!..

Κι αυτός που τα γνωρίζει, αποξεχάστηκε σαν τον κατάκοπο κλειδούχο

πίσω απ’ το ξύλινο φυλάκιο με τις περαστικές γυναίκες,  με τις περαστικές αμέλειες  και  φόβους·

κι εκείνος που νόμισε πως τα γνωρίζει  ορμάει μέσα στις σκοτεινές φωτιές

παλεύοντας να δώσει τη σωστή κατεύθυνση με σήματα σβησμένα,

με λόγια πια τόσο παλιά που αχρηστεύουν τη θυσία του.

Πού είναι ο άνθρωπος με το κόκκινο φανάρι… Τα σινιάλα απεγνωσμένα. 

«Παιδί μου,  παιδί μου…»  Ένα τραίνο  κι  άλλο τραίνο  κι άλλο τραίνο

φρενιασμένα έμβολα, μαύρο ατσάλι, πυρωμένο,  καρφώνοντας στη γη το στέρνο των ανθρώπων…

Το σινιάλο μες τη νύχτα,  σαν τον ανάπηρο κλειδούχο,

τη σωστή λέξη έστω και δίχως χέρια,  έστω και με κομμένα πόδια,

με το κορμί σου μονάχα που μόνο αυτό μπορεί να φράξει το δρόμο για το θάνατο.

Τη σωστή πράξη έστω με το κορμί καταμεσής στις ράγες!..

(ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ από τη συλλογή του  Τίτου Πατρίκιου  ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956 – 1959

κι άλλες επιλογές από την ίδια συλλογή

από τη  Συγκεντρωτική έκδοση:  

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Πρώτος Τόμος  1943 -1959, εκδόσεις Κίχλη]




 

ΕΞΟΧIΚΟ ΠΡΟΑΣΤΙΟ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):

Όλα καλά στη θέση τους,

τα δένδρα,  τα σιντριβάνια,  οι επαύλεις,

ο αττικός ορίζοντας,  κάποια γαλήνη χορτασίλας.

Μια ομορφιά που άπλωνε σαν καρκίνωμα

μολύνοντας τους περαστικούς μ’ ελπίδες

 

ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Ευγενικά  ακουμπάμε  δίπλα – δίπλα

γελάμε  ή  συγκινούμαστε

ο διώκτης   κι  ο κυνηγημένος

ο βασανισμένος  κι  ο βασανιστής

ο εραστής  κι  ο σύζυγος.

Για δυο ώρες μοναχά μες το σκοτάδι

ήρεμοι,  άγνωστοι  και  φιλικοί!..

 

ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Έπινε μια πορτοκαλάδα

με φόντο της  κομμωτήρια  και  τουριστικά γραφεία

καθώς ο διπλανός της

τη μάγευε με βλακώδεις στίχους.

Κι όμως

τη λέγαν Αντιγόνη.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

Η ΑΝΟΔΟΣ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Παλιέ μου φίλε

σύντροφε των μεγάλων ημερών

συγχώρα με που χτες,  όταν καμάρωνες

για τα καινούρια σου έπιπλα,

εγώ σκεφτόμουνα πως το καθένα

έκρυβε κάποιαν υποχώρηση,

ένα χιλιάρικο περίπου εκπορνευμένης σκέψης

που πια την πούλαγες

χωρίς να νιώθεις την ανάγκη

έστω να παραστήσεις τραγωδία.

 

ΔΥΟ ΝΑΥΑΓΟΙ

Ξύλα, κουπιά σπασμένα

δυο ναυαγοί σ’ ένα μαδέρι

παλεύοντας ποιος τον άλλονε να πνίξει…

 

Ήταν αυτό που απόμενε

απ’ το μεγάλο στόλο της εφηβικής φιλίας.

 

ΓΝΩΣΤΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ

Και πάλι η ίδια αντίθεση:

Εγώ  κι  οι άλλοι!..

Ακόμα κι ο εαυτός μου γίνεται ένας ξένος

που μ’ αντιστρατεύεται.

Κι αφήνομαι στη μοναξιά,

μοναδικό μου καταφύγιο

όταν μετατοπίζω τις ευθύνες

ξεχνώντας πόσο για εκείνους είμαι ο άλλος

πόσο τους εξωθώ κι εγώ στη μοναξιά τους.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Πληθαίνουν τα’ αυτοκίνητα

αυξάνουν οι ξένες επενδύσεις

όλο και περισσότερο μεταναστεύουν

οι εφημερίδες λένε πως ο τόπος

μπήκε σε νέα φάση ανάπτυξης

διατηρώντας όμως τα ιδανικά του.

Πατροπαράδοτα ιδανικά πάντα συνδυασμένα

με σοφές αστυνομικές πιέσεις.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Πόσα χαμένα πρόσωπα,  τ’ αναζητούν ακόμα

απ’ το ’22,  το ’40,  την Κατοχή, τα χρόνια τα μετά,

γυναίκες,  αδελφές  που και που κανένας άνδρας,

αναζητούν κάποιον στη Μέση Ανατολή  φαντάρο

ένα κοριτσάκι, τελευταία το είχαν δει στη Σάμο

άλλον όταν μπαρκάριζε για Νέα Ζηλανδία.

Άραγε εμάς  πού  και  ποιος μας είδε

για τελευταία φορά;

 

 

ΠΕΛΑΤΕΣ

Μεθύσια που τα σκέπασε το πριονίδι

κίτρινοι γλόμποι όπως λεμόνια μισοσαπισμένα

άδεια μπουκάλια μ’ αναθυμιάσεις μπύρας και κρασιών

ζευγάρια που βαριούνται πίσω απ’ τη βρώμικη κουρτίνα.

«Σου λέω ήταν πελάτης από χρόνια

της εταιρείας μας»

Όλοι πελάτες, σύμφωνοι,

αλλά πελάτης ποιος,  ποιανού;

Και τόσοι να πεθαίνουνε μέσα στον ίδιο χρόνο…

 

ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Τα παράθυρα παλιές ψαρόκασες

το ψάρι μπήκε μες το αίμα

ψαρίσια γεύση στο φιλί

όταν παντρεύονται οι νέοι

πετούν τους γέρους στα καλύβια

παίρνουν τα σπίτια τους, τ’ ασπρίζουν

«Εμείς η αστική τάξις»

έλεγε ο τηλεφωνητής

είχε μια ραπτομηχανή

όμως το στάρι πριν προλάβει να μεστώσει

το θερίζουν για τα ζώα

«Έχουμε γείτονα τον καιρό»

έλεγε πάλι ο τηλεφωνητής

κι ο δάσκαλος Κυριακές γιορτές

φορούσε τα μαύρα του γυαλιά.

Συνηθέστερος θάνατος από πνιγμό.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]


ΟΔΟΣ ΜΑΡΝΗ 48

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Χρόνια συνήθισες το σπίτι να σε περιμένει

άλλοτε ολόφωτο τις νύχτες σαν καράβι

άλλοτε σκοτεινό σα θέατρο  όπου τελείωσε η παράσταση

κάποτε σαν κελί στενόχωρο απ’ την πολλή του ζεστασιά

ώσπου ένα βράδυ σαν όλα που γυρίζεις

κάποιος θα λείπει, πιασμένος απ’ την Ασφάλεια,

ξενιτεμένος για δουλειά,  άρρωστος στο νοσοκομείο,

κάποιος θα ’χει πεθάνει.

Ώσπου ένα βράδυ δε θα ξαναβρείς    το πατρικό σου σπίτι.

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΑΤΡΟΣ: ΗΘΟΠΟΙΟΣ

Αχ να γινόταν πάλι να με πάρεις απ’ το χέρι

να με βγάλεις από τούτο το λαγούμι

όπου οι άνθρωποι μυρίζονται ανθρωπινό κρέας

να με πήγαινες όπως τότε στην ακροθαλασσιά

κάτω απ’ τα κτίρια των παιδικών εξοχών,

τότε που περίμενα να παραπονεθώ

έστω να πω ότι η προϊσταμένη

κρατούσε τα γλυκά που μου ’φερνες

κι αντί γι’ αυτό κοιτούσα μαγεμένος

τα καινούργια, λαστιχένια σου παπούτσια.

Πατέρα δεν έμαθες ποτέ

σε τι κόλαση με είχατε βάλει

τι μου ’καναν τ’ άλλα τα παιδιά

που όλη τη μέρα με λέγαν «θεατρίνα»

κι εγώ, πνίγοντας  τα κλάματα, τα ’βαζα με σένα

με το Θεό, με όλους,  που δεν είχες

μια δουλειά της προκοπής, ει δυνατόν ένα γραφείο.

Ντρεπόμουνα για το επάγγελμά σου

όπως τώρα καμαρώνω, τώρα

που κάθε πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά

του ασήμαντου γραφείου μου.

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ 1  και  2

Δύσκολα χρόνια φτώχειας και κατατρεγμού

μαζί τα ζούσαμε κυλούσαν σαν νερό

έπειτα άνοιξε μια πόρτα στο βοριά

κι όλοι σκορπίσαμε σαν ξεραμένα φύλλα.

 

Όμως πατέρα τώρα σε γνωρίζω από κοντά

βλέπω όσα δεν άγγιξαν τη ζωή σου

άχρηστα λόγια  σαλιάρικη ευτυχία

τώρα που η παρουσία σου όλο λιγότερο με βαραίνει.

 

Σαν έφυγες πατέρα άνοιξε ένα φαράγγι

και φάνηκαν όλα τα περασμένα χρόνια

σα στρώματα γεωλογικά  γυμνά κι απρόσιτα

στην όψη της κάθε αντικριστής πλαγιάς.

 

Τώρα  όπως κλείνει σιγά – σιγά το χάσμα

μεγαλώνουμε τις αρετές σου  ξεχνάμε τα ελαττώματα

σε αλλάζουμε σε σύμβολο να σκέπει και να θάλπει

όπως οι πρώτοι άνθρωποι φτιάχναν το Θεό.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Ήταν πολλά τα χάδια που δέχθηκε παιδί.

Κι έδινε τώρα το νεκρό κορμί του στις ρίζες των φυτών

ν’ αντλήσουν τους χυμούς τους.

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΝΕΡΓΩΝ

Δεν είχαμε λεφτά ούτε για νεκροφόρα.

«Ήμαρτον Θε μου

μα σήμερις και να πεθάνεις δεν μπορείς…»

έλεγε η διπλανή γειτόνισσα.

Τέλος φωνάζανε ένα ταξί και βάλανε το φέρετρο

εκεί που βάζουν τις βαλίτσες

μισό μέσα,  μισό έξω.

Κι έτρεχε το πολύχρωμο αυτοκίνητο για το νεκροταφείο

σαν εφιαλτικό αγρίμι

που κράταγε στα δόντια τη βορά του.

 

Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Επιτυχαίνω,  κοντοστέκομαι,   στρίβω σε στενά

περνάω μέσα από στοές,  απόκρυφους διόδους

όμως ο θάνατος δε χάνει ποτέ τα χνάρια μου,

ένα σκυλί που συνεχώς μ’ ακολουθεί

αφήνοντας καμιά φορά την απόσταση να μεγαλώνει.

 

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ

Γευόμαστε τις μέρες μας σα μύγδαλα

βιαστικά σπασμένα στο πεζούλι

ακόμα κι αν  υπήρχε  δεν τ’ ακούγαμε

το απόμακρο κάλεσμα του θανάτου

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]


ΜΝΗΜΕΙΟ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Μνημείο του ερειπωμένου απογεύματος

όταν ο άνεμος ρίχνει ανταύγειες μικροπωλητών

πάνω σε λόγια σοφά και αναντικατάστατα

μνημείο καθημερινής φλυαρίας χωρίς πειθώ

επιβλέποντας παρόδια σώματα μέλη ανάκατα

πόδια που βλασταίνουν σε ιδρώτα ασφάλτου,

μνημείο δίχως πάταγο  δίχως ηδονή

με αδρανείς αφές  ως μες τα σωθικά σου

όπως νεκροί πολύποδες  σε κούφιο στέρνο,

και ιδού από τα έγκατα πτώσεων  και παλινορθώσεων

άγγελοι τρομεροί προβάλλουν έτοιμοι

να διεκδικήσουν το σκότος  να κερδίσουν την πίστη

να σφετεριστούν το μέταλλό σου.

Ακίνητος μπροστά σου δεν εκλιπαρώ το θάνατο

ούτε και δελεάζομαι από φθίνουσα αθανασία.

 

Η ΠΟΙΗΣΗ   ΚΛΑΡΙ ΑΠΟ ΦΩΣ ΟΤΑΝ ΘΕΡΙΕΥΕΙ Η ΝΥΧΤΑ

(…κάρβουνο σκοταδιού μες στην πυρακτωμένη μέρα. 

Ό,τι κι αν λέμε,  η  Ποίηση  δεν έγινε  για να μαστιγώνει τη ζωή μας…)

Και πάλι θα εμφανιστώ σαν άχρηστος παλιάτσος   να δείχνω τις πληγές που κακοφόρμισαν   το άθλιο τέλος που φωλιάζει μέσα μας.   Φερνούμε νεκροζώντανοι,  αμέριμνοι   ναρκωμένοι από το μανδραγόρα του έρωτα   τ’ αμμουδερά μας κόκαλα φυραίνουν,  τρίβονται,   μέσα απ’ τα σπήλαια των πνευμόνων   ανεβαίνουν πλόκαμοι με μυζητήρες   τα στόματα αλλάζουν σε μαλάκια σάπια   ο ένας προσφέρει στον άλλο θάνατο σαν τσιγάρο   ένα μικρό προκατασκευασμένο θάνατο   που εξαντλείται σ’ ελάχιστα λεπτά.   Έτσι  κι εμε΄να το δέρμα ξελεπιάζει σα σκουριά   μένουν τα μάτια, που κάποτε υποδαύλισαν τ’ όνειρο,   τώρα μονάχα να παρατηρούν…    (ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ κι άλλες επιλογές  από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59 συγκεντρωτικός πρώτος τόμος: ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ]

Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου 2024

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ