Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Ν’ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΛΙΓΟ ΤΟ ΚΛΑΜΑ…

 (… να  πηγαίνουν παντού τα περασμένα……)


Αποκτούσα την ικανότητα    να προσποιούμαι

πως έλεγα ψέματα  αλλά σε ποιον να μιλήσω

Από νωρίς συννέφιαζε στα κάτω δωμάτια

Ο κήπος έγερνε από τη μια μεριά

από την άλλη τον ανασήκωνε ο αέρας

 

Ερχόντουσαν οι γυναίκες   η γριά υπηρέτρια δε μιλούσε

Έστρωνε  κοιμότανε στη μέση του δωματίου

να μη τη φτάνει το φεγγάρι  παραμιλούσε

τα τρομακτικά σχήματα των ονείρων της

Ξεφεύγανε  παγωμένα νερά κάτω απ’ τις πόρτες

Τα ’βλεπα να ’ρχονται κατά πάνω μου

διαλύοντας τον αέρα

Τα σώματα  υπόγεια ρεύματα   παράξενα κακτοειδή τα λόγια

 

Δεν καταλάβαινα 

πώς έφτανε κάθε πρωί ως το κρεβάτι μου

εκείνο το μασκαρεμένο γέλιο τάχα

πώς έλαμπε  ο ήλιος στα περβάζια τάχα

πώς μ’ αγαπούσε ο ουρανός  κατεβαίνοντας

ως μέσα στα σκεπάσματά μου

Όλα προφάσεις ήτανε

Το κλάμα έμενε κλάμα

Κι η μέρα ύφαινε με μαύρα νήματα τον ερχομό της

 [ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΟΤΑΝΕ από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη  ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992

εκλογή από τη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1999]

 

 

 


 

 

ΗΤΑΝΕ ΑΡΓΑ ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΕ  ΜΕ ΤΟ ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΛΙ…

(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη  ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992)

Τα μαλλιά σκοτεινά

να κόβουνε το μέτωπο στη μέση

Το φόρεμά της σήκωνε τον αέρα   και  τη σκόνη του δρόμου

Από τη καμινάδα έβγαινε καπνός   κανείς δεν ήξερε

γιατί δεν άνοιγε εκείνη   η σφηνωμένη σιωπή

και σα να γέμισαν τα ρούχα της

ανεξίτηλους λεκέδες φόβου

Βρέθηκε στο σπίτι δίχως κανείς   να της ανοίξει

Φυσούσαν οι κουρτίνες αγριεμένες   προς τα πάνω

απ’ τον αέρα  που στεκόταν κάτω

Και το νερό να στάζει από τη βρύση   σάμπως εκείνο

να ’χε  κάτι πίσω του αφήσει   προτού φύγει

Τότε πλησίασε   άνοιξε τις παλάμες της

Αφήνοντας το νερό να τρέχει επάνω τους   ολόδροσα λόγια

 

Φρεσκολουσμένα  μαλλιά είχε η μέρα

όταν έπαιζα στα υπόγεια  με   τον άλλο μου εαυτό

Ερχόταν  και μ’ έραινε   με το ίδιο μου το μυστικό

 

Ονειρευόμουν το σπίτι

να ξεκολλάει από τα έλη

Επάνω θορυβούσαν  περιμένοντας τους ξένους

Ήτανε πάντα μια ατέλειωτη στρατιά

κουρασμένων ανθρώπων

 

Άλλοτε ακούγονταν από το υπόγειο κλάματα

Αν δεν μπορείς  γιατρέ   πες το μου   φώναξε η τροφός

Τα δάκρυά της αγριοβότανα

αγκάλιαζαν τα πόδια του

Όλη νύχτα τιναζόμουν στ’ όνειρό μου

Από το Κοιμητήρι σφύριζε η καμπάνα

 

Αν δεν μπορείς γιατρέ   πες το μου

φώναξε στ’ όνειρό της

Σιγά – σιγά το αίμα την ετύλιγε σαν ρούχο

 

Την άλλη μέρα βγήκε στο δρόμο

και ρωτούσε για κείνον

σα να σκόνταφτε πάνω σε κάτι

 

Ξανά γύρισε σπίτι  σκύβοντας  και

πιέζοντας το πόμολο της πόρτας

μ’ όλο το βάρος της φωνής της

 

Μαζεμένα πουλιά γύρω στη στέγη

σκοτείνιαζαν  το πλεούμενο φως

Τρίζανε κάτω οι κουβάδες

απ’ το νερό που ανέβαζαν επάνω

Σαν κάποιος δίχως όνομα

αιώνια να ερχόταν

 

Στάθηκε στην αναλαμπή της πόρτας

και το τίποτα αφουγκραζόταν

που αλώνιζε στο ξέμπαρκο σπίτι

Άντεχε όμως εκεί

στημένο στη μονότονη μελωδία του ήλιου

 

Τότε κατάλαβε

ότι εκείνος είχε φύγει   αν και

στα τζάμια θάμπωνε  η μέρα

Λες και κάποιος ανάσαινε από μέσα

 

Έμπαινε στο δωμάτιο

το αναλφάβητο φως του δειλινού

είχε μονάχα ένα φύλλο

Κοιτούσα τα αθέατα λόγια

Εσύ που ταξιδεύεις τις στιγμές σου   σε παλιά πανιά

που λύνεις τις σιωπές σου με τραγούδα

δες πώς στερεύεις λίγο – λίγο το ποτάμι

και θα φανεί  κατάξερη

η άρρωστη κοίτη  γεμάτη σταυρωμένα πουλιά

και μαύρα ξύλα

Θα πετάξει από τα βάθη της ο ουρανός

που σκύβεις  και  τον βλέπεις   αγκαλιασμένο με το πρόσωπο σου

Θα φέρνεις πίσω το κεφάλι

να δεις να λάμπεις πάνω σου

το ξέμπαρκο  γαλάζιο  μα

δε θα ξαναβρείς  το βλέμμα του ποτέ

το τρυφερό αυτό   το βουερό ανάποδο φως

 

Εδώ στο κατώφλι  καθότανε η τροφός 

έραβε ένα σεντόνι

Από την άλλη μεριά σκιζότανε

 

Ποιος να ’ναι  αυτός που χτυπάει

δίχως ήχο την πόρτα

Έπειτα αλλάζει τη φωνή του

«Πέρνα  στον τρόμο του έξω»   μου λέει

 

Μ’ αγκαλιάζει  και 

τρίζει στους τοίχους

φωτιά ο αέρας

 

ΜΕΡΟΠΗ

Πήγαινε για λίγο στο δωμάτιο των γέρων   η Μερόπη  γιατί

οι μέρες τους γκρίζες πέτρες

πλάκωναν   το φως   άνθιζε λόγια και περνούσε

μεσ’ απ’ τα πληκτικά ημερολόγια

 

Δευτερόλεπτα γέλιου την ανασήκωναν

Την απίθωναν σε δροσερή πηγή σιωπής

Και επειδή βρισκότανε

σε μια αιώνια παιδική ηλικία

πήγαινε με δυσκολία κοντά στη γριά

που τη σκεπάζανε σκοτάδια κλαδιά

και χαλάσματα φως

 

Όλο το μάγεμα των ματιών της κοιτούσε   μεσ’ στα τζάμια

που ξημερώνανε σε μπλε βαθύ

Αργότερα συνέχιζαν δρόμους της θάλασσας

Το φόρεμά της άνοιγε ουράνια τόξα

δειλό  και  παιγνιώδες

Κι αν δεν ήτανε  το δικό της ρολόι

ανίδεο μεσ’  στο χρόνο

ήτανε όμως ένα ρολόι  πίσω από τη γριά

Ερημικά τοπία γέλιου τη συγκρατούσαν

 

Λέξεις φτερά

βουλιάζανε σε χιόνι αστραφτερό

το πρόσωπό της

(από τη συλλογή της Ζέφης  Δαράκη  ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992)

 

ΑΝΟΙΓΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ Η ΓΡΙΑ  ΠΙΣΩ ΤΗΣ ΕΤΡΙΖΕ Ο ΑΕΡΑΣ…

(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη  ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992)

συνέχει αποδελτίωσης στίχων από τις σελίδες 252 κ.ε.

 

 

 

 

 

 

 

ΨΗΛΗ ΣΑΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ  ΜΟΡΦΩΝ  ΚΑΙ  ΝΟΗΜΑΤΩΝ

(… τι θα πει αγάπη  και  τι θα πει μίσος  

Όλα μου τα γύρισες πίσω  με την κακία της αθωότητάς σου

και δεν επίστεψες στην απιστία μου…)

Αμάρτανες κάθε στιγμή  να μ’ αγαπάς  και  να μ’ αρνιέσαι   Καθώς βρεγμένη ως το κόκκαλο  από τα δάκρυα   έμπαινες στο δωμάτιο με τις λάμψεις…   Ο δρόμος του βουνού δεν περιμένει κανέναν   Φυσάει έρημος ήλιος   τον κεντάνε οι θάμνοι   Κάνω παρέα μαζί σου   σε αόρατες πολυθρόνες   Με στολίζει ο ήλιος   απέναντί μου στα κρυφά καπνίζεις   πίνεις στα κρυφά   Κάνει κρύο από πολύ παλιά   χαμένο στόιχημα ήταν το φιλί   Πέφτανε τα τραγούδια   κάτω στα σκοτεινά  κόβανε λόγια οι πάγοι   Μια μυστική φυλακή σιωπής  το απέναντι τζάμι   Στ’ όνειρό μου παιδιά μαρμαρωμένα  στα στενά τους σακκάκια  και φυσάει   Σφυρίζει ο βοριάς στα μαλλιά τους   Πέφτουν απ’ τις μασχάλες τους   διπλωμένα βιβλία   Σκύβουν να τα σηκώσουν   Μένουν εκεί μαρμαρωμένα  με τα δάχτυλα πάνω στ’ ανοιγμένα φύλλα   Δεν ξέρω τι ψάχνω στα σκοτεινά   δεν κλείνει αυτή η πόρτα   Η οδύνη μαγκώνει στο άνοιγμα  δεν κλείνει   Αυτό το κορίτσι ανέβαινε μαζί μου τη σκάλα  με το φουστάνι διάσπαρτο   θαμπωμένα λουλούδια  δάκρυα  Αν και ανασήκωνα σα θάλασσα τα σκαλοπάτια   Υπήρχε πάντα πίσω μου  τη σκοτεινή στιγμή  που ανέβαινα κι εγώ τη σκάλα  Και μας έφεγγε  ως την πόρτα μόλις το σκονισμένο φως του διαδρόμου   Τα χέρια σου μου ’ριχναν το παλτό στους ώμους   Κι αυτό το κορίτσι υπήρχε πίσω μου  Μα πώς μπορεί να γίνει αλλιώς   μου απαντούσες   περνώντας στα μαλλιά μου που έτρεμαν  το χέρι  Τη στιγμή που σαν αέρας έγερναν ειρωνικές γυναίκες   κλείνοντας πίσω μου παραθυρόφυλλα   Άλλη με τα μαλλιά της   άλλη με τα γέλια της  άλλη με τα κλάματά της   Μετά από τόσα χρόνια  φύσηξε  και χαθήκανε τα ονόματα απ’ τα κουδούνια     Με ρωτούσες όπως προσφέρουμε σε μελλοθάνατο τσιγάρο   Στο βάθος του βλέμματος  το τέρμα του δρόμου   Πίσω από το πρόσωπό σου βρέχει   πίσω απ’ το πρόσωπό σου   Μη ζητάς αλληλουχία στα γεγονότα   Από το τέλος άρχιζε η ιστορία  προχωρούσε με κόκκινο βαθύ   στην πιο παλιά στιγμή του πόνου   Στο τέρμα του βλέμματος  το βάθος του δρόμου   Μετά χύθηκε μαύρο στις πράξεις   τι μ’  ένοιαζε  για το μελάνι στις λέξεις   Απεριόριστο χάδι προς τα μέσα   Κουβέντες πάνω στην αεικίνητη  σιωπή των πραγμάτων   Πλουταίνω κοντά σας ντελικάυες σιωπές   πορφυροί αδιάβαστοι πόνοι   Σπασμένες καβίλιες  Βάζα που  μόλις συγκρατείτε  τα δάκρυά σας μέσα στο νερό   Μη με ακούτε βήματά μου   λουλούδια μαζεύω απ’ το χαλί   Νοερά  και  αθέατα   Θα στολίσω το πέτο σου  εσένα που κάθεσαι στην πολυθρόνα   με το κοστούμι σου καμένο απ’ τα τσιγάρα   Σ’ ένα απεριόριστο σκοτάδι προς τα μέσα   [αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ 1992, εκλογή από το συγκεντρωτικό τόμο: ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992 εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

Δευτέρα, 28 Απριλίου 2025

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΜΠΛΕ ΔΗΘΕΝ ΑΔΙΑΦΟΡΟ

 (… μα κατά βάθος μοβ  που αδημονούσε.…)


Ένα δωμάτιο  μόνο   είχε  ο κύριος Φογκ.

Με τοίχους τα βουνά  και  με παράθυρο στη θάλασσα

τη θάλασσα!.. 

Επίπλωσή  του   η σύζυγός του

πολυθρόνα!..

Διακόσμηση   η κινούμενη άμμος τ’ ουρανού 

Όμως εκεί που πήγαινε   το σπίτι του να συνηθίσει

οι πίνακες άλλαζαν θέση.

Έτσι περνούσε τη ζωή·

μ’ ένα ταβάνι   γεμάτο τρύπες

από τα καρφιά των πινάκων   που δραπέτευαν

[ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ  στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993

με τίτλο στίχους από το ποίημα  ΠΡΟΣΩ ΟΛΟΤΑΧΩΣ]


 


και  ο  κύριος  ΦΟΓΚ  ΒΑΘΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ ΤΟΥ…

… συχνά δεν κοιτάζει τη  θάλασσα…

Μόνο ανοίγει ένα άλμπουμ   με φωτογραφίες   λευκές!..

Χρόνια  ξεφυλλίζει   λευκές φωτογραφίες!..

Ξάφνου σταματά  και  θυμάται

και πέφτει ένα δάκρυ   πάνω σε μια φωτογραφία

και τότε βλέπει ο Φογκ   πρόσωπα  και  τοπία·

και μετά από λίγο

ούτε ο Φογκ   βλέπει τίποτα

 

στη στεγνή φωτογραφία

[κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993   με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:  ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’  1975 – 1996, ΚΕΔΡΟΣ]

 

ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

Αν είχα χάσει κάτι ο κύριος Φογκ   εκεί  στην ερημιά του

ήταν  οι Times·

δεν του έλειπαν οι ειδήσεις βέβαια

με τα ζωηρά στοιχεία

η επιδερμίδα του χαρτιού

το πρώτο κρακ που κάνει   ο κόσμος

καθώς τον πρωτοανοίγεις

για να τον αφήσεις αδιάβαστον

λίγο μετά.

Όμως ό,τι ήθελε   το είχε ο κύριος Φογκ –

φτάνει πολύ να το ήθελε!..

 

Και μάλλον τίποτε δεν του έλειπε

ούτε  κι  οι  Times

γιατί έρχονταν ανελλιπώς   κάθε πρωί –

το πρώτο κρακ  και  η επιδερμίδα του χαρτιού

 

μέσα στο νου του!..

 

ΤΟ ΗΛΙΑΚΟ ΡΟΛΟΪ

Όταν ο κύριος Φογκ   ήθελε να δει τι ώρα είναι

έσκυβε από την πολυθρόνα

και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:

όμορφος παρά μελαγχολικός  και  δέκα δευτερόλεπτα

τρυφερός  και  αγέρωχος  και  σαράντα δευτερόλεπτα

λυπημένος  και  λυπημένος  ακριβώς

του απαντούσε το νερό.

Μόνο τη νύχτα   η ώρα ήτανε πάντα    νύχτα.

Όταν μια νύχτα ολόκληρη    σου δίνεται

δεν την ρωτάς ποτέ

τι ώρα είναι!..

 

ΤΙ ΕΙΠΕ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ

-Όλα καλά   στο χαζό φως.

Σαν συμφωνία    μη χαρακτήρων.

Όμως τις νύχτες μέσα μου

εντός  ή  - το φαντάζεστε; -  κι εκτός της πολυθρόνας

κανείς δεν ξέρει τις κινήσεις του!..

Πού πάει  αν πάει

ποιους συναντά   

πώς εξοντώνεται   δε βλέπω.

Τον βλέπω μόνο   όταν πάω για ύπνο

σαν κάθε φρόνιμο βρικόλακα

μέσα στην πολυθρόνα του εξουθενωμένο.

Κι έτσι όμως κύριε Φογκ   να μη φοβάστε

Ό,τι κι αν δω   αν, είπα, δω

εμένα το όνομά μου είναι   Δεν Είδα!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]

 

ΠΡΟΣΩ  ΟΛΟΤΑΧΩΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

Ο κύριος Φογκ   από την πολυθρόνα του

σχεδόν πια ναυτικός,  α δε γελιέται·

η πλώρη ετοιμαζόταν βλοσυρή

απανωτά τα τελευταία φουγάρα του πακέτου

κάπνιζε το  πλοίο.

Η άγκυρα δακρυσμένη έξω από το νερό

κι η θάλασσα στο μπλε δήθεν αδιάφορο

μα κατά βάθος μοβ που αδημονούσε.

 

Όμως καθώς γελούσαν  και  πειράζονταν

ο κύριος Φογκ  πολύ τα ζήλεψε

τ’ ανυποψίαστα ναυτάκια!..

 

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

-Ποιος βίδωσε το σώμα μου    σ’ αυτή την πολυθρόνα

ποιος είναι ετούτος ο ουρανός  και  πώς τη λεν τη θάλασσα

και πώς τα λένε τα βουνά

όποιος αθάνατος λοιπόν  ποτέ δε θα μιλήσει;

Θάλασσα  κι  ουρανέ,  βουνά

δε σας γνωρίζω  και  ποτέ μου δεν σας γνώρισα

και θέλω τώρα να γυρίσω στην πατρίδα

να πάω να κλάψω τους δικούς μου

αν πέθαναν   κι  αν έζησαν ποτέ

ή έστω να κλάψω  ξένους

που δεν ξεχνούν το κλάμα ενός   χωρίς δικούς –

θέλω   μα δε θυμάμαι τίποτε!..

 

Καλά – καλά,  δε θα γυρίσω πίσω·

αλλά όταν ψιχαλίζει εδώ

κάτι μου λέει  πως είναι  

δάκρυα νεκρών   που έχω ξεχάσει!..

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ  ΕΝΩΠΙΟΝ ΝΑΥΑΓΟΥ

Μια μέρα

από την πολυθρόνα του  είδε   ο κύριος Φογκ

έναν άνθρωπο να πνίγεται

-Αφού δεν γνωριζόμαστε

τι νόημα έχει να τον σώσω,  σκέφτηκε.

Με τον καιρό θα με ξεχνούσε

ενώ εγώ  για πάντα θα θυμόμουν

την αγνωμοσύνη του!..

Ή  θα ’τανε  δια βίου  ευγνώμων

κι έτσι μοιραία θα τον ξεχνούσα.

Θέματα τόσο σοβαρά

καλύτερα να τα ρυθμίζει    η θάλασσα!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]


Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

Από την πρώην   «Λέσχη των Παλαιών Λονδρέζων»

οι εταίροι του στο ουίστ

Φλάναγκαν,  Ρλαφ  και  Στιούαρτ

σχεδόν πιο πένητες,  μετανιωμένοι

εμφανιστήκανε μια μέρα στην ακτή   του κυρίου Φογκ

-Κύριοι,  παρακαλώ, πηγαίνετε.

Ενδώσατε για χρόνια  παίζοντας   δήθεν ουίστ

μ’ εκείνους που με εξώθησαν

σ’ ένα εν γνώσει σας χαμένο στοίχημα.

Τώρα που πια κατέλαβαν τη  Λέσχη

κρατήστε το ποσό μου μου επιστρέφετε

έτσι  κι  αλλιώς εγώ έχω  με ασφάλεια χάσει

ενώ σ’ εσάς  φαντάζομαι θ’ αρκούσε

για λίγη ακόμα υποτροπή

για έστω μικρή παράταση

της ανοχής τους.

 

ΕΦ’ ΑΠΑΞ  ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΦΟΓΚ 

ή  Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑΣ

-Ήταν λοιπό αυτοί  με τα ποσά και τις φωνές

στην τότε Λέσχη·

τους αναγνώρισε μια μέρα του καλοκαιριού

καθώς ρευόντουσαν στην αμμουδιά

μαζί με τα ραδιόφωνα,  με τα παιδιά

και τις γυναίκες τους.

 

Αίλουρος   πρώτη του  και  τελευταία φορά

ο κύριος Φογκ

 

Σηκώθηκε

 

και τους κλοτσούσε   τους κλοτσούσε

τους κλοτσούσε   αόρατος

μέχρι τ’ απέναντι βουνά

πάνω  και  πίσω απ’ τα βουνά

και μέχρι εκεί που πια δεν έβλεπα ούτ’ εγώ –

η πολυθρόνα του

 

ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

«Σεις ένας τζέντλεμαν ανυποχώρητος

και ν’ αθετήσετε συμφωνημένα;

Τι σας έλειψε;   Τααξίδι,  χρήματα,   υπηρέτης

η περιπέτεια,  η φαντασία,   το αίσιο τέλος;

Τι θα ζητούσε άραγε   ένας ήρωας  και  δεν το ’δωσα;

Είχα τα πάντα υπολογίσει στην εντέλεια

μέχρι τον ήλιο γύρισα για σας

σε ογδόντα γλώσσες μίλησαν τα λόγια σας

κι όλες οι οθόνες φρόντισαν να γίνετε

ονείρων όνειρο  στον ύπνο των παιδιών.

Και τ’ αρνηθήκατε.

Τώρα πια νιώθω την παγίδα της ευεργεσίας

πόσο ίσως ακριβά εξαργυρώνει   αυτός που δίνει

σε τι σκλαβιά καταδικάζεται   όποιος παίρνει.

Αλλά έστω,  Φογκ.

Ένας που κι ως νεκρός έχει γεράσει

μπροστά την απειλή της λήθης

άλλη εκλογή δεν έχει  απ’ την μακροθυμία.

Αντίο.  Ιούλιος Βερν»

 

ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ ΠΡΟΣ  ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

«Δεν είμαι Ιούλιε ο εξωμότης που φαντάζεστε

ένας αχάριστος που αυτομολεί

προς την ασφάλεια της ανωνυμίας.

Πνίγοντας μέσα μου εκείνο που βαθύτερα ήμουν

κατ’ όνομα σας υπηρέτησα  πιστά για έναν  αιώνα

μα ήρωας  όχι,  δεν υπήρξα.

Ήρωας είναι μόνο εκείνος   που δραπέτευσε  και το ’πε·

εγώ σας άφησα να με πιστεύετε δικό σας

και σας αποκαλύπτω την αλήθεια μόλις τώρα

αφού έχετε πια χάσει

κάθε συγγραφικό δικαίωμα στη ζωή μου.

Για τους πολλούς θα μείνω βέβαια   η πρώτη μου έκδοση –

συμβιβασμένος  ταξιδιώτης   νικητής.

Όμως ακόμη  και  στη σκιά

ενός εαυτού  που δεν μου ανήκει

θα ’μαι  επιτέλους ο ήρωας   μιας ταπεινής,  αθόρυβης

αλλά δικής μου ζωής»

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]


ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

το ξέρω

αλλά τη νύχτα και μπροστά στη θάλασσα

επίσης σοβαρά ωφελεί την προσευχή

γιατί ο καπνός ,  ωχρός λαθρεπιβάτης

παίρνει το λεωφορείο των σύννεφων

κι όταν εκείνο κάνει στάση   στον Θεό

 

α,  τότε θα μ’ αναγνωρίσει – δεν μπορεί

απ’ το άφιλτρο  του λάρυγγα

από το μπλέντεντ των πνευμόνων

από τη δυσωδία των σωθικών

αφού δεν αρκεί φαίνεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι

μια τόση δα μικρούλα καύτρα

που επιμένει!..

 

PORTE - SOMMEIL

Απ’ την αόρατη πελώρια βιβλιοθήκη του

πριν κοιμηθεί

έκανε ο Φογκ μια έτσι με το χέρι

και διάλεγε στην τύχη κάθε βράδυ

ένα βιβλίο.

Το ίδιο πάντοτε βιβλίο.

Δυο τρεις σελίδες 

και  συνέχιζε την ιστορία   μες στ’ όνειρο.

Δυο τρεις σελίδες  και συνέχιζε

σε ογδόντα μέρες

το γύρο του κόσμου   μέσα στ’ όνειρο.

 

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Όμως εντός του λυπόταν

ο κύριος Φογκ

για το γύρο του κόσμου    που απαρνήθηκε.

Βαθιά μέσα στην πολυθρόνα του

με μπροστά του τη θάλασσα   κάθε πρωί

αυτή τη λύπη όλο έγραφε

σε χαρτί που κυλιόταν αργά   ως τα κύματα.

Και όταν ο κύριος Φογκ

κουραζότανε να γράφει   αυτή τη λύπη

το χαρτί κοβότανε μόνο του

διπλωνότανε μόνο του   σε βαρκούλα

και έφευγε   στην απέραντη θάλασσα!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]


Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

Μια μέρα που ο κύριος Φογκ

σκεπτότανε   τι να ’γινε   το ημερολόγιο του

διέκρινε μια φιγούρα γνώριμη  μα γερασμένη

να πλησιάζει εκεί  στην πολυθρόνα του.

Στον ώμο κουβαλούσε ένα καλάθι.

Ήταν ο μόνος φίλος του εντός της Λέσχης

την εποχή  της  Λέσχης,  τότε

-Καλέ μου  Άγγελε,  πώς ήρθες ως εδώ

τι κουβαλάς μες το καλάθι;

-Ήρθα   για το χαμένο ημερολόγιο,  Φογκ.

Μες στο καλάθι

είναι χιλιάδες χάρτινες βαρκούλες

που τόσα χρόνια  μόνες έρχονταν

εκεί που τις περίμενα   στην αμμουδιά

σε μιαν ακτή   στο Ντόβερ!..

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑ

-Από αιώνες  κύριε Φογκ

ό,τι δεν είναι θάλασσα   είναι δικό μου δώρο στη στεριά

ώστε να υπάρξει.

Εγώ   ό,τι  αξίζει  από στεριά

το παίρνω  μόνη  σε ναυάγια  και  πνιγμούς.

Αφήνω βέβαια τα παιδιά μου

να ονειρεύονται την ένωση  για λίγο

σε βράχια  και ακτές.

Αλλά με λένε θάλασσα  και  δεν ξεχνώ

η στεριά   πώς πρόσβαλε την προσφορά μου.

 

Λοιπόν δε θα ’ρθω  κύριε Φογκ.

Και δε θα γίνουν όλα θάλασσα.

Μάθετε όμως

αυτή η ακτή σας  δίπλα μου  πριν έρθετε

ήταν θάλασσα

βυθός  που  υπερυψώθηκε   μόνο για σας.

Για να ’στε  ό,τι  θελήσετε

έστω κι απέναντί μου

λίγο θάλασσα!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]

 

ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΜΟΥΣΙΚΗ  ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ

(… χρόνια τον εξευμένιζα με φλοίσβους  

πάντοτε με απειλούσε με σιωπή…)

Αρκετά μίλησα·  ό,τι έπρεπε  ό,τι μπορούσα   το είπα.  Κι ό,τι είπα  ό,τι ψιθύρισα   δεν ήταν παρά ο φλοίσβος  ή  η βροχή   αλλά ο φλοίσβος  ή  η βροχή   καθώς χτυπούσαν πάνω μου!..  Αλλά την άλλη μέρα  κάποιας μέρας   η πολυθρόνα που καθόταν βαθιά μέσα της     Μπροστά της πάντα η θάλασσα  δεν έβγαζε άχνα  κύμα.   Ο κύριος Φογκ,  ο τέλειος τζέντλεμαν  απών στο ραντεβού της μέρας!..  Όψιμος νοσταλγός των εγκοσμίων;   Τι λόγος!..  Αυτοκτόνος;   Μα θα ’ταν έλλειψη αγωγής απέναντι στη μέρα.   Ή μήπως θύμα ερωτικής παραφοράς του ανέμου;   Και ποια αρχή να ειδοποιηθεί   αν ίσως η ίδια η φύση ανέτρεψε  από τα φυσικά φαινόμενα   το σταθερότερο;   Όμως την όποια βίαιη εκδοχή απέκλειαν πλήρως   τα γάντια,  το μπαστούνι,   το καπέλο   με τάξη  και  θλίψη εκεί στην άμμο.   Μονάχα ο ουρανός   είχε μες στη λιακάδα συννεφιάσει   πάνω ακριβώς από την άδεια πολυθρόνα!..   Αυτός ο κύριος  βαθιά μέσα σε μια πολυθρόνα  και  μπροστά σε μια θάλασσα   χρόνια περίμενε τα κύματα!..  Για να γίνει ένα κύμα ο ίδιος  και μετά  λίγο – λίγο η στεριά όλη   θάλασσα!..  Κι όλο αργούσαν τα κύματα   δίσταζαν.   Κι όσο αργούσαν   τόσο εκείνος γυρνούσε πιο νέος   τόσο εκείνος θλιβόταν που μίκραινε.   Κι όσο μίκραινε   τόσο εγώ από μακριά πιο πολύ τον πονούσα   γιατί ήξερα   πως θα μείνει για πάντα στεριά   η στεριά με τη θάλασσα πάντοτε θάλασσα.   Έτσι τότε πλησίασα   και τον τύλιξα  μ άλλα μου σύννεφα   τον Φιλέα που δεν ήταν παρά   λίγη ομίχλη σε μια πολυθρόνα!..   [ΑΠΑΝΤΑ,  ΕΚΔΟΧΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΕΞΗΓΗΤΗ ΑΠΟΥΣΙΑ  και ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΟΜΙΧΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ, τρία ποιήματα από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ  1993, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α  1975 – 1996, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ] 

Παρασκευή, 25 Απριλίου 2025

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ