(…ναν τον κωλοσύρουμε όξω, στον ελεύθερον αγέρα…)
Ναν του βάλουμε μια σειρά λαμπερά άστρα –κοσμήματα - στο μέτωπο
και ν’ αντικαταστήσουμε, μέσα στην καρδιά του,
το μίσος του προς τους ανθρώπους με την φλογερή αγάπη προς αυτούς.
Μα πως, κύριε, επιστέψατε πραγματικά πως είτανε δυνατό
να το πούμε επιτυχία, και μεγάλη
μάλιστα,
αυτό που επλημμρίσατε τον βαθύτερο
εαυτό σας
με μωροφιλοδοξίες, με απληστία για επίδειξη κι επικράτηση,
με άμετρη πλεονεξία μέσα στη στενή περιοχή του επιτηδεύματός σας, ή και
πέραν αυτού;
Μα πώς, Κύριε, θα συχωρέσετε ποτέ αυτή την κατάντια των πλασμάτων της
δημιουργίας σας;
Όχι, του ανθρώπου του πρέπει να ζει με το μέτωπο ψηλά,
τα στήθια ξέσκεπα, την καρδιά ορθάνοιχτη σε κάθε αίτημα
που δυνατόν ποτέ ν’ αντηχήσει γύρωθέ του.
Ακριβώς όπως ο λύκος, που είπαμε,
μέσα στο θολάμι του!
[Η ΠΕΙΡΑ,
επιστολή προς ψευδοφιλόσοφο τινά, συνάμα δε μία τελείως άσχετη προσευχή
από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους
πίνακες και ένα σχέδιο, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1978 ]
Από τη ίδια
συλλογή ανθολογούνται:
ΣΟΝΕΤΤΟ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟ, το
γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου να διέκρινε άραγε των ροδόδενδρων την αρμονία;
ΠΟΙΗΜΑ –
ΑΠΟΜΙΜΗΣΙΣ ΠΟΛΛΩΝ ΨΑΛΜΩΝ αρμοσμένο γι’ αποκλειστικά ανδρική χορωδία σ’
εκκλησιαστική μουσική του Ιωάννου Σεβαστιανού Μπαχ και
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
ΑΝΘΟΛΟΓΟΥ ΤΗΣ «ΥΨΗΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ», Σε τι
κατεσπατάλησες πάλε τη νύχτα χτες που
μας επέρασε
Η ΕΙΚΩΝ, Τα σκυλιά π’ αλυχτούν μέσα στη νύχτα…
ΤΟ ΛΙΚΝΟΝ Ο ΛΥΧΝΟΣ,
Πάντοτε αγαπούσα – με πάθος – κάθε εκδήλωση της ζωής… και
ΙΚΕΣΙΑ, Η Νύχτα διαδέχεται την ημέρα. Και ως η μέρα είναι η περιοχή των δένδρων και
των λουλουδιών, έτσι κι η νύχτα είναι η περιοχή των φαντασμάτων και των
κρουνών!..
ΣΟΝΕΤΤΟ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟ
(από τη συλλογή του Νίκου
Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ)
το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδενδρων την αρμονία;
όχι – όχι - μιαν απέραντη ηθικολογία
δε θα βοηθήση να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο
να ελπίζης – να ελπίζης πάντα - πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
-που τους ρημάζει η τρομερή «ευκολία»
-
θα συναντήσης απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη –πόθος ευγένειας- ηρεμία
ίσως όχι πολλές –ίσως να ’σαι άτυχος: καμία –
τότες εσύ προσπάθησε να γενής καλλίτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ισορροπία
άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζωνται πως κάνουν κάτι
συ σκέψου –τώρα πια - με τι γλυκιά γαλήνη
προσμένεις να ’ρθει η ώρα να ξαπλώσης στο παρήγορο του θανάτου κρεβάτι!..
ΠΟΙΗΜΑ – ΑΠΟΜΙΜΗΣΙΣ ΠΟΛΛΩΝ ΨΑΛΜΩΝ…
(… αρμοσμένο γι’ αποκλειστικά
ανδρική χορωδία σ’ εκκλησιαστική μουσική του Ιωάννου Σεβαστιανού Μπαχ…)
κατάρα – Κύριε - σ’ όποιον
επιβουλεύτηκε το ψωμί του ποιητού
κατάρa –Κύριε - σ’
εκείνον όπου έβαλε βέβηλο χέρι
στα λιγοστά χρήματα του πτωχού ζωγράφου
που ’κλεψε τη δεκάρα
από την τεταμένη την ταπεινή
του διακονιάρη φούχτα
κατάρα!
χαράμι!
φαρμάκι θα γένη το ψωμί!
και το κλεμμένο νόμισμα:
καρφί πυραχτωμένο στ’
άσπλαχνα τα στήθη
αυτών που έστερξαν τις
ανομίες
σ’ αυτούς π’ αδίκησαν τη
φτωχή χήρα
που εβαρέσαν το
απροστάτευτο παιδί
που σπάσανε το πήλινο του
διψασμένου τάσι
που αρνήθηκαν στον άρρωστο
συμπόνια
που κορόιδεψαν το λεπρό χτύπησαν τον τρελό
και τον τυφλό παραπλανήσαν
που δυσκολέψαν τη ζωή του
ανήμπορου
στους ψεύδορκους στους ατιμάσαντες
σ’ αυτούς που βασανίσανε
Οβραίους είτε Χριστιανούς
μεσ’ στ’ άνομα στρατόπεδα
της Γερμανίας
υπάρχει Θεός!
η μέρα περνά η ώρα περνά
«η κοινωνία γελά»
σώζονται τα προσχήματα
όμως αυτός δεν το κατάλαβε
που έπεσε να κοιμηθή αφού
διέπραξε την ανομία
πως ξημερώθηκε και ξύπνησε
και περπατεί
πλέον μεσ’ στη φοβερή
μαυρίλα του θανάτου
(το στόμα του από τώρα
γέμισε χώματα)
κι αυτού που ψεύστηκε
κι αυτού που αδίκησε
κι αυτού που βάρεσε
θαν το πλερώσουνε και τα
παιδιά τους
και λόγο –οπωσδήποτε - θα
δώσουν
ίσαμε και
δέκατη πέμπτη γενεά
υπάρχει Θεός!
ετάζονται οι καρδιές και
τα νεφρά!
και πλάι απ’ τη σακάτικη
τη δικαιοσύνη των ανθρώπων
κρύφτεται η Ερινύα
βαθιά μέσα στον ίδιο
φταίχτη φωλιασμένη
αμείλιχτη ανελέητη
που καλά ρούχα και οφφίκια
και νομιμοφάνειες δεν ψηφά
που η καλοπέραση – μα προς
Θεού - δεν τηνέ νοιάζει
και τιμωρεί σκληρά
τους άμυαλους και τους
δειλούς που κάνουν το κακό
γιατί
υπάρχει θεός!
ε! συ επίορκε
-ναι συ όπου ψευδόρκησες -
εσύ που έβλαψες με τόσην
αλαφριά –τον πλησίον σου - συνείδηση
από τώρα ακούς στης
νεκρικής σου ακολουθίας τα ψαλσίματα
του πονηρού του πνεύματος
τα γέλια
να σαρκάζουν;
ε! ψεύτη αστέ όσο κι αν
προσπαθείς
τη μούρη σου
για συμπαθητική –κι ωραία ακόμη
- να μας δείξης
μη χάνεσαι:
τη λούζει ολάκερη
της έρημης ψυχής σου η βρώμα
κι η ανανδρία κι η ψευτιά
υπάρχει Θεός!
όπως του δίκαιου το κάθε
τι θε να γενή χαλάλι
ο ανομήσας – μη σας
νοιάζει - θα κριθη
ακούσατε τα λόγια αυτά του
ποιητή:
το άνομο ψωμί δεν ωφελεί
υπάρχει οπωσδήποτε Θεός:
τι κρίμα όμως ναν’ οι
ανθρώποι τόσο λίγοι!
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, Ίκαρος 1978]
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΟΥ ΤΗΣ «ΥΨΗΛΗΣ
ΑΓΑΠΗΣ»
(από τη συλλογή του
Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ 1978)
Σε τι κατεσπατάλησες πάλε τη νύχτα
χθες που μας επέρασε;
Σε τι μετάνοιες υπεβλήθης, σε τι
πειρασμούς υπέκυψες;
Σε καταλαβαίνω, το βλέπω στα κλαϋμένα
μάτια σου,
στα κλάυματα που στεγνώσανε την καρδιά
σου και το πετσί σου,
και σ’ τα κατάντησαν, δυστυχισμένε,
ωσαν κελάϊδημα πουλιού,
ωσάν τους ξεραμένους μπακαλιάρους που
ορτσάρουνε στο μεσιανό κατάρτι,
να υποκαταστήσουνε τις σημαίες των
τόσο ανιαρών φανατισμών.
Φέρε δω τα δυο μαύρα διαμάντια που
κρατάς στη φούχτα σου:
αυτά είναι η αγάπη!..
Κι αυτό που κρατάς μέσα στην τζέπη του
βρακιού σου, πέταχ’ το μακριά:
είναι το περβάζι της αμαρτίας,
είναι το σαράκι που τρώει τα σωθικά
των «ντερτιλήδων»,
είναι η Αψίδα του Θριάμβου απ’ όπου
περάσανε το λείψανό σου, Βενιαμίν Peret
Η ΕΙΚΩΝ
τα σκυλιά που αλυχτούν μέσα στη νύχτα
ο βαθύς
ίσκιος των δένδρων
το πρωινό
κελάδημα του κορυδαλλού
το
τραγούδι του νερού που τρέχει απ’ την πηγή
τι
ανταμοιβή –η μόνη-
για τα
βαλαντώματα τους γόνους τις οιμωγές
αυτών που
πρόλαβε η καταιγίδα
αυτών που
τους εβασάνισαν τα πονηρά δαιμόνια
αυτών που
αισθάνθηκαν - οδυνηρά βέβαια -
όλες τις
αποχρώσεις και των αισθημάτων και των χρωμάτων
το
ρέκασμα της αγωνίας
και τ’
απαλό μινύρισμα της τρυγόνας
ας
ρίξουμε λουλούδια εκεί που εστάθηκε το τέρας
ας
οδηγήσουμε στα ευεργετικά φρέατα τους «απολύτους εραστάς της αληθείας»
ας
ορκιστούμε πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ
ΤΟ ΛΙΚΝΟΝ Ο ΛΥΧΝΟΣ
(… πάντοτε αγαπούσα - με πάθος – κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε ο θάνατος…)
τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δεν θα ’θελα να πεθάνω πια
ποτέ
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, Ίκαρος 1978 με επιμύθιο την ΙΚΕΣΙΑ του Ποιητή από τη σελίδα 25 της συλλογής]:
Η νύχτα διαδέχεται
τη μέρα. Και ως η μέρα είναι η περιοχή
των δένδρων και των λουλουδιών, έτσι και η νύχτα είναι η περιοχή των
φαντασμάτων και των κρουνών. Τοποθετείς
τη σκάλα στον τοίχο, και με πολλή - πολλή προσοχή περνάς «απ’ την άλλη μεριά». Αντιλαμβάνεσαι ψιθύρους, σαν θρόϊσμα νεκρών
φύλλων, και το κελάρυσμα των νερών, τον σχεδόν ανεπαίσθητο θόρυβο που κάμνει η
ρόδα του μύλου. Ένας τροχός, ένα
αλέτρι, αστέρια κι αρχίζουν τα θαύματα και τα μάγια της νύχτας. Με τα
χείλια κολημμένα στ’ άσπρα της πόδια, στοχάσου καλά, λέγε μέσα σου πως δεν θα
πάψης ποτέ να ελπίζης, πως δεν θα πάψης ποτέ να πιστεύης, πως δεν πάψης ποτέ να
ικετεύης, πως δεν θα πάψεις ποτέ να επιστρατεύης όλη την αγάπη, που έχεις μέσα
σου κρυμμένη, ενάντια στις δυνάμεις του κακού!..
Δευτέρα, 4 Δεκεμβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου