(… να πηγαίνουν παντού τα περασμένα……)
Αποκτούσα την
ικανότητα να προσποιούμαι
πως έλεγα ψέματα αλλά σε ποιον να μιλήσω
Από νωρίς συννέφιαζε
στα κάτω δωμάτια
Ο κήπος έγερνε από τη
μια μεριά
από την άλλη τον
ανασήκωνε ο αέρας
Ερχόντουσαν οι
γυναίκες η γριά υπηρέτρια δε μιλούσε
Έστρωνε κοιμότανε στη μέση του δωματίου
να μη τη φτάνει το
φεγγάρι παραμιλούσε
τα τρομακτικά σχήματα
των ονείρων της
Ξεφεύγανε παγωμένα νερά κάτω απ’ τις πόρτες
Τα ’βλεπα να ’ρχονται
κατά πάνω μου
διαλύοντας τον αέρα
Τα σώματα υπόγεια ρεύματα παράξενα κακτοειδή τα λόγια
Δεν καταλάβαινα
πώς έφτανε κάθε πρωί ως
το κρεβάτι μου
εκείνο το μασκαρεμένο
γέλιο τάχα
πώς έλαμπε ο ήλιος στα περβάζια τάχα
πώς μ’ αγαπούσε ο
ουρανός κατεβαίνοντας
ως μέσα στα σκεπάσματά
μου
Όλα προφάσεις ήτανε
Το κλάμα έμενε κλάμα
Κι η μέρα ύφαινε με μαύρα νήματα τον ερχομό της
[ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΟΤΑΝΕ από τη συλλογή της Ζέφης
Δαράκη ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992
εκλογή από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
1999]
ΗΤΑΝΕ ΑΡΓΑ ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΕ ΜΕ ΤΟ ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΛΙ…
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992)
Τα μαλλιά σκοτεινά
να κόβουνε το μέτωπο στη μέση
Το φόρεμά της σήκωνε τον αέρα και τη
σκόνη του δρόμου
Από τη καμινάδα έβγαινε καπνός
κανείς δεν ήξερε
γιατί δεν άνοιγε εκείνη η
σφηνωμένη σιωπή
και σα να γέμισαν τα ρούχα της
ανεξίτηλους λεκέδες φόβου
Βρέθηκε στο σπίτι δίχως κανείς να της ανοίξει
Φυσούσαν οι κουρτίνες αγριεμένες
προς τα πάνω
απ’ τον αέρα που στεκόταν κάτω
Και το νερό να στάζει από τη βρύση
σάμπως εκείνο
να ’χε κάτι πίσω του αφήσει προτού φύγει
Τότε πλησίασε άνοιξε τις παλάμες
της
Αφήνοντας το νερό να τρέχει επάνω τους ολόδροσα λόγια
Φρεσκολουσμένα μαλλιά είχε η μέρα
όταν έπαιζα στα υπόγεια με τον άλλο μου εαυτό
Ερχόταν και μ’ έραινε με το ίδιο μου το μυστικό
Ονειρευόμουν το σπίτι
να ξεκολλάει από τα έλη
Επάνω θορυβούσαν περιμένοντας τους
ξένους
Ήτανε πάντα μια ατέλειωτη στρατιά
κουρασμένων ανθρώπων
Άλλοτε ακούγονταν από το υπόγειο κλάματα
Αν δεν μπορείς γιατρέ πες το μου
φώναξε η τροφός
Τα δάκρυά της αγριοβότανα
αγκάλιαζαν τα πόδια του
Όλη νύχτα τιναζόμουν στ’ όνειρό μου
Από το Κοιμητήρι σφύριζε η καμπάνα
Αν δεν μπορείς γιατρέ πες το μου
φώναξε στ’ όνειρό της
Σιγά – σιγά το αίμα την ετύλιγε σαν ρούχο
Την άλλη μέρα βγήκε στο δρόμο
και ρωτούσε για κείνον
σα να σκόνταφτε πάνω σε κάτι
Ξανά γύρισε σπίτι σκύβοντας και
πιέζοντας το πόμολο της πόρτας
μ’ όλο το βάρος της φωνής της
Μαζεμένα πουλιά γύρω στη στέγη
σκοτείνιαζαν το πλεούμενο φως
Τρίζανε κάτω οι κουβάδες
απ’ το νερό που ανέβαζαν επάνω
Σαν κάποιος δίχως όνομα
αιώνια να ερχόταν
Στάθηκε στην αναλαμπή της πόρτας
και το τίποτα αφουγκραζόταν
που αλώνιζε στο ξέμπαρκο σπίτι
Άντεχε όμως εκεί
στημένο στη μονότονη μελωδία του ήλιου
Τότε κατάλαβε
ότι εκείνος είχε φύγει αν και
στα τζάμια θάμπωνε η μέρα
Λες και κάποιος ανάσαινε από μέσα
Έμπαινε στο δωμάτιο
το αναλφάβητο φως του δειλινού
είχε μονάχα ένα φύλλο
Κοιτούσα τα αθέατα λόγια
Εσύ που ταξιδεύεις τις στιγμές σου
σε παλιά πανιά
που λύνεις τις σιωπές σου με τραγούδα
δες πώς στερεύεις λίγο – λίγο το ποτάμι
και θα φανεί κατάξερη
η άρρωστη κοίτη γεμάτη σταυρωμένα
πουλιά
και μαύρα ξύλα
Θα πετάξει από τα βάθη της ο ουρανός
που σκύβεις και τον βλέπεις
αγκαλιασμένο με το πρόσωπο σου
Θα φέρνεις πίσω το κεφάλι
να δεις να λάμπεις πάνω σου
το ξέμπαρκο γαλάζιο μα
δε θα ξαναβρείς το βλέμμα του
ποτέ
το τρυφερό αυτό το βουερό
ανάποδο φως
Εδώ στο κατώφλι καθότανε η
τροφός
έραβε ένα σεντόνι
Από την άλλη μεριά σκιζότανε
Ποιος να ’ναι αυτός που χτυπάει
δίχως ήχο την πόρτα
Έπειτα αλλάζει τη φωνή του
«Πέρνα στον τρόμο του έξω» μου λέει
Μ’ αγκαλιάζει και
τρίζει στους τοίχους
φωτιά ο αέρας
ΜΕΡΟΠΗ
Πήγαινε για λίγο στο δωμάτιο των γέρων
η Μερόπη γιατί
οι μέρες τους γκρίζες πέτρες
πλάκωναν το φως άνθιζε λόγια και περνούσε
μεσ’ απ’ τα πληκτικά ημερολόγια
Δευτερόλεπτα γέλιου την ανασήκωναν
Την απίθωναν σε δροσερή πηγή σιωπής
Και επειδή βρισκότανε
σε μια αιώνια παιδική ηλικία
πήγαινε με δυσκολία κοντά στη γριά
που τη σκεπάζανε σκοτάδια κλαδιά
και χαλάσματα φως
Όλο το μάγεμα των ματιών της κοιτούσε
μεσ’ στα τζάμια
που ξημερώνανε σε μπλε βαθύ
Αργότερα συνέχιζαν δρόμους της θάλασσας
Το φόρεμά της άνοιγε ουράνια τόξα
δειλό και παιγνιώδες
Κι αν δεν ήτανε το δικό της ρολόι
ανίδεο μεσ’ στο χρόνο
ήτανε όμως ένα ρολόι πίσω από τη
γριά
Ερημικά τοπία γέλιου τη συγκρατούσαν
Λέξεις φτερά
βουλιάζανε σε χιόνι αστραφτερό
το πρόσωπό της
(από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη
ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992)
ΑΝΟΙΓΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ Η
ΓΡΙΑ ΠΙΣΩ ΤΗΣ ΕΤΡΙΖΕ Ο ΑΕΡΑΣ…
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992)
συνέχει αποδελτίωσης στίχων από τις σελίδες 252 κ.ε.
ΨΗΛΗ ΣΑΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΜΟΡΦΩΝ ΚΑΙ
ΝΟΗΜΑΤΩΝ
(… τι θα πει αγάπη και τι
θα πει μίσος
Όλα μου τα γύρισες
πίσω με την κακία της αθωότητάς σου
και δεν επίστεψες στην
απιστία μου…)
Αμάρτανες κάθε στιγμή να μ’ αγαπάς
και να μ’ αρνιέσαι Καθώς βρεγμένη ως το κόκκαλο από τα δάκρυα έμπαινες στο δωμάτιο με τις λάμψεις… Ο δρόμος του βουνού δεν περιμένει κανέναν Φυσάει έρημος ήλιος τον κεντάνε οι θάμνοι Κάνω παρέα μαζί σου σε αόρατες πολυθρόνες Με στολίζει ο ήλιος απέναντί μου στα κρυφά καπνίζεις πίνεις στα κρυφά Κάνει κρύο από πολύ παλιά χαμένο στόιχημα ήταν το φιλί Πέφτανε τα τραγούδια κάτω στα σκοτεινά κόβανε λόγια οι πάγοι Μια μυστική φυλακή σιωπής το απέναντι τζάμι Στ’ όνειρό μου παιδιά μαρμαρωμένα στα στενά τους σακκάκια και φυσάει
Σφυρίζει ο βοριάς στα μαλλιά τους Πέφτουν απ’ τις μασχάλες τους διπλωμένα βιβλία Σκύβουν να τα σηκώσουν Μένουν εκεί μαρμαρωμένα με τα δάχτυλα πάνω στ’ ανοιγμένα φύλλα Δεν ξέρω τι ψάχνω στα σκοτεινά δεν κλείνει αυτή η πόρτα Η οδύνη μαγκώνει στο άνοιγμα δεν κλείνει
Αυτό το κορίτσι ανέβαινε μαζί μου τη σκάλα με το φουστάνι διάσπαρτο θαμπωμένα λουλούδια δάκρυα
Αν και ανασήκωνα σα θάλασσα τα σκαλοπάτια Υπήρχε πάντα πίσω μου τη σκοτεινή στιγμή που ανέβαινα κι εγώ τη σκάλα Και μας έφεγγε ως την πόρτα μόλις το σκονισμένο φως του
διαδρόμου Τα χέρια σου μου ’ριχναν το
παλτό στους ώμους Κι αυτό το κορίτσι
υπήρχε πίσω μου Μα πώς μπορεί να γίνει
αλλιώς μου απαντούσες περνώντας στα μαλλιά μου που έτρεμαν το χέρι
Τη στιγμή που σαν αέρας έγερναν ειρωνικές γυναίκες κλείνοντας πίσω μου παραθυρόφυλλα Άλλη με τα μαλλιά της άλλη με τα γέλια της άλλη με τα κλάματά της Μετά από τόσα χρόνια φύσηξε
και χαθήκανε τα ονόματα απ’ τα κουδούνια Με ρωτούσες όπως προσφέρουμε σε
μελλοθάνατο τσιγάρο Στο βάθος του
βλέμματος το τέρμα του δρόμου Πίσω από το πρόσωπό σου βρέχει πίσω απ’ το πρόσωπό σου Μη ζητάς αλληλουχία στα γεγονότα Από το τέλος άρχιζε η ιστορία προχωρούσε με κόκκινο βαθύ στην πιο παλιά στιγμή του πόνου Στο τέρμα του βλέμματος το βάθος του δρόμου Μετά χύθηκε μαύρο στις πράξεις τι μ’
ένοιαζε για το μελάνι στις λέξεις Απεριόριστο χάδι προς τα μέσα Κουβέντες πάνω στην αεικίνητη σιωπή των πραγμάτων Πλουταίνω κοντά σας ντελικάυες σιωπές πορφυροί αδιάβαστοι πόνοι Σπασμένες καβίλιες Βάζα που
μόλις συγκρατείτε τα δάκρυά σας μέσα
στο νερό Μη με ακούτε βήματά μου λουλούδια μαζεύω απ’ το χαλί Νοερά
και αθέατα Θα στολίσω το πέτο σου εσένα που κάθεσαι στην πολυθρόνα με το κοστούμι σου καμένο απ’ τα
τσιγάρα Σ’ ένα απεριόριστο σκοτάδι προς
τα μέσα [αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ
Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992, εκλογή από το συγκεντρωτικό τόμο: ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 –
1992 εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Δευτέρα,
28 Απριλίου 2025