(… θε μου τι
απέραντο παντού και τι βάθος γκρεμός το απέξω… - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ)
(… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του
«Μοναδική αιτία τα γηρατειά του» γνωμάτευσε ο γιατρός.
Και με πικρό χαμόγελο «μακάρι να φτάναμε κι εμείς στα χρόνια
του» είπε
«Ζωή σε
σας» μας εύχονται γνωστοί και φίλοι
-τι θα μπορούσαν να ευχηθούν στον εκλιπόντα; -
«Να ’στε καλά να τον θυμάστε» λένε…)
Βέβαια θα σε θυμόμαστε πατέρα
Όμως αυτό τι τάχα θα ωφελήσει;
Το ζήτημα είναι εσύ τι κάνεις
τώρα
Τι σου απομένει
απ’ όλα εκείνα
-να μην τα
λέμε… τα γνωστό –
που τόσα χρόνια
συγκρατούσαν τη ζωή σου
σαν τα δοκάρια
που κρατούν τη στέγη
Τίποτα πια… τίποτα πια πατέρα
Κι εμείς μόνο να σε θυμόμαστε μπορούμε
κοιτάζοντας την
άδεια πολυθρόνα
την άδεια θέση
που είναι παρουσία
όχι δική σου
βέβαια τώρα πια
μα του κενού που
απόμεινε πίσω από σένα
που ως τώρα δεν
το βλέπουμε μα ωστόσο
πάντοτε υπήρχε
εκεί στην ίδια θέση
θαρρείς κρυμμένο
μέσα στη μορφή σου
στο βλέμμα
σου στα λόγια ή στη
σιωπή σου
και τώρα ξαφνικά
προβάλλει εμπρός μας
απρόσωπο και
παγερό
να μας θυμίζει
πως ήσουν μια
παραλλαγή του!..
[Ο ΕΚΔΗΜΗΣΑΣ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009
Κι άλλες
επιλογές από την πρώτη ενότητα της συλλογής
ΝΕΚΡΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]
Η
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ
ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009)
Καλώς
ήρθες Μαρία στην ερημιά μας
έφερες
την αγάπη στην άγρια χώρα μας
όμως
Εσύ
θα
μπορέσεις να κρατήσεις στην αγκαλιά σου
τη
βαριά σιωπή του δάσους όταν νυχτώνει;
Θα
μπορέσεις να κρατήσεις το βάρος
της ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Μαρία;
«Μαρία
της παιδικής εποχής» Η Περσεφόνη των
γυρισμών
Κι
όμως την ξαναβρήκα την Μαρία
Χρόνια
μετά την παιδική ηλικία
Σ’
ένα μπαράκι της οδού Διδότου
καθισμένη
στο τρίποδο πνιγμένη
στους
καπνούς σαν μια σύγχρονη Πυθία
«Ω!..
μα και βέβαια σε θυμάμαι» μου ’πε
«Και
σένα κι όλα εκείνα που γιομίζαν
μ’
αφροντισιά την παιδική ζωή μας
Το
μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι
την
μπουκαμβίλια στην παλιά καλύβα
την
κρύπτη μας στην αχυραποθήκη
Τίποτα
δεν λησμόνησα μα ωστόσο
τώρα
είμαι εδώ και προσπαθώ να ζήσω
να
κρατηθώ στη χώρα των πραγμάτων
Όχι
δεν είμαι φάντασμα δεν είμαι
νεκρή ποτέ δεν πέθανα και
τότε
που
επέστρεφες απ’ το νεκροταφείο
τόσο
σκοτεινιασμένος απ’ τη θλίψη
καθώς
θαρρώ σου το ’χα ψιθυρίσει
πως
είμαι ζωντανή
και
πως μια μέρα
σίγουρα
θα ξαναβρεθούμε κάπου
στου
κόσμου το μεγάλο πανηγύρι
Όμως
περνούν τα χρόνια κι έχω μάθει
μόνο
σ’ αυτούς τους χώρους να κοιτάζω
που
περιφέρω το φθαρτό μου σώμα
Και
τι ωφελεί να βλέπεις παραπέρα;
Σκιά
το παρελθόν μα και το μέλλον
ανύπαρκτο φανταστικό
μια πάχνη
που η
τύρβη και το φως τη διασκορπίζουν
Λοιπόν
τι λες θα πιούμε κάτι ακόμα;
ΝΕΚΥΟΜΑΝΗΣ
Κυκλοφορούν
πολλοί νεκροί στην πόλη
ανέμελα
βαδίζοντας
ανάμεσα
στους άλλους συμπολίτες
Λες
και δεν έχει τίποτα συμβεί
λες
και δεν έχουν προ καιρού εκδημήσει
Χαμογελούν
σαλεύουν
το κεφάλι
μας χαιρετούν
όμως εγώ θυμάμαι
Θυμάμαι
τα’ αγγελτήρια του θανάτου
τ’
αναρτημένα στις γωνιές των δρόμων
Τα
τυπικά «Τον πολυαγαπημένο…»
Όνομα επώνυμο
ηλικία θανόντος
την
ώρα τον ναό τους τεθλιμμένους
Θυμάμαι
κάποιους
που σταματούσαν και διαβάζαν
αδιάφοροι
σχεδόν
περαστικοί
που
βιαστικά και πάλι αναχωρούσαν
Κι άλλους
με κάποια θλίψη στη ματιά
με
μια σκιά στο βλέμμα τους
για
εκείνον που χθες ήταν ακόμη ζωντανός
και
τώρα πια
ταξιδευτής
του αγνώστου
Θυμάμαι
την ημέρα της κηδείας
Άλλοτε
καλοκαίρι με λιοπύρι
με τα
τζιτζίκια του νεκροταφείου
παράφορα
να τραγουδούν
αδιάφορα
για το δικό μας πένθος
Κι
άλλοτε πάλι
μέρες
φθινοπώρου
να
στρώνονται τα πεθαμένα φύλλα
να ψιχαλίζει
πληκτικά
να
στάζουν
σταγόνες
θλίψης τα κλαδιά των δένδρων.
Πολλές
φορές χειμώνας
να
φοράμε
βαριά
παλτά και μάλλινα πουλόβερ
χιονόνερο
να πέφτει
να
φυσάει
βαθύς
αγέρας σαν απ’ άλλον κόσμο!..
Κι
εγώ πάντα παρών
εγκάρδιος
φίλος
συνάδελφος συνάνθρωπος
συμπάσχων
εθελοντής
ληξίαρχος από μνήμης…
Και
τώρα
πάλι
εδώ λοιπόν
εκείνοι που κλάψαμε γι’ αυτούς
ανάμεσά
μας
Να
περπατούν αμέριμνοι στους δρόμους
να
προσποιούνται τους απλούς διαβάτες
τους περιπατητές
δημόσιων κήπων
τους επισκέπτες
αξιοθέατων
Να
συναντιούνται κάποτε μαζί μας
να μας
κοιτούν να μας χαμογελάνε
να
χαιρετούν κουνώντας το κεφάλι
Ω!..
σταματήστε αυτή την κωμωδία
Δεν
είστε εδώ δεν είστε ανάμεσά μας
Είστε
από χρόνια τώρα πεθαμένοι
καταχωμένοι
μες στη μαύρη γη
κρανία
λευκά κι οστά γεγυμνωμένα
Μην
προσποιείσθε συνεπώς και μη
θαρρείτε
πως λησμόνησα πως ίσως
έχασα
κάπου το λογαριασμό
πως
δεν τηρώ με προσοχή το αρχείο
Προπάντων
αφήστε
τους αστεϊσμούς
τους τρελούς
υπαινιγμούς
πως
ίσως είμαι κάποιος από σας
πως
μου διαφεύγει τάχα μια κηδεία!..
Η ΕΚΦΟΡΑ
Τέλειωσε
πια η ακολουθία
Γιατί
να πάμε μέχρι εκεί;
-Πόσο
βαραίνει η Κυριακή
πίσω
από μια μουντή κηδεία
Βήμα
νωθρό και κουρασμένο
Πρόσωπα
γύρω μας θολά
-κάποιος
ξεχνιέται και γελά
κάποιος
μιλά για πεπρωμένο
Αύριο
και πάλι στο γραφείο
Χειμώνας Νύχτωσε νωρίς
Προς
τι λοιπόν ν’ αργοπορείς
στο σκυθρωπό
νεκροταφείο;
Πάνω
απ’ το λάκκο μαζεμένοι
Ζηλεύω
αυτούς που βλέπουν ματς
μασούν
φιστίκια πίνουν σκατς
Τι
αργά που η κάσα κατεβαίνει!..
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009]
Η ΣΠΙΘΑ
ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ (θρύλος)
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009)
Όταν
οι Τούρκοι μπήκανε στην Πόλη
την
άγια μήτρα της Χριστιανοσύνης
και
τα ιερά και όσια βεβηλώναν
σφάζοντας κι
ατιμάζοντας
κι
ενώ
τριακόσια
τόσα χρόνια σημαίναν
θρηνώντας
την καταστροφή
και
δάκρυζαν της Παναγίας τα μάτια
-μιας
κι ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει
–
λένε
πως ένα τόσο δα αγγελούδι
πέταξε
στο πεδίο των μαχών
κι
άρπαξε του αυτοκράτορα τη σπάθα
Άοπλος
βρέθηκε λοιπόν ο Κωνσνταντίνος
ανάμεσα
στα στίφη των απίστων
και
τότε είναι που φώναξε με τη βαριά φωνή του
«δε
βρίσκεται ένας χριστιανός να πάρει την
ψυχή μου;»
και
τα λοιπά και τα λοιπά
Μα η
σπάθα;
Πού
να την πήγε και γιατί
το νιόκοπο αγγελούδι;
Κανείς
ποτέ δεν πήρε την απόκριση
Ψίθυροι
μόνον κυκλοφόρησαν στη χώρα
φήμες
ανεξακρίβωτες πως τάχα
χρόνια
μετά την αποφράδα ημέρα
μια
ομάδα αγίων στο σπαθί μετέφερε κι
απίθωσε
πάνω
στο σώμα του σεπτού Αυτοκράτορα
-το
άλιωτο σώμα το εύοσμο το τρισευλογημένο –
για
να το βρει σαν θα ξυπνήσει ο Ρήγας
και
πως μ’ αυτό
πιο
κοφτερό και λαμπερό από πρώτα
θα
βγει στις πόρτες και στις εμπατές
τον
νικηφόρο αγώνα να τελέψει
Και
λένε ακόμα οι φήμες πως πρωτύτερα
τούτη
τη σπάθα την αυτοκρατορική
που
από ’να σ’ άλλον βασιλιά πηγαίνει
σε
μια προσευχητήρια τελετή
πλήρη
δακρύων και θαυματουργίας
στις καθαρτήριες
φλόγες τη βύθισαν
για
να καούν του γένους τ’ ανομήματα
και
να σβηστούνε τ’ ανεξίτηλα ίχνη
-τόσων
αιώνων αμαρτίες και πάθη
που
θόλωσαν το βλέμμα του Θεού
κι
άνοιξε την Κερκόπορτα στα στίφη –
Όσο
για ’μας που έχομε ζήσει
σ’
όλους τους ύστερους καιρούς
-απ’
την ημέρα του χαμού
ως της
ανάστασης τη ζείδωρη ώρα –
μοιραία
σωρεύοντας καινούργιες αμαρτίες
λένε πως δεν υπήρξαμε ποτέ
παρά
μονάχα σαν σκιές ονείρων
-ονείρων
εφιαλτικών –
μέσα
στον ύπνο τον τεταραγμένο
του
σεβαστού μας Αυτοκράτορα
και
πως θα διαλυθούνε παρευθύς
μόλις
εκείνος εγερθεί και οδεύσει
ΔΙΚΑΙΩΣΗ
Έστω
και μετά θάνατον
έγινες
πια κι εσύ ο «αγαπημένος»
Έστω
και μετά θάνατο
αξιώθηκες
κι εσύ το «θαυμασμό» μας
-αναποτρέπτως «έγκλειστον» σε λιγοστές σελίδες
αλλά «δεδηλωμένον» επί τέλους!..
Μπορεί
η ψυχή σου συνεπώς να νιώθει
δικαιωμένη και να
συνεχίζει
ήρεμη
τον μεταθανάτιο βίο
Έστω και «ολιγοσέλιδος»
ικανοποιημένος
πρέπει να ’σαι
Αφού
γνωρίζεις ασφαλώς
πόσο
ακριβά κοστολογείται η φήμη
και
πως εσύ δεν είχες χορηγούς
εθελοντές
χρηματοδότες
λάτρεις
της τέχνης ανιδιοτελείς
και
ποιος λοιπόν για σένα να φροντίσει
ποιος
και γιατί να σε νοιαστεί
έτσι
που ζούσες αφανής
σκιώδης
με
τον καφέ και την εφημερίδα
αθέατος
στις απόμερες γωνιές
άδειων
κατά κανόνα καφενείων
Τόσα
μπορούσαμε για σένα τόσα πράξαμε
Μη μας
κρατάς λοιπόν κακία - συχνά
η
ανάγκη δυστυχώς μας καθορίζει
Μας παρασύρουν
οι κακοί καιροί
Σύμβουλοι και
συνθήκες μας εκτρέπουν
Άνθρωποι
γαρ - μα εσύ μην αμφιβάλλεις
Με
θλίψη φίλε σ’ αποχαιρετούμε
Με
θλίψη και παραδοχή
και
γεύση ματαιότητας στα χείλη
Καλό
ταξίδι στο Υπερούσιο Φως
-
εκεί που σβήνουν όσα
τώρα λείπουν
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009]
ΑΠΟ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Π.Δ.
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
… Το
’νιωσα ωστόσο γρήγορα πως ήσουν
ένα
πουλί στην ξόβεργα πιασμένο
Πως
όσο και να χτυπούσα τα φτερά μου
μονάχα
με τη φαντασία πετούσα
Αιχμάλωτος
μιας αποτρόπαιης μοίρας
μιαν
αυταπάτη ζούσα ελευθερίας
Κι αν
ζήτησα καταφυγή στην τέχνη
-λίγα
ποιήματα και κάποιες μεταφράσεις –
όμως
δεν πίστεψα ποτέ
πως
από τα δεσμά μου θα ξεφύγω
Σύννεφα
σκόνης που ’πνιγαν το βλέμμα
οσμές
φθοράς μου ’φραζαν τα ρουθούνια
και
πίσω απ’ όλους τους εξαίσιους ήχους
πάντα
καμπάνες πένθιμες ηχούσαν…
Κι
έτσι λοιπόν επέστρεψα
σ’
αυτών των καπνοχωραφιών την ερημία
επιζητώντας
ν’ αποξεχαστώ
στην
άπλα ενός ακύμαντου τοπίου
Μες
στο στομάχι αυτού του αθέατου κήτους
που
μ’ έχει καταπιεί
και
με χωνεύει…
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Όχι δεν είμαι εγώ καθώς νομίζεις
Ο
άλλος είναι - αποκρυμμένος
αυτός
που κυβερνάει από τα βάθη
προκαθορίζοντας
πορεία και στόχους
Εγώ - μα
ποιος εγώ – παγιδευμένος
«αιχμάλωτος
μιας αποτρόπαιης μοίρας»
ο
ποιητής Πι Δέλτα
ή Γάμα Βήτα
ή
Ορέστης Αλεξάκης τέλος πάντων
δεν
είμαι παρά μόνον υπηρέτης
αγνώστου
Αυθέντη που ποτέ δεν είδα
και
που δεν έχω ακούσει τη φωνή του
γιατί
τα μάτια μου είναι σφραγισμένα
τ’
αυτιά μου βουλωμένα και τα χέρια
δέσμια για να μπορούν να κάνουν μόνο
τις
απολύτως αναγκαίες κινήσεις
Μοίρα
σκληρή - μα δεν παραπονιέμαι
Γιατί
οι ενδείξεις συνεχώς πληθαίνουν
πως
είναι κι
ο Αυθέντης μου τυφλός
κωφός βωβός
και
με το στήθος άδειο
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009]
ΑΦΗΓΗΜΑ
(από
τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009)
Τις
νύχτες του καλοκαιριού
-με ή
χωρίς φεγγάρι αδιάφορο –
κάτω
απ’ το κεντρικό καμπαναριό
κάθεται
πάντα σ’ ένα σκαλοπάτι
ακίνητος και
σιωπηλός
μέχρι
να φέξει
Χρόνια και χρόνια κάθε νύχτα εκεί
την
ώρα που όλοι οι χωριανοί κοιμούνται
με τα
χέρια ριγμένα στους μηρούς
και
το βλέμμα απλανές – έξω απ’ το χρόνο
Αμίλητος κι
ανέκφραστος σαν άγαλμα
που
δεν του φύσηξε πνοή ζωής ο γλύπτης
Χαράματα
σηκώνεται απ’ τη θέση του
και
φεύγει αργά κι αθόρυβα - σαν ίσκιος
Μέρα
δε φανερώνεται ποτέ
«Ζει
στο δικό του κόσμο» λένε οι φίλοι
«Άκακος
όμως ήσυχος πολύ
Έξω
από τους ρυθμούς των επιγείων»
Μια
νύχτα τόλμησα να πάω κοντά του
Λέξη
δεν είπε στον χαιρετισμό μου
Ό,τι
κι αν ρωτούσα αυτός σιωπούσε
Κύλησαν
ώρες… Πήρε να χαράζει
Μέχρι
που τόλμησα ξανά «Τι ψάχνεις»
«Στήνω το αυτί μήπως ακούσω»
μου ’πε
Και
βιαστικά συμπλήρωσε «Μα ως τώρα
τίποτα
δυστυχώς… σιγή θανάτου…
Μονάχα
μια αξεδιάλυτη βοή
σα να
κυλούν νερά σε υπόγεια τάφρο»
«Γιατί
επιμένεις;» ρώτησα και πάλι
«Έχω
καθήκον» μου αποκρίθη «Χρέος
που
με βαραίνει από γεννησιμιού μου
Να
στήσω αυτί
Να
στήσω αυτί
Κι ας μην ακούω…»
Ο ΑΧΙΝΟΣ
Την
ποίηση αν δεν υποχωρεί
μπορείς
να την βιάσεις
δεν
είναι δα πρωτόβγαλτη παρθένα
έχει
ασκηθεί στην πονηριά και την υποκρισία
Χρόνια
και χρόνια σου ορκιζόταν
αιώνια
πίστη και αφοσίωση
καταβροχθίζοντας
κομμάτια απ’ τη ζωή σου
για
μια παραίσθηση για μια παραφορά
που
τελικά κατέληγε στο κλάμα
Και
τώρα τάχα δε σ’ αναγνωρίζει
Σε
προσπερνά γυρνώντας το κεφάλι
Με
αμούστακα αγοράκια χαριεντίζεται
ανύποπτες
παιδούλες ξεμυαλίζει
Ου να
χαθεί… δε θα της κάνω το χατίρι
δε θα
την πιάσω απ’ τα μαλλιά
το
αραχνοΰφαντό της δεν θα σκίσω
Ξέρω
τι ψέμα κρύβεται από κάτω
τι
ματαιότης εγκοσμίων σαρκάζει
ποια
τρύπα καιροφυλακτεί
-ένδοξους κι
άδοξους μεγάλους και
μικρούς -
σαν
μαύρος αχινός να μας ρουφήξει!..
SAGESSE (αναφορά
στον Βερλαίν)
Κι
όλο θες να φύγεις απ’ το σώμα
και
ν’ ανηφορίσεις ουρανό
κι
όλο μάτι ανήλεο το κενό
σε
κρατά στο χρόνο και το χώμα
Κι
όλο θέλεις να κλείσεις την πληγή
που
γεμίζει νύχτα την ψυχή σου
κι
όλο ακούς το ρόγχο της αβύσσου
σαν
αρρώστου που ψυχορραγεί
Κι
όλο προσπαθείς να βρεις το λάθος
και
να μαθητέψεις ταπεινά
κι
όλο πάλι μέσα σου ξυπνά
σαρκοβόρο
αγρίμι το άγριο πάθος
Κι
όλο προσπαθείς ν’ αφουγκραστείς
κι
όλο προσπαθείς να βρεις σημάδι
μέχρι
που σε ζώνει το σκοτάδι
κι
έρχεται ο καιρός να βυθιστείς
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009]
ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ…
(…σάμπως
ποτέ για μας να μην υπήρξε… )
Ωραία λοιπόν μας τα ’πες Κωνσταντίνε… Μες στο βαθύ μας πόνο να σταθούμε περήφανοι καθώς ταιριάζει σ’ άνδρες που η Μοίρα δεν μπορεί να καταβάλει Κι όπως θα ηχούν ψηλά οι αθέατες άρπες «τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου» δίχως κλαυθμούς και
μάταιες ικεσίες την πόλη αυτή
που τόσα αγαπήσαμε την πόλη αυτή που
όλη η ζωή μας ήταν όχι ασυγκίνητοι μα
πάντως «ευπρεπείς» για πάντα ν’ αποχωριστούμε Σάμπως ποτέ για μας να μην υπήρξε Όμως υπήρξε Κωνσταντίνε Υπήρξε
Με τα βαθιά της πάρκα τις μεγάλες λαμπρές λεωφόρους με τα ωραία λουτρά της τους αρωματισμένους της κοιτώνες τα μαλακά σαν χάδι ανάκλιντρά ης - μάρτυρες τόσων στεναγμών αγάπης… Κι εξάλλου δε γεννιόμαστε ήρωες όλοι Λίγοι έχουν σφραφισθεί μ’ αυτή τη βούλα Οι άλλοι εμείς οι απείρως περισσότεροι άνθρωποι απλοί του καθ’ ημέραν βίου μεγαλωμένοι με το φόβο και τη
στέρηση και την ανίατη νοσταλγία για κάτι
που ωστόσο δε γνωρίσαμε ποτέ πώς
να σταθούμε αράγιστοι μπροστά στο φοβερό
ναυάγιο των ονείρων; Πώς να μην μας προδώσουν
οι οφθαλμοί; Να μη σαλέψει μέσα μας ο
κόσμος; [ΑΝΤΩΝΙΟΣ από τη συλλογή του Ορέστη
Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης]
Παρασκευή, 4
Απριλίου 2025