Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ ΜΕ ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

 

(… σκέψου τα πράγματα που δεν θα κάνουμε ποτέ…  ΣΙΝΙΚΗ ΜΕ ΚΑΛΑΜΙ)

τι άσκοπα    που ταξιδεύει το νερό

τι ήσυχα που έρχεται και πάει

 

βάζο με μέλι

ένα ρόδι

τραπέζι με ποτήρι

το κλειδί στο ράφι

μικρό κλειδί  

 

Λοιπόν, ναι

είναι δυνατόν

βαδίζουμε πάνω σ’ αυτές τις πέτρες

με τα γκρίζα ρείκια

 

οι βάρκες μας πλέουν

για λίγο στα κύματα

και ύστερα βυθίζονται

 

κι εδώ ήταν το σπίτι σου    στα βράχια   

 

ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ   (λάδι σε καμβά) 

 

ράθυμος ήλιος    μαραμένες γυναίκες

 

παρήγορο φως    απ’ το μικρό τετράγωνο τζάμι

τα σκεβρωμένα δένδρα

 

παράξενη η περασμένη νιότη    ασυλλόγιστη

 

μια πέτρινη γέφυρα

το μικρό του σπίτι

κι αυτός καθισμένος    στο μικρό του γραφείο·

ξύλινη πόρτα    σπασμένα χρώματα

 

λίγο πιο πέρα το κανάλι

περνάει κόσμος απ’ την πέτρινη γέφυρα

ένα κάρο με γέρικα δένδρα

μια γυναίκα με μωρό στην πλάτη 

 

φτελιές δεξιά

λόφοι με θάμνους

δύο μεγάλα δένδρα

σταγόνες κόκκινο στο χώμα

 

πάνω από τη γέφυρα και το κανάλι

πάνω από το σπίτι

πάνω απ’ τη γυναίκα και τα άλογα

ένας ασημόγκριζος ουρανός

 

αχνιστό   βαρύ   κίτρινο    μεσημέρι


 


ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ    (σχεδίασμα με πένα και μολύβι    ΣΠΙΤΑΚΙ ΠΛΑΪ ΣΤΟ ΚΑΝΑΛΙ)

 

ΤΟ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ

(… σ’ άλλα χρόνια    αλλιώτικο φως    ανεπιφύλακτο…)

1

το ποτήρι στο κάτω μέρος του πίνακα

το λουλούδι δίχως να φαίνεται

το κλωνάρι δεξιά επάνω

2

το κλωνάρι σβήνει στην άκρη

το ποτήρι άδειο

ώχρες και άσπρο

3

γυμνό το κλωνάρι

οι σκιές διαφανείς

λεπτό νερό στο ποτήρι

4

το κλωνάρι σχεδόν στο κέντρο

στο κάτω μέρος τα φύλλα

5

το φόντο βαραίνει

το ποτήρι στο κέντρο

 

το χρυσάνθεμο μπαίνει στον πίνακα

 

[πρώτα  αποσπάσματα  από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά  με τον… «εικαστικό»  τίτλο ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ 2012]

 

Από την πρώτη κιόλας στιγμή,   νιώθεις σα να σε ξεναγεί κάποιος σε μια έκθεση ζωγραφικής.

Παρελαύνουν από μπροστά σου πολύχρωμοι πίνακες,

ακουαρέλες,  χαρακτικά,   γλυπτά προπλάσματα,

εικαστικές συνθέσεις   που συνυπάρχουν με την ποιητική έκφραση στοχαστικά,

εκφράζοντας με άρτιο τρόπο προσωπικά αισθήματα: 

 

να φεύγουν όλα  κι  εσύ να φεύγεις

σαν τίποτα να μην ήσουν ποτέ

ούτε γύμνια στον ήλιο   ούτε φλόγα τρελή

 

Κι άλλα αποσπάσματα από την ίδια συλλογή

αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]

 

ΣΕ ΑΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ   ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΦΩΣ   ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΟ

(επιλογές από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ 2012)

δυο πράσινα   ένα μαύρο

και ξαπλωμένο καφετί

 

αλλαγμένο τοπίο

προβιές   κυματίζουν

σε δάση με φτέρες

 

νεαρές οξιές

οξυκόρυφα φύλλα

στο χώμα ψηλόλιγνοι μίσχοι·

το  ξερό κλαδί δεν ξέρει τι να κάνει

το πόδι του έχει μπλεχτεί στον πίνακα 

 

(ΒΕΛΟΝΟΓΡΑΦΙΑ)

 

με γκρι κασκόλ

και κυρτωμένη μύτη

ψάχνει σκαθάρια

το κίουι τη νύχτα

 

άτσαλες ρίζες και κορμοί

τακτοποιήθηκαν λιγάκι

οι θάμνοι παραμέρισαν ενοχλημένοι

 

(ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΣΕ ΜΟΡΙΟΣΑΝΙΔΑ)

 

μόλις κρατιέται από το κλαρί το φύλλο

του κάνει τη χάρη

για λίγο   ο άνεμος

 

ένα μερμήγκι σέρνει

την πεθαμένη μύγα

πέρα  -  δώθε

δεν ξέρει που την πάει

 

χοντρόπετση   η γέρικη βελανιδιά

δεν το ’χει σε τίποτα

να μην ξαναμιλήσει   στα κατσίκια

 

(ΛΑΔΙ ΣΕ ΚΑΜΒΑ)

 

τρίζει   στις λακκούβες

η μπρούντζινη άμαξα

οι πιτσιλιές λερώνουν την μπετούγια

και το λεπτό κιγκλίδωμα της

 

στο βάθος

καπέλα σκυμμένα

στο καστανό χώμα

 

(ΣΙΝΙΚΗ ΜΕ ΠΕΝΑΚΙ)

 

το γκριζομέλανο καβούρι

γυρίζει στην κρυψώνα του

οι κόκκοι της άμμου   του στρώνουν το κρεβάτι

 

το άσπρο βοτσαλάκι

λερώθηκε από την πίσσα

κάθεται φρόνιμο

παραφυλάει να γυρίσει  ανάσκελα

 

(ΟΞΥΓΡΑΦΙΑ   και  ΑΚΟΥΑΤΙΝΤΑ)

 

ξύλινη κόκκινη βάρκα

γελάει

στο άδειο του δίχτυ

ο ψαράς

 

γέρος  νέος  θα ήθελε να είναι

να παίξει  κι  άλλο

 

σπατάλησε   μια ολόκληρη όμορφη μέρα

κοιτάζοντάς την

τι άλλο να ’κανε;

 

η σκιά φτάνει   ως το ταβάνι

τα δοκάρια την κάνουν κομμάτια

 

το ρολόι λούζει το κρεβάτι

ο φόβος μ’ έχει συνεπάρει

 

τσάι

μικρές τηγανίτες

φύλλα στο τζάμι

μανίκια   που με κρατάνε ζεστό

 

έδιωξε τα κατσίκια ο άνεμος

αυτός και τα δένδρα τώρα

 

πίσω από ψηλές ρόδες

και παιχνιδιάρικα σύννεφα

το κρώξιμο της χήνας

 

με ψιλή μύτη   και ρόδινη ουρά

 

σκιαγμένο απ’ την ομίχλη  

το λουστρίνι

κρατάει χαμηλή ομπρέλα

 

και να τι συμβαίνει

η αγριόπαπια

τινάζει με μανία τα φτερά της

στο ρόδα του νερού

 

σπαθίφυλλα  και φουντωτά  μικρόφυλλα

γίνονται μούσκεμα

 

(ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΑ ΚΡΑΓΙΟΝΙΑ)

 

τρίζει    κάτω  από  τη φούστα

η λεπτή της γάμπα

περνώντας το χλωμό ποτάμι

 

το κόκκινο λουλούδι   λιγάκι ντρέπεται

 

το δένδρο   βάζει τα γέλια

το φεγγάρι είναι   εκεί που βρέχει

 

(ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ)

 

σαστισμένος γέρος   γουρλωμένα μάτια

στη μέση στο ποτάμι

οι γαλότσες του πιλαλούν

μπροστά από τα πόδια του·

η χάρη δεν τους λείπει

 

(ΤΕΜΠΕΡΑ, ΚΟΝΤΡΑΠΛΑΚΕ)

 [κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ  εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 368]

 

ΣΠΑΤΑΛΗΣΕ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ…

(… τι άλλο να’κανε; …  τρίζει κάτω από τη φούστα η λεπτή της γάμπα… το κόκκινο λουλούδι λιγάκι ντρέπεται… ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ  )

η κόκκινη μπουκαμβίλια  παραφυλάει στο παράθυρο  το φεγγαράκι  βερνικωμένη γάτα   χαμηλά στον ορίζοντα  μια πινελιά   κρατάει τα δικά της άνθη στο βυθό    ψηλό δένδρο  με φουγάρο στο στόμα  και στραβά κλαριά  κοιτάζει τα φύλλα του  (ΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΚΑΡΒΟΥΝΟ)   το ακιδωτό φως της λάμπας πέφτει στα θερισμένα φύλλα  ζεσταίνει  ή  δροσίζει  τις κεραίες του ο μπάμπουρας;    χτυπιέται στο δωμάτιο η πεταλούδα μόλις μπαίνω·  να ’χα όμως τη χάρη της   ανυπόφορη άνοιξη  ήσυχοι πεθαμένοι  πράγματα απαραίτητα σ’ ένα σπίτι    περνάει ο χρόνος  με τα μαλλάκια του καρφάκια  τρώει το σάντουιτς στα όρθια  (ΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΜΟΛΥΒΙ)    δουλεύει στον ορίζοντα  απ’ το πρωί ως το βράδυ  η ψιλή άχνα   η γάζα της τυλίγει τα δεμάτια   λιώνει στις άκρες της  γόνατα  και  αγκώνες  (ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ ΚΑΙ ΜΕΛΑΝΙ)   σκύβει στον ορίζοντα με το κοκαλιάρικο καπέλο του  ο μικρός Κινέζος  η πλάτη του κυρτώνει  αφοσιώνεται σ’ αυτή την κίνηση   ζαρώνει τα μάτια του   το γέλιο τρυπώνει στις ρυτίδες του   γυρίζει με προσοχή τα μπατζάκια του  (ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ)    γουργουρίζει  η ρόδα της μέρας  πίσω απ’ τις βλεφαρίδες της   όταν σωπαίνει  σφυρίζει στον ύπνο της  ο κότσυφας με το λουστρίνι του    ντέι ντέι ντο  πριν από χρόνια η γη μας·  κατακόρυφο φως  ραβδωτά ψάρια  μούρα και φύλλα   στριφογυρίζουν τα κλαδιά  με τα καϊτια τους παράθυρα  το φως που θα τους βγάλει χνούδι    τα αντικείμενα που βλέπετε εδώ  δεν έχουν καμιά αξία  δείχνουν απλώς  πώς ζούσαν οι άνθρωποι   πώς έσουρνε επίτηδες τα πόδια του ένα παιδί   κι αυτή τη στιγμή  τα δάχτυλά του  φυτρώνουν στο χώμα  (ΛΑΔΙ ΣΕ ΜΟΥΣΑΜΑ)   [κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά  ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ  2012 εδώ από το  συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ,  Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ συνέχεια από σελ. 377 – 403   σε κάθε στροφή σκορπίζει το άρωμά του  το τριαντάφυλλο  που  πιάστηκε στη ρόδα]

Δευτέρα, 30 Σεπτεμβρίου 2024

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΣΤΑΝ ΜΕ ΘΑΡΡΟΣ ΤΟ ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ

 

(… έχοντας συνοψίσει το νόημα της πρώτης προσπάθειας…)

 

Τ’ αστέρια διαγράφαν το χαμό τους σε θριαμβικές τροχιές

Οι ψαράδες χτυπούσαν τη θάλασσα με τη λαπούτα

Σε οκνά διαστήματα   Ταράζοντας τα ψάρια

Η πανάρχαιη νύχτα ξεδίπλωνε τον αμείλικτο πέπλο της

Η υδάτινη σιωπή που ενσαρκώναν τα φύκια

Ενίσχυε τη θέλησή μας

 

Κι ήμασταν εμείς που θραφήκαμε μόνο με παρελθόν

Αποδιώχναμε το μέλλον όμοια όπως διώχνουμε μια μέλισσα

που πάει να μας κεντρίσει

Καταδικάζαμε τη μετάνοια 

Λατρεύαμε την τομή της σελήνης με το κλωνάρι της ροδακινιάς

Βαραίναμε πιότερο ύστερα από μιαν ανώφελη και μάταιη συνουσία

Τρομάζαμε στη σκέψη ενός έρωτα μελλούμενου

Παραδεχόμασταν με θάρρος το ξεφάντωμα της συντριβής

 

Μπορεί να ξεφτίσει μια τέτοια μνήμη;

Σάββατο βράδυ    Δεν μιλούσαμε

Φιλούσα μόνο τα χυτά σου μαλλιά!..

 

Θα ξαναγυρίσουμε

Όταν οι ελιές θα ντύνουν στο χρυσάφι τα γέρικα όνειρά τους

Όταν τα μελτέμια θα κινούν να χαϊδέψουν τις εφήμερες πεζολογίες του νησιού

Όταν δυο μάτια σκοπελίτικα θα φωτιστούν από τη χαρά του γυρισμού

Τούτο το καλοκαίρι  είτε το άλλο που θα ’ρθει

Δεν έχει σημασία πότε

Κάποιο καλοκαίρι τέλος πάντων θα ξαναγυρίσουμε

Πιο δυνατοί   πιο μεστωμένοι

Έχοντας συνοψίσει το νόημα της πρώτης προσπάθειας

Πειθαρχώντας στη νοσταλγία του Αιγαίου 

 

Θα ξαναγυρίσουμε

Συνοδευόμενοι από γυναικεία στήθια σ’ ενάντιον άνεμο

Κι από το βασιλιά το Στάφυλο με το αρχαίο σπαθί του

Ποιος θα βρεθεί να μας τον ιστορήσει

Πιο νέοι  πιο ξανθοί   πιο ακμαίοι

Χωρίς αυταπάτες  μ’ αγκαλιές γιασεμιά

Να φυτέψουμε στου πελάγους τη ράχη

Τον σπόρο του έρωτά μας!..

 [ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ  και  ΘΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής 1949

Αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ Εν όλω  ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943 – 1997, εκδόσεις ΑΓΡΑ] 


 


ΑΝΑΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ από την ίδια συλλογή τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ,  Έγλυφε ο ξανθός αέρας τα πανιά μας

ΕΙΣΒΟΛΗ,  Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες…

ΘΥΜΗΣΗ,  Μεσάνυχτα  Στιγμή τελεσίδικη μ’ επιθανάτιο ένδυμα…

ΠΙΣΤΗ,  Ξέραμε πως θα ’ρχοταν μια μέρα… 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΜΑ,  Παραθαλάσσιο κέντρο…

ΣΥΝΤΡΙΒΗ,  Κείτεται τώρα ξαπλωμένος  και  αγναντεύει τις ευθυγραμμίες…

ΘΙΑΣΟΣ ΤΗΣ KRAFT DURCH FREUDE,  Κι η νέα γυναίκα μίλησε… και

ΑΣΥΜΠΛΗΡΩΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ,  Τούτο το καλοκαίρι θα ’ρθει φορτωμένο με τσαμπιοστάφυλλα…

 

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

(με στοιχεία ποιήματος από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)

 

Κι εμείς γλιστρούσαμε φεύγαμε   Πάνω στα τραχιά νερά

Κρύσταλλα κρέμονταν 

Στα παλαμάρια  στις αντένες  και  στα ξάρτια

Και όλο πλέαμε χωρίς σταματημό

Και ξαφνικά ορθώθηκε μπροστά μας

Ένα νησί πανύψηλο  πεντακάθαρο  κι  απότομο

Με τρεις αρπάγες μυτερές

Με γλιστερές βουνοκορφές

Μ’ αισιοδοξία  κι  ελπίδες

Σκύψανε στ’ αυτί και μας εξήγησαν   Είναι η Πελοπόννησο

Κι εμείς πικρόχολοι πλέαμε  Κι  ολοένα πλησιάζαμε

Το νησί που λεγόταν  Πελοπόννησο

Μα βέβαια του Πέλοπα νησί  το νησί του Πέλοπα

Κάτι ξέρουμε κι εμείς από ιστορία

Και βρεθήκαμε στην πόλη

Περνούσαμε  από τους υδάτινους δρόμους

Και βλέπαμε τα πεχούλια   Να τα σκεπάζει το κύμα

Ταξίδεψα στη Βενετία  διηγόταν κάποιος ναύτης

Κι εμείς ανεβαίναμε τους δρόμους

Εκεί που σπίτια αγκαλιάζαν καρτερικά  το νερό

Και γυναίκες κουβαλούσανε στάμνες

Και μαστέλα  κι  άντρας κανένας

Κι εξηγούσαν με χαμόγελο σαθρό

Οι γυναίκες οι κουρασμένες

Μην απορείτε  

Είν’ ο χειμώνας ο σκληρός   Που μας αφάνισε έτσι

Τώρα οι άντρες μας κατάσαρκα φορούν

Φανέλες  μάλλινες   χοντρές

Και κλαιν και συλλογιούνται

Όμως την άνοιξη   Τα νερά είναι χλιαρά

Και περνούμε από μέσα τους

Και χαϊδεύουν τα πόδια μας τρυφερά

Κι όλο ανεβαίναμε το ρέμα

Να ’ρθετε και την άνοιξη να δείτε

Συνέχιζαν οι γυναίκες της Πελοπόννησος

 

ΕΙΣΒΟΛΗ σελ. 34

 

Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες

Από τα δυτικά προάστια της πολιτείας

Γυναίκες με μπόγους στους ώμους

Αστοί  φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμο

Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση

Οι επιβάτες συνωθούνταν  χλομοί κι αμφίβολοι

Το λιμάνι καιγόταν σαν δένδρο Χριστουγέννων

Αλλόφρονες δρόμοι

Ανοχύρωτη πόλη  ψιθύριζαν  κηρύχθηκε ανοχύρωτη

Το βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχία

Συναχθήκαμε σε σπίτια συγγενικά

Κι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουν

Τα ξάρτια της νύχτας

Πλαγιάσαμε κατόπι  σε ένα πέτρινο μεταίχμιο

Πληγώσαμε τη σκέψη

Κάναμε υπόθέσεις

Μπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριά

Αλήθεια πώς θα ξημερωνόμασταν

Κανένας δε φαντάστηκε

Κανένας δε μάντεψε

Κανένας

 

Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ

Μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιον στο χώμα

 

Το γέλιο στέγνωσε

Τ’ αστέρια σκούριασαν

Τα δάχτυλα λιγοστέψαν

Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος

Νιώθαμε μόνοι   τόσο μόνοι

Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα

Μια γυναίκα πικρή

Μια γυναίκα ακατάληπτη

Μια γυναίκα που χαμογελούσε

Κι όμως ψιθύριζε ανελέητα

Το όχι

 

ΘΥΜΗΣΗ  (σελ. 36)

 

Μεσάνυχτα   Στιγμή τελεσίδικη μ’ επιθανάτιο ένδυμα

Ειρηνικοί πελάτες ανοίγουνε την πόρτα

Με πρόσωπα οργωμένα απ’ το χιονόνερο

Δυο γυαλισμένα όργανα

Ικετεύουμε  τις διμοιρίες του ανέμου

Μ’ ένα πρωτάκουστο τραγούδι

«Ζητιάνα της αγάπης…»

Δίνουμε την εντύπωση σακατεμένου

 

(Αδελφέ

Ο έρωτας σπάταλα ξαχύονονταν από τ’ ακρώνυχά σου

Κι αμέτρητες φορές αποζήτησαν έναν αρσενικό σου σπασμό

Πώς μπόρεσες να πεθάνεις

Το ηχηρό τραγούδι σου δε θ’ αντηχεί

Στην τροχαλία των ημερών που θα προβάλλει

Ο κάμπος θα μένει πάντοτε αδιάφορος

Κι η τρίτη  Ιουλίου δε θα λείψει από το ημερολόγιο

Πώς χώρεσες

Στο ύστατο κρεβάτι που έσκαψες μονάχος σου

Τάχα τι μπόρεσες να πεις στερνή φορά

Στο ωρίμασμα της μέρας)

 

Απομείναμε ψηλαφώντας τη φλούδα του ονείρου

Ήμασταν μόνοι

Τα τραπέζια εγκαταλείφθηκαν γύρω μας

(από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)

 

ΞΕΡΑΜΕ ΠΩΣ ΘΑ ’ΡΧΟΤΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ  ΠΟΥ ΘΑ ΦΙΛΙΟΜΑΣΤΑΝ ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

(ΠίΣΤΗ από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)

 

Που οι παπαρούνες θα σαλεύαν ελεύθερες στον άνεμο

Που τα βράδια θα πέφταν αργά γεμάτα καλοσύνη

 

Κι όμως η πίστη ποτέ δεν ξεφτούσε

Τις καταραμένες νύχτες

Κλεισμένοι στα σπίτια μας

Ακούγαμε τις τουφεκιές στους δρόμους

Να τρυπανίζουν την παρθένα ερημιά

Και τ’ άγουρα παλικάρια

Μπροστά στις μπούκες που θα ξερνούσαν το θάνατο

Τραγουδούσαν   έχε γεια καημένε κόσμε

Και πασπαλίζαν τα πρόσωπά μας

Οι στάχτες της καμένης Κλεισούρας

Και οι οιμωγές του Χορτιάτη

Και χαρίζαμε τις ελπίδες μας

Στους αξούριστους άνδρες

Που με τα κοντάκια τους χτίζαν τη λευτεριά

Και γράφαμε τότε την παράφορη οργή μας στους τοίχους

 

Έτσι

Ο ήλιος φαινόταν άρρωστος

Τα μικρά παιδιά δεν γελούσαν

Οι φάμπρικες στέκαν θλιμμένες

Όμως εμείς ξέραμε καλά

Πως θα έφτανε η μέρα εκείνη

Που ελεύθερες θα σάλευαν οι παπαρούνες στον άνεμο

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΜΑ  σελ. 40

 

Παραθαλάσσιο κέντρο

Καρέκλες  και  τραπέζια  ξέχειλα από κόσμο

Μουσική   χειροκροτήματα

Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά

Τα παιδιά τρέχουν

Τραγούδια

(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)

 

Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια

Βραδιάζει

Οι εκδρομείς επιστρέφουν

Με λουλούδια

Με λιοκαμένα πρόσωπα

Χαρούμενοι

(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)

 

Άγγλοι αντιπαθητικοί

Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες

Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο

Άλλος  και  φεύγουμε!..

Λάμπες ασετυλίνης

Οι δρόμοι αδειάζουν

Κορμιά κολλημένα στους τοίχους

Λαχανιασμένοι ψίθυροι

(Νιώθουμε ξένοι

Νιώθουμε μόνοι   πολύ μόνοι)

 

Ποιος θα μας σώσει

Ποιος θα μας ξεκουράσει

Κατά πού να γυρίσουμε

(Είμαστε νικημένοι

Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

(από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)

 

Τ ρ ί γ λ υ φ ο

«… ο εντεταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού

επεσκέφθη χθες το Γερμανικόν νεκροταφείον

ευρισκόμενον  τρία χιλιόμετρα έξω της Θεσσαλονίκης

και εξέφρασε τον θαυμασμόν του για την απλότητα του κοιμητηρίου

και τα καταπληκτικάς ευθυγραμμίας

τας οποίας σχηματίζουσιν οι πάλλευκοι πλάκες…

εδήλωσεν όμως  ότι το εις την είσοδον του κοιμητηρίου ανεωχθέν  «μπαρ»

αποτέλει μίαν αλληθή παραφωνίαν ταράσσουσαν… 

(ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ Μάρτης 1945)

 

ΣΥΝΤΡΙΒΗ  σελ. 45

(HELMUT W…  γεννήθηκε στα 1922   Σκοτώθηκε στα 1944)

 

Κείτεται τώρα ξαπλωμένος

κι αγναντεύει τις ευθυγραμίες

Που σχίζπυν το κορμί του κάθετα

Νέος είκοσι δύο χρόνων

Και τα ξανθά του μαλλιά θα σπίθιζαν στον ήλιο

Και στα μάτια του τα γαλανά θα διάβηκεν η επιθυμία

Και θα δάκρυζε το χώμα κάτω απ’ τα στέρεά του πόδια

Και θα ’σερνε τη μνήμη της μακρινής του πατρίδας

Είκοσι δύο χρονών

Και πλάι του    εκατοντάδες άλλοι

Μελετούν τις ίδιες ευθυγραμμίες

Και αναλογίζονται πως τα κουφάρια ους

Φκιαχτήκανε για σχήματα γεωμετρικά…

 

Είκοσι δύο χρονών

Το βάζο της ζωής σου κομματιάστηκε

Μες στα νεανικά σου χέρια

Και πρόωρα μουσκέψανε

Τα χρυσαφένια σου όνειρα

 

Κι ούτε ποτέ φαντάστηκες πως ανελέητα θα σε πύρωναν

Οι σκληρές ηλιαχτίδες

Και το κορμί σου θα έσμιγε

Με τα θλιμμένα δειλινά

Με τα καρτερικά βελάσματα

Με τα τζιτζίκια

Με τις χλιαρές βροχές

Και με το γαλανό ουρανό

Κι ούτε ποτέ θα σκέφτηκες

Πως ένα μπαρ θα ορθώνονταν σιμά σου

Που θα μαστίγωνε τ’ αυτιά σου με τραγούδια

Και χα χα χα  Εγγλέζων μεθυσμένων!..

 

ΘΙΑΣΟΣ ΤΗΣ  KRAFT  DURCH  FREUDE  σελ.47

 

Κι η νέα γυναίκα μίλησε

Ονομάζομαι Ούρσουλα Μπαχ

Τραγουδίστρια στην  K.D.F

Με σκότωσαν

Πάνω στα είκοσι τέσσερα χρόνια μου

Ήταν άνοιξη και λύγιζαν οι πόθοι

Και φούσκωναν οι αγέρηδες

Κι ατέρμονες βροχές οι επιθυμίες

Σ’ ανυπόταχτα πέλαγα

Οι ματιές αρμένιζαν

Χαράζοντας στα γλυφά νερά

Τις  νευραλγίες των ίσκιων

Εγώ τραγουδούσα

Κι η φίλη μου Χάνι  φον  Χαλ

Χορεύοντας  ξυπνούσε

Ορμές παντοδύναμες στην ψυχή του στρατού

Μια νύχτα

Οι σπασμοί μας ενώθηκαν

Με του τρένου

Το καυτό βαριανάσεμα

Με τις ράγες τις σπασμένες

Με τα ξεφωνητά

Και κατόπι αίμα  και  φωνές   αίμα πολύ

Κι ολοτρόγυρα

Σουβλερή ερημιά

Τραγουδίστριες  χορεύτριες   θεατρίνες του K.D.F.

Έξι γυναίκες μέσα στους εξακόσιους

Άλλοτε

Τι παλμός   τι ρίγη   τι ευαισθησίες

Τώρα

Όλος ο θίασος ανάσκελα ατενίζει

Του φεγγαριού  το αιώνιο ταλάντεμα

Και ξαπλωμένοι τριγύρω

Ανέγγιχτοι από πάθη  κι  αδιάφοροι

Οι στρατιώτες

Συντροφεύουν

Τον ήρεμο ύμνο σας

(από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)

 

ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟ ΜΕ ΤΣΑΜΠΙΟΣΤΑΦΥΛΛΑ

(…  με αγριοτριανταφυλλιές  και  με βατόμουρα… )

 

Τούτο το καλοκαίρι   Θα σφύζει από παράνομους έρωτες   Στολισμένους με ανεμώνες   Κι οι κάτασπρες πλάκες   Θα κάνουν ηλιόλουτρο   Και θ’ αγναντεύουν τον ήλιο χωρίς ματογυάλια   Κι οι σάρκες τους θα πυρπολούνται   Και θα μαυρίζουν   Κι ο Herbert Navratil   Αξιωματικός των Ταγμάτων Εφόδου   Και της Αστυνομίας των Ες Ες   Απρόσιτος στη βλοσυρότητά του   Θα επιβλέπει   Την τάξη  και  την ακινησία   Η ζωή δεν τον θέλησε   Τον ξεπροβόδισε βιαστικά στα είκοσι ένα του χρόνια   Στέλνοντας το κατόπι του μιαν αίγλη   Και τα πλατάνια τον έκλαψαν   Και τα δάκρυά τους μπλέχτηκαν   Με τη θανατερή σιγή   Τώρα μάταια ψάχνει να βρει   Τ’ αργυρά παιχνιδίσματα   Τις ματιές του άσκοπα φιδοσέρνει   Στων ξανθών μπαλαρίνων τις γάμπες   Που μπροστά του χορεύουν   Και θλιμμένα στοχάζεται   Πως δεκάξι μέρες ακόμη   ΑΝ τον έλουζε ο ήλιος   Τα είκοσι ένα του χρόνια γιομάτα   Θ’ αντίκριζαν τη ζωή [ΑΣΥΜΠΛΗΡΩΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ (26  VII. 1923  - 10  VIII. 1944) από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής 1949, από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΕΝ ΟΛΩ – ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943 – 1997, ΑΓΡΑ]

Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 2024

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ