Το συμπαθητικό
του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό
τα καστανά του
μάτια, σαν κομμένα
είκοσι πέντε
ετών, πλην μοιάζει μάλλον είκοσι
με κάτι
καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του
τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολλάρου -
ασκόπως περπατεί
μες στην οδό,
ακόμη σαν
υπνωτισμένος απ’ την άνομη ηδονή,
από την πολύ
άνομη ηδονή που απέκτησε.
Προσπάθησε να τα
φυλάξεις, ποιητή
όσο κι αν είναι
λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού
σου τα οράματα.
Βαλ’ τα,
μισοκρυμμένα, μες στις φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα
κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου
την νύχτα, ή μες
τη λάμψη του μεσημεριού
[ΕΝ ΤΗ ΟΔΩ και
ΟΤΑΝ ΔΙΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ από τα Ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, που είναι γραμμένα το 1916]
Ανθολογούνται
παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα το 1915 το 1916 και το 1917 από την πρώτη πλήρη έκδοση των Ποιημάτων του Καβάφη, ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935
- ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]
1. Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ
ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ, Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του
2. ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ, Ο Βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
3. Η ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΕΥΚΙΔΟΥ, Δυσαρεστήθηκεν ο
Σελευκίδης Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία…
4. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΙΩΝΟΣ, Επί άρματος
λευκού που τέσσαρες ημίονοι πάλλευκοι σύρουν…
5. ΓΚΡΙΖΑ, Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
6. ΕΝ ΠΟΛΕΙ ΤΗΣ ΟΣΡΟΗΝΗΣ, Απ’ τηνς ταβέρνας τον καυγά μας
φέραν πληγωμένο…
7. ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΤΩΝ, Όταν κανένας των περνούσεν απ’ της Σελευκείας
την αγορά…
8. ΙΑΣΗ ΤΑΦΟΣ, Κείμαι ο Ιασής ενταύθα και
9. ΠΕΡΑΣΜΑ Εκείνα που δειλά φαντάσθη μαθητής…
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
(κι
άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1915)
Έχασε την παλιά του ορμή, το θάρρος
του.
Του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου,
σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Κι
ο επίλοιπος
βίος του θα διέλθει αμέριμνος. Αυτά ο
Φίλιππος
τουλάχιστον διατείνεται. Απόψι κύβους
παίζει·
έχει όρεξι να διασκεδάσει. Στο τραπέζι
βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Τι αν στη
Μαγνησία
ο Αντίοχος κατεστράφηκε. Λένε
πανωλεθρία
έπεσε πάνω στου λαμπρού στρατεύματος
τα πλήθια.
Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι
αλήθεια.
Είθε. Γιατί αγκαλά κι εχθρός, ήσανε
μια φυλή.
Όμως ένα «είθε» είναι αρκετό. Ίσως
κιόλας πολύ.
Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’
αναβάλει.
Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η
κόπωσις μεγάλη,
ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου
δεν του λείπει.
Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι
είδος λύπη
είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των
Μακεδονία.-
Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους
αυλούς, τη φωταψία
ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Ο Βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι
αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παλιές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί κι ευφραίνεται που
δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν το βασιλέα τον κυρ Μανουήλ
τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.
Η ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΕΥΚΙΔΟΥ
Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει πού στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοτνυμένος και πεζός. Έτσι μια
ειρωνία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες
στη Ρώμη
τα γένη των. Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους
δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους
των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.
Αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό
τους
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια
να μην ξεχνούν που είναι βασιλείς
ακόμη.
Που λέγονται (αλοίμονον!) ακόμη
βασιλείς.
Γι’ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος κι αμέσως πρόσφερε στον
Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς τα πιο ακριβά
του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Ρώμη καθώς
πρέπει,
σαν Αλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.
Αλλ’ ο Λαγίδης που ήρθε για την
επαιτεία,
ήξερε τη δουλειά του και τ’ αρνήθηκε
όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η
πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός, μπήκε στην
Ρώμη
και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου
σπίτι.
Κι έπειτα παρουσιάστηκε σαν κακομοίρης
και σαν φτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΕΝΔΥΜΙΩΝΟΣ
Επί άρματος λευκού που τέσσαρες
ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με
κοσμήματ’ αρμυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον
Λάτμον. Ιερά
τελών – θυσίας και σπονδάς
–τω Ενδμίωνι,
από την Αλεξάνδρειαν
έπλευσα εν τριήρει πορφυρά. –
Ιδού το άγαλμα. Εν
εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την
φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι
δούλοι μου· κι ευαίωνοι
επευφημίαι εξύμνησαν
αρχαίων χρόνων ηδονήν.
ΓΚΡΙΖΑ
(κι
άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1917)
Κοιτάζοντας ένα οπάλλιο
μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα
μάτια
που είδα· θα ’ναι είκοσι
χρόνια πριν…
………………………………
Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.
Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην
Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και
πια δεν ιδωθήκαμε.
Θ’ ασχήμισαν – αν ζει – τα
γκρίζα μάτια·
θα χάλασε τ’ ωραίο
πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως
ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς
από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.
ΕΝ ΠΟΛΕΙ ΤΗΣ ΟΣΡΟΗΝΗΣ
Απ’ της ταβέρνας τον καυγά μας φέραν
πληγωμένο
τον φίλον Ρέμωνα χθες περί τα
μεσάνυχτα.
Απ’ τα παράθυρα που αφίσαμεν
ολάνοιχτα,
τ’ ωραίο του σώμα στο κρεβάτι φώτιζε η
σελήνη.
Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί,
Αρμένιοι, Μήδοι.
Τέτοιος κι ο Ρέμων είναι. Όμως χθες
σαν φώτιζε
το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,
ο νους μου πήγε στον πλατωνικό
Χαρμίδη.
ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΤΩΝ
Όταν κανένας των περνούσεν απ’ της
Σελευκείας
την αγορά, περί την ώρα που βραδιάζει,
σαν υψηλός και τέλειος έφηβος,
με την χαρά της αφθαρσίας μες στα
μάτια,
με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά,
οι διαβάται τον εκύτταζαν
κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσε αν τον
γνώριζε,
κι αν ήταν Έλλην της Συρίας ή ξένος.
Αλλά μερικοί
που με περισσοτέρα προσοχή
παρατηρούσαν
εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν·
κι ενώ εχάνετο κάτω απ’ τις στοές,
μες στις σκιές και μες στα φώτα της
βραδιάς,
πιαίνοντας προς την συνοικία που την
νύχτα
μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη,
και κάθε είδους μέθη και λαγνεία,
ερέμβαζαν ποιος τάχα ήταν εξ Αυτών,
και για ποιαν ύποπτην απόλαυσί του
στης Σελευκείας τους δρόμους
εκατέβηκεν
απ’ τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.
ΙΑΣΗ ΤΑΦΟΣ
Κείμαι ο Ίασης ενταύθα. Της μεγάλης
ταύτης πόλεως
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κι επίσης ο
επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαιρόμουν ίσα και
για
τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο
κόσμος Νάρκισσο κι Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’
εσκοτωσαν. Διαβάτη
αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα
επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή
υπερτάτη.
ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΔΕΙΛΑ ΦΑΝΤΑΣΘΗ
ΜΑΘΗΤΗΣ, ΕΙΝ’ ΑΝΟΙΧΤΑ, ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΑ ΕΜΠΡΟΣ ΤΟΥ…
Και γυρνά και
ξενυχτά, και παρασύρεται. Κι ως είναι
(για την τέχνη μας) σωστό, το αίμα του
καινούριο και ζεστό, η ηδονή το χαίρεται.
Το σώμα του νικά έκνομη ερωτική
μέθη· και τα νεανικά μέλη ενδίδουνε σ’
αυτήν. Κι έτσι ένα παιδί απλό γίνεται άξιο να το δούμε κι απ’ τον Υψηλό της Ποιήσεως Κόσμο μια
στιγμή περνά κι αυτό - το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και
ζεστό [ΠΕΡΑΣΜΑ από τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη που είναι γραμμένα το 1917]
Παρασκευή, 19
Νοεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου