Μεσημεριάζει Θε μου και η γυναίκα
θα ’πρεπε κιόλας να ’χε χαράξει
το γράμμα που τη γέννησε
Θα ’πρεπε κιόλας να ’χει σβήσει
και τα εφτά γδαρσίματα στη μνήμη
Ω!.. Θεέ μου πώς να το πω στους άλλους
για το κομμένο χέρι της
Εφτά παλίρροιες έπινε τους φύλακες
που φορούσαν αποκλειστικά το σκούφο του
και μασούσαν αδιάγνωστες λεπτομέρειες
Μετά
πήρε έναν ήλιο υστερικό στη
μοίρα του
κι άρχισε να πουλά τους αγγέλους της συλλογής
πολύ μετά σ’ ένα προσάρτημα της μνήμης
μαύρους δαιμόνους κρέμασε
σαν το γαμπριάτικο κουστούμι του
Ω δένδρο μου
έτσι π’ άφησες ρίζες ίσαμε τα δένδρα
ο καθένας νομίζει
σαν τους ανθρώπους δε μιλούσε
Ω!.. Εσύ…
θα μπορούσα και να σ’ αγαπήσω –
αυτά τα λευκά χείλη
ανάμεσα στις προκυμαίες των στοιχειών
ο δαίμονας που καίει στο πρόσωπό σου
αλίμονο μου παραλύει την αγάπη
Είπαν πως δεν είσαι σχήμα δέκατο τρίτο τρόμου
που χωνεύει ανά πάσα στιγμή των ματιών μου τις κόρες
και τα μάτια που κρατώ σπαραγμένα
χλωμά
αλήθεια για μολόχες τα μετράνε;
(κι άλλα αποσπάσματα από τις ΜΙΚΡΕΣ
ΣΚΙΕΣ της Κατερίνας Κατσίρη που κυκλοφόρησε σε 100 αριθμημένα αντίτυπα το 2006:
Μερικές Σταγόνες Αίμα για Φυλαχτό Αιώνιο)
ΠΙΣΤΕΨΕ ΠΩΣ ΑΝ ΕΣΩΝΕ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ ΔΥΟ ΦΩΤΙΕΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΣΒΗΣΤΟΥΝ ΠΟΤΕ
(αποσπάσματα από τις ΜΙΚΡΕΣ
ΣΚΙΕΣ της Κατερίνας Κατσίρη 2006)
Σε στήσαμε
στο δρόμο ν’ ανασάνεις
και σωρός
κόκαλα και σκουπίδια στην εξώπορτα
Ήπιος ο καιρός αφηρημένος
στο πλαίσιο του σπιτιού
στο κέντρο των ανθρώπων
μια χυδαιότητα ήπιας ησυχίας
Χρόνια τα μάτια
προσηλωμένα στο σημάδι
Άσε τουλάχιστον
τις φλέβες ζωντανές
πριν το μελάνι λιγοστέψει
Αυτό το πράσινο σκουλήκι στο αίμα σου
μεταξύ μας μια αηδία είναι
όπως κι η μούχλα
στον πυρήνα της καρδιάς σου
Κρεμόταν
απ’ το πορτρέτο σου
δίνοντας ολοκαίνουργιο φως
παρ’ όλα αυτά
το πάτωμα μύρισε θάνατο
ΑΙΦΝΗΣ ΓΕΜΙΣΕ ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ…
(και να τώρα δεν ξέρω αν
είσαι Εσύ η Άνοιξη στο χέρι μου…)
Υπάρχουν άνθρωποι ακατοίκητοι
που σχεδόν λιποθυμούν
στη θέα της αγάπης
φτάνει να δεις
στα μάτια τους τον τρόμο
καθώς τον ουρανό κοιτάζουν
Πιο πέρα απ’ τα βουνά
λυπημένος ανέβαινε ο ίσκιος
κάθε φορά μικρότερος
από τη γεύση των χεριών μας
Και τώρα
δεν ξέρω αν είσαι Εσύ
η Άνοιξη στο χέρι μου
ή μόνο ένα ναρκωμένο λούλουδο
που γίνηκε ζωή από τον Έρωτα
Εκ γενετής στο στήθος της
κόκκοι πορφύρας δάκρυζαν
οι φίλοι και ο θάνατος ποτέ
Λένε
εκεί ψηλά στο Κάστρο τ’ Αναπλιού
νεκρώσιμο φεγγάρι
ρίζωσε
όπως κι ο ύπνος
στις πέτρες της Ασίνης
ερημία
να σφάξουμε ένα θάνατο
η νύχτα να γεμίσει αίμα
Αίφνης
γέμισε το κορμί του
κίτρινα αινίγματα
όλοι το ’κλαιγαν
το μάρμαρο απάνω στις Μυκήνες
Εκείνο πάλι
με λαμπερά ξυράφια
ακόνιζε κατάλευκα ποιήματα
[αποσπάσματα
από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΜΙΚΡΕΣ ΣΚΙΕΣ… μερικές σταγόνες αίμα για
φυλαχτό αιώνιο, Αθήνα 2006]
ΑΙΦΝΗΣ ΕΜΕΙΝΕ ΜΕ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΟ ΝΕΚΡΟ ΝΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ
ΤΟΥ ΤΡΥΠΕΣ
(αποσπάσματα από τις ΜΙΚΡΕΣ
ΣΚΙΕΣ ΤΗΣ Κατερίνας Κατσίρη 2006)
Έδεσε τις πληγές του με δέρμα ξεραμένο
για να ’ναι η μαχαιριά ολάκερη
ο ψυχοπαθής
που μάζωνε στη φούχτα του αδελφούς
και σκότωσε το στήθος του
Ήρεμα διαιρούσε τον έρωτα
με τη σπονδυλική του στήλη
για να τραφεί το κέντρο της αποτυχίας του…
… κι ύστερα τάχα δερνόταν πάλευε
ξερίζωνε του πρωτομάστορα χέρια
πρώτα ετσάκισε
τον ίσκιο του θανάτου της
πάνω στα βρώμικά του χρόνια
Την τελευταία στιγμή δεν άντεξε το φως
Πρήστηκε
Μισοτιμής την όραση αγορασμένη
Πώς να πεθάνει
κανείς δεν ήξερε σ’ αυτή την πόλιν
μονάχα η γυναίκα
με το παράξενο κακό
εκπλήρωνε τον έρωτα στην πράξη
ΞΟΠΙΣΩ ΤΟΥ ΠΑΝΤΑ ΕΣΕΡΝΕ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΝΑ ΔΕΝΕΙ ΤΑΧΑ ΤΙΣ
ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΡΙΜΑΣ ΤΟΥ…
… στο τέλος
εκρεμάστηκε από το ψεύτικό του
θρήνο
Είχε όλο το χρόνο φορτωμένο
ν’ ανάψει μες τα χέρια
του μιαν Άνοιξη
ώσπου οι σκώροι της συνήθειας
κατάφαγαν τις φτέρνες του
Ω αν είχα το κρασί που
φιλεύει τη θάλασσα
νερό στο θεό θα το πουλούσα
για το βαθύ χορό του χρόνου
μου
έτσι άγρια να μ’ έπαιρνε
και να με σφράγιζε σε δυο σταγόνες του
το θάνατο στα δυο να κόψω
Μια μέρα
θ’ ακουμπάμε το χέρι στη γη
και θα μαζεύουμε
συνωστισμούς πτωμάτων
και λίγους αγνοούμενους
από συντροφική σιωπή
Σε τούτη την Πολιτεία πόσα αγριόσκυλα
με λύσσα ανοίγουνε πληγές
δεν επαρκούμε να χορτάσουν
Ω αγάπη μου
πόσο πελιδνή είσαι της είπε
μετρώντας στη σελίδα
πνιγμένη τη γυναίκα που έφτυσε τον έρωτα
Ένα μαρτύριο το πρόσωπό του
ξερό και ανοιχτό
στο κράσπεδο γλιστρούσε
ποιος ξέρει
με πόσες πόρνες έτοιμες
αντάλλαξε τις λεπτομέρειες
Ω θαρρώ πως αν αιφνίδια
μεταλάβω τα λουλούδια
που γεννούν ύπουλες
σουβλερές φωτιές
ίσως έρθουν τα περιστέρια
γιομάτα με κινήσεις βλάστησης
[αποσπάσματα
από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΜΙΚΡΕΣ ΣΚΙΕΣ… μερικές σταγόνες αίμα για
φυλαχτό αιώνιο, Αθήνα 2006]
… ΣΥΝΗΘΕΙΟ ΠΟΥ ΤΟ ’ΧΟΥΝΕ ΟΙ ΘΑΜΝΟΙ Ν’ ΑΛΛΑΖΟΥΝΕ ΤΟ
ΣΧΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥΣ Μ’ ΕΝΑ ΑΙΔΟΙΟ…
(αποσπάσματα από τις ΜΙΚΡΕΣ
ΣΚΙΕΣ ΤΗΣ Κατερίνας Κατσίρη 2006)
Πλήθος ολάκερο
τραβηγμένο στη στεριά και τίποτα πράο
γύρω τους μόνο η αναχώρηση που κρέμεται από το χέρι το χέρι λεπτό σαν του παιδιού εκείνο που έπρεπε να μένει πίσω Έπειτα νοσταλγώντας κόκκινη βοή τα ρόδα έσφαξε κι έστρωσε ποίημα στη γη έπειτα το κόκκινο ξεχύθηκε με την ηχώ της ίδιας της ζωής Εμείς που ψηλαφίσαμε τα ίχνη της νοιώσαμε τη φλεγόμενη στιγμή Σκέπασες
κι εσύ τις αμαρτίες σου τόσο προσεκτικά
που κανείς δεν το κατάλαβε πως σ’
έλιωσαν και σ’ έφαγαν κάτω απ’ τα παπλώματα
έτσι στο βούρκο που ακούμπησε
επίμονος … Κατόπιν η στροφή βγήκε απ’ το
λεωφορείο κι αυτό ήταν όλο έτσι ο
δρόμος που πνιγόταν κρεμάστηκε σαν τρόπαιο μες τα κρανία μας Ο μικρός Άγγελος είχε γράψει στο βράχο: Πλήθος πουλιά μεταφέρουν στα πόδια τους το
θάνατο ωστόσο ένα ζευγάρι μοβ
περιστέρια αντανακλούν στο αίμα μου το θρήνο Ω Θεέ μου δεν έχει τίποτα άλλο να πιει επτώχευσε η σάρκα του από χλιδή
Κυριακή, 19 Σεπτεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου