Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

ΚΟΙΜΟΥΜΑΙ ΚΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΞΑΓΡΥΠΝΑ

 (…κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό  και  το δοιάκι 

και πώς  ανθοβολά το νερό στο τιμόνι… - ΟΝΕΙΡΟ)


Και βλέπεις το φως του ήλιου καθώς έλεγαν οι παλαιοί.

Ωστόσο νόμιζα πως έβλεπα τόσα χρόνια

περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα

συντυχαίνοντας ανθρώπους με τέλειες πανοπλίες·

παράξενο, δεν πρόσεχα πως έβλεπα μόνο τη φωνή τους.

Ήταν το αίμα που τους ανάγκαζε να μιλούν,  το κριάρι

που έσφαζα  κι έστρωνα στα πόδια τους·

μα δεν ήταν το φως εκείνο το κόκκινο χαλί.

Ό,τι  μου λέγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω

όπως όταν σε κρύψουν κυνηγημένο νύχτα σε στάβλο

ή φτάσεις τέλος το κορμί βαθύκολπης γυναίκας

κι είναι γεμάτη η κάμαρα πνιγερές μυρωδιές·

ό,τι  μου λέγαν δορά  και  μετάξι.

 

Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου·

το χρυσό δίχτυ

όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια

που ένας μεγάλος άγγελος τραβά

μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.

 [ΑΓΙΆΠΑΝΑ  Α΄ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή

του Γιώργου Σεφέρη  ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ 1955   

(Στον κόσμο της Κύπρου,  Μνήμη κι αγάπη

 

Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν

 

 


Από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ αποδελτιώνονται  εδώ τα ποιήματα:

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ,  Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί… 

ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤΟΙ ΤΗΝ ΘΕΟΝ… Λάδι στα μέλη…

ΕΛΕΝΗ,  Τα’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες…

ΑΓΙΆΠΑΝΑ Β,  Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά τρελός ο αγέρας έπαιζε…

Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ,  Ο Τζουάν Βισκούντης είχε γράψει την αλήθεια…  και επιμύθιο

ΜΝΗΜΗ Α΄  και η θάλασσα ουκ έστιν έτι…

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,

ο ουρανός είναι λίγος,  θάλασσα πια δεν υπάρχει…»

 

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Γ  1955)

Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί

σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ Άγιου Μάμα

παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου

εδώ  ή  αλλού,  τώτα, στα περασμένα:  χόρευε

μ’ ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.

Άγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό

και χάζευε ένα πέτρινος καμαροφρύδης

σε μια γωνιά της στέγης.

 

Τότες ήρθε ο καλόγερος·  σκουφί,  κοντόρασο, πέτσινη ζώνη,

κι έπιασε να πλουμίζει τη κολόκα.

Άρχισε απ’ το λαιμό:  φοινικιές,  λέπια  και  δαχτυλίδια.

Έπειτα, κρατώντας στην πλατιά παλάμη τη στρογγυλή κοιλιά,

έβαλε τον πυραυλακιστή,  τον παραζυγιαστή,

τον παραμυλωνά  και τον κατάλαλο·

έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια  και  την αποκαλόγρια·

και στην άκρη, σχεδόν απόκρυφο, τ’ ακοίμητο σκουλήκι.

 

Ήταν ωραία όλα αυτά,  μια περιδιάβαση.

Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο -  τ’ αλακάτιν,

κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα  και  μισό στο νερό,

γιατί δοκίμασες να τη ξυ[νήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε.  Κι εκείνη την κραυγή

βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

 

ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤΟΙ ΤΗΝ ΘΕΟΝ…

Λάδι στα μέλη

ίσως ταγγή μυρωδιά

όπως εδώ στα λιόμυλο

της μικρής εκκλησιάς

στους χοντρούς πόρους

της σταματημένης πέτρας.

 

Λάδι στην κόμη

στεφανωμένη με σκοινί,

ίσως κι άλλα αρώματα

που δε γνωρίσαμε

φτωχά και πλούσια

κι αγαλματάκια στα δάχτυλα

προσφέροντας μικρούς μαστούς.

 

Λάδι στον ήλιο·

τρόμαξαν τα φύλλα

στου ξένου το σταμάτημα

και βάρυνε η σιγή

ανάμεσα στα γόνατα.

Έπεσαν τα νομίσματα·

«Επικαλέω τοι  την θεόν…»

 

Λάδι στους ώμους

και στη μέση που λύγισε

γρίβα σφυρά στη χλόη,

καθώς σημαίναν τον εσπερινό

καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο

μ’ ένα σακάτη.

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΤΣΡΩΜΑΤΟΣ Γ 1955]

 

ΕΛΕΝΗ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Γ  1955)

ΤΕΥΚΡΟΣ

... ἐς γν ναλίαν Κύπρον, ο μ’ θέσπισεν

οἰκεν πόλλων, νομα νησιωτικόν

Σαλαμῖνα θέμενον τς κε χάριν πάτρας…

ΕΛΕΝΗ

Οὐκ λθον ς γν Τράδ’, λλ’ εδωλον ν…

ΑΓΓΕΛΟΣ

Τί φῄς;

Νεφέλης ἄρ’ λλως εχομεν πόνους πέρι; (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ)

 

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

 

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες∙  δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

 

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»


Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών∙

                                                η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.

                                                Το φεγγάρι

βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙

σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ’βρει

την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.

Που είν’ η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

 

Αηδόνι ποιητάρη,

σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ’λεγε;– η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:

«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.

«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

 

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

το ανάστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.

                        Και στην Τροία;

Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν

πλάσμα ατόφιο∙

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

 

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου;

                        Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,

τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

 

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

 

Δακρυσμένο πουλί,

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών∙

                                                αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

 

ΑΓΙΆΠΑΝΤΑ,  Β΄ 

(άνοιξη 1156 – στίχοι για μουσική)

Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά

τρελός ο αγέρας έπαιζε

με τα πουλιά με τα κλωνιά

και δε μας έκρενε

 

Ώρα καλή σου, ανάσα της ψυχής,

ανοίξαμε τον κόρφο μας

έλα να μπεις  έλα να πιεις

από τον πόθο μας

 

Κάτω απ’ την γέρικη συκομουριά

ο αγέρας σκώθη κι έφυγε

κατά τα κάστρα του βοριά

και δεν μας έγγιξε.

 

Θυμάρι μου και δενδρολιβανιά,

δέσε γερά το στήθος σου

και βρες σπηλιά  και βρες μονιά

κρύψε το λύχνο σου.

 

Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού

δεν είναι της ανάστασης

μα είναι της φωτιάς και του καπνού

της ζωής της άχαρης.

 

Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά

στεγνός ο αγέρας γύρισε·

οσμίζουνταν παντού φλουριά

και μας επούλησε.

 [από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΤΣΡΩΜΑΤΟΣ Γ 1955]

 

Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ

... ως γοιόν ηξεύρετε και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον

πλημμελά τον εκόμπωσε τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν…

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Ο Τζουάν Βισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.

Πώς πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Τερουχάς

πώς βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα

πώς άρχισε το πράμα, πώς ξετέλειωσε,

όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια

το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.

Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη Φραγκιά στο ρήγα

το ξέραν οι συβουλατόροι.

Όμως τώρα

συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν

την Κορόνα της Κύπρου και των Ιεροσολύμων·

τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουντ

η ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε

απ’ τη μεγάλη τη γενιά των Καταλάνων·

κι είναι ανελέημονες οι Καταλάνοι

κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν

τίποτε δε θα το ’χαν ν’ αρματώσουν και να ’ρθούνε

και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιο τους.

Είχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες·

από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.

 

Πως ο Βισκούντης ήταν τίμιος και πιστός

βέβαια το ξέραν· όμως βιάστηκε,

φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.

Ήταν αψύς ο ρήγας, πώς δεν το λογάριασε;

και μπρούμουτα στον πόθο της Λινόρας.

Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της

και το ’παιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν·

και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος

πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι·

γράφουνται τέτοια λόγια σ’ έναν άρχοντα;

Ήταν μωρός. Τουλάχιστο ας θυμούνταν

πως έσφαλε κι ο ρήγας· έκανε το λιγωμένο

μά ειχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.

 Αναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα

πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη

κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της

πινάκι το πινάκι το σιτάρι.

Και το χειρότερο - δεν το χωράει ο νους –

αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας

γεννήθηκε στο ζώδιο του Αιγόκερω,

πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι

τη νύχτα που ήταν στον Αιγόκερω η σελήνη

να γράψει τί; για κέρατα και κριάρια!

Ο φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.

Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε

πού ειναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος

είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.

Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του

παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.

 

Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα

και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα

προσκύνησαν και τού ειπαν πως ο Τζουάν Βισκούντης

είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.

 

Κι ο Τζουάν Βισκούντης πέθανε απ’ την πείνα σε μια γούφα.

 Μα στην ψυχή του ρήγα ο σπόρος της ντροπής του

άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα

τό ’παθε να το πράξει και στους άλλους.

Κερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει·

τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν

και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.

 

Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα

ώς την αυγή τ’ Άγι’ Αντωνιού, μέρα Τετάρτη

πού ηρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν

από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.

«Και τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης

ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν»  λέει ο χρονογράφος

«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγειτ

α λυμπά του με τον αυλόν και τού ειπε:

Για τούτα έδωκες θάνατον!».  Αυτό το τέλος

όρισε για το ρήγα Πιερ ο δαίμων της πορνείας.

 

 Η ΜΝΗΜΗ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΠΟΝΕΙ… 

(…ο ουρανός είναι λίγος,  θάλασσα πια δεν υπάρχει…) 

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·  ήταν έρημη η νύχτα  το φεγγάρι στη χάση  και  μύριζε το χώμα απ’ την τελευταία βροχή.   Ψιθύρισα:  «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονει,  ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,   ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».   Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αυτή τη φλογέρα  που μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή του είπα καλησπέρα·   οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό·   ξυπνούν,  ξυρίζονται  κι  αρχίζουν μεροκάματο το σκοτωμό,  όπως κλαδεύεις  ή  χειρουργείς,  μεθοδικά,  χωρίς πάθος·  ο πόνος νεκρός σαν τον Πάτροκλο  και  κανείς δεν κάνει λάθος.   Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό  κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο   αυτόν που με βλέπει πέρα απ’ τη νύχτα μες απ’ το φως μου  που υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά,  οι καρδιές γυμνές  κι η αγάπη που ανήκει και στις Σεμνές  καθώς και στον άνθρωπο  και  στην πέτρα  και  στο νερό  και στο χορτάρι  και στο ζώο  που κοιτάει κατάματα το θάνατο  που έρχεται να το πάρει.   Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτι  κι  έστριψα στο περβόλι μου  κι  έσκαψα  κι  έθαψα το καλάμι   και πάλι ψιθύρισα:  «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,  πως λάμπουν την άνοιξη τα δένδρα  θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,  θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι  το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·  είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει».  Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι!..   [ΜΝΗΜΗ Α΄ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ΄  1955]

Δευτέρα, 1 Δεκεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

SO LONG, MARIANNE ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ

  [Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα.  Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής. Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ