(… τελικά θα μπορούσα να είμαι η γυναίκα μου.…)
Λόγω συμφωνίας
χαρακτήρων να με είχα παντρευτεί!..
Με ωραία φωνή
την οποία κι ακούω ευκρινέστατα.
Ευγενέστατος
δε. Και μαζί ευσυγκίνητος!..
Τι
λουλούδια θα μου ’κοβα
και με λόγια που
εγώ θα περίμενα.
Και θα ήξερα
εγώ μέχρι πότε να δίσταζα με τι νάζια
ώστε ποτέ να μη
σε χάσω.
Θα με ζήλευα
ύστερα: τόσο
όσο αυτοί που
είναι βέβαιοι.
Και όσο
πρέπει και όταν
θα ενέδιδα.
Ευτυχώς με δυο
χέρια
ώστε πάντα το
ένα από τα δυο
να χαϊδεύεται.
Μετά ξέραν τα
δυο
πού να
χάιδευαν και πώς!..
Κι ένα μόνο
παιδί θα μου σκάρωνα – εμένα!..
Όμως πάνω κι απ’
όλα:
όταν η ώρα θα
’ρχότανε όχι
όχι ένας –
ένας όλοι μαζί θα χωρίζαμε!..
[από το ΑΚΥΡΟ
ΘΑΥΜΑ 1996,
τελευταία
συλλογή στη συγκεντρωτική έκδοση:
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΒΑΡΒΕΡΗΣΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α’ 1975 -1996]
ΑΝ ΕΠΛΗΤΤΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ
(κι άλλες επιλογές από το ΑΚΥΡΟ
ΘΑΥΜΑ του Γιάννη Βαρβέρη)…
Ξέρω πως θα πεθάνω πιο
νωρίς.
Το βεβαιώνουνε στατιστικές
η γενική σου κάτοψη κι οι
γενικές μου·
έχεις το σφρίγος που
καταλαβαίνει όσα είναι σφρίγος
έχω το τακτ του γήρατος
που αυτομολεί.
Όμως ας υποθέσουμε
πως ένας θεός καλόγουστος
βαριέται κάποτε το κλασικό
σενάριο
και μες την πλήξη του
αλλάζει των πραγμάτων τη
φορά
και πέφτει επάνω σου με
φόρα.
Όλος ο πόνος τότε θα ’τανε δικός μου.
Η συντριβή η μνήμη
και η μελαγχολία·
κατά τον συγγενή ή τον
φίλο
ακόμα και το δάκρυ.
Νόμιμα θα προφασιζόμουν
πια
μια μόνωση εν οδύνη
ή θα δεχόμουν θηλασμούς
παρηγορίας
μ’ ενέχυρο τη μοναξιά
ή και τις τύψεις για τις
τύψεις
που δε θα ’χα νιώσει.
Αλλά ποιος θεός πλήττει
ποτέ κάνοντας χάζι
θρασύ σενάριο
που όμως τρέμει την
ταινία;
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ
-Κυρίες και κύριοι
σφίξαν οι ζέστες πάλι κι ανεβαίνω απ’ το φωταγωγό.
Επέζησα τόσο χειμώνα μες
στους βόθρους σας
τώρα χιμάω από σιφόνια,
χαραμάδες αστοκάριστες
σε τάπερ παιδικές τροφές
προμήθειες Τρίτου
Παγκοσμίου, χιμάω
ω κατσαρίδες δίποδες,
επέζησα λοιπόν
γιατί καμιά σακούλα
σκουπιδιών
δεν κράτησε ποτέ
σφιχτά τα μυστικά της
ανεβαίνω τώρα
λίγη ελεημοσύνη λίγδα σ’
ένα σκεύος
θα την έχετε ξεχάσει, δεν μπορεί
μια κι οι γριές είστε
γριές βαριέστε
κι οι νέες – νέες
βιαζόσαστε
βέβαια το ξέρω, ας έχω
εκπαιδευτεί, ζήτημα τύχης
να με προδώσει δήθεν
σύμμαχος διακόπτης
ν’ αγκαλιαστώ με νάρκη εντομοκτόνου,
να με βρει
μια πονηρή ή
ευκίνητη παντόφλα
θύμα κι εγώ σαν τόσες
άλλες της φυλής
που πέσαν άγνωστες
σε ατμόπλοια, μαγειρεία
και λιμάνια αιώνων
ξέρω, μπορεί ό,τι είμαι και
σιχαίνεστε να γίνει
ένας καφέ λεκές στον τοίχο
της ζωής σας
δε με νοιάζει, εγώ θ’ ανέβω,
έρχομαι, ανεβαίνω
κι αν -
στρατιές στρατιών
ακολουθούν
αυγά αυγά
αυγά αυγά ωοθήκες
βλάττη ανατολική,
γερμανική, αμερικάνικη
μου το ’χουν πει στα κύτταρα
κρυφά
οι φυσιοδίφες έντρομοι σας
το ’χουνε βεβαιώσει
με ή
χωρίς το μανιτάρι σας δικά μας
θα γίνουν κάποτε τα σούπερ
μάρκετ, ανεβαίνω
ετοιμαστείτε, κύριοι και
κυρίες
να με ψεκάσετε,
πατήσετε και λιώσετε
γελοίοι κουφοί που δεν
ακούτε
στο ελάχιστο δικό μου
κρατς
τα τρισεκατομμύρια τύμπανα
της νίκης
ΟΥΖΕΡΙ
Όστρακα και κυδώνια
και γυαλιστερές
στην πανδαισία των ουζερί
χαροπαλεύοντας
με τη μισή σας νοσταλγία
πλάι στην άλλη
τον τελευταίο σπασμό σας
τον χορεύετε
σαν το μεγάλο κλάμα που
μας ανεβαίνει
όταν θρηνούμε ξένοι για
τον πόνο μας·
όμως, κυδώνια μου
για τα δικά τους κλαίγαν
οι άνθρωποι
απάτη όλα τα δάκρυα
κι απάτη τα λεμόνια μάτια
που θα δακρύσουν πάνω
σας για να σιγουρευτούν
αν είστε ακόμα λίγο
ζωντανά
αν είστε ακόμα φρέσκα του
θανάτου!..
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
-Κανείς δε σκέφτηκε ποτέ
πώς άντεξε τόσο νερό στους ήλιους αιώνων
είπε το ψάρι
εκεί στο μακροβούτι μου.
Η θάλασσα
είν’ τα δικά μας δάκρυα
στους αιώνες είπε πάλι·
και τότε δάκρυσε
αλλά μπορεί και να μη δάκρυσε
πώς να διακρίνεις μέσα στο νερό…
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]
FUR ΠΑΡΤΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996)
Αυτό το διεθνές πάρτι
το χρωστούσα στον εαυτό
μου.
Και ήρθατε όλες σετ –
τζετ σετ στιλπνής
επιδερμίδας:
Η Τσιντσιλά, η Καστόρ,
η Λουτρ
η Αστρακαν, η Ερμίνα κι η
Μουτόν Ντορέ
η Μαρτρ Φουίν με τη Βιζόν και η Μαρτρ Ζιμπελίν
γούνες θεές σαν θεές μέσα
σε γούνες.
Και καθώς θέρμαινα
σατανικούς κλιματισμούς κυλώντας σας
από την πολική μας γνωριμία
στο γκριλ της άνεσης που
αφήνεται νωχελικά
μέχρι την έξαψη των οίνων
άρχισαν να γλιστρούν
κάτι σαν γούνες προς το
πάτωμα
και να ξαπλώνεστε γυμνά
πάνω στο δέρμα σας
το αρνί κι η
φώκια, ο ποντικός
ο λύκος, η νυφίτσα, το κουτάβι
ω ευπατρίδες σεις
κατεργασμένοι
και λιμασμένοι τώρα για ένα
μου άγγιγμα
καθώς πια βλέπετε πως μόνο
εγώ
κάτω από τη ρενάρ
ήμουν ρενάρ
και κάτω από τη δεύτερη
ρενάρ
ρενάρ ρενάρ
ρενάρ
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΤΑΜΙΑ
Στη γλυκιά τράπεζά μου έχω
βάλει τα μικρά χρήματά μου.
Παιδάκια μου χρηματάκια
μου σας μεγαλώνω
να μου δώσετε αύριο ένα
ποτήρι νερό.
Νέα σας δεν έχω από την
θερμοκοιτίδα.
Μόνο ο ταμίας ο πιστός
νοσοκόμος.
Ανά εξάμηνο γιορτάζουμε
μαζί τα γενέθλια.
Μου φέρνει καινούργιες σας
φωτογραφίες
στο βιβλιάριο υγείας
παιδιού.
Θηριάκια.
Καμια φορά σας βλέπω κρυφά
στο κομπιούτερ.
Ο ταμίας είναι φτωχός με
κοιτάει λυπημένα.
Σαν να θέλει να θέλω.
Να χιμήξω να σας
αγκαλιάσω να κλεφτούμε κι οι τρεις.
Για νησιά και
για άσωτα.
Ο ταμίας έχει γυάλινο
ντεκολτέ, ένα τζάμι
όπως τα γυαλιά των
ανθρώπων που εμποδίζουν το πλήρες φιλί.
Αλλά και σας κωλόπαιδα σας
ξέρω,
στις φλέβες σας τρέχει το
αίμα του τόκου!..
ΚΑΙΣΑΡ
Ποιος να τολμούσε τώρα τη
συνέχεια
υπέρκομψε ποιητή μου Καίσαρ Εμμανουήλ;
Αναζητώ τις μυστηριώδεις
ολομόναχες κυρίες
δοκίμασα τους ριγηλούς
πληθυντικούς
ψάχνω για μιούζικ χολ και
για σαξόφωνα
για βάκιλους του Κοχ και ντεσπεράντος εμιγκρέδες
για διανοούμενους
ρατέ και
για ευπατρίδες
δίπλα σ’ αβρότατες εταίρες
από μουσελίνα.
Χίμαιρες όλα, Καίσαρ
τώρα πια ρίχνουμε
λιοντάρια
και τα τρων οι Χριστιανοί
χίμαιρες Καίσαρ, όλα
χίμαιρες
και μελλοθάνατες μας
χαιρετούν·
πόσο μπορέσανε ν’ αντέξουν
σ’ ετοιμοπόλεμη κατάσταση
Μεσοπολέμου;
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]
ΜΑΣΚΕ
Στον τελευταίο χορό
μεταμφιεσμένων
καθένας θα ντυθεί το
τολμηρότερο.
Εδώ τις έχω τις
στολές αναποφάσιστες:
Άγγλος αποικιοκράτης στην
Ινδία
συγκλητικός του Κόμμοδου
με πλήρη γούστα
λόρδος απρόσιτος σε
ιπποδρομίες του Άσκοτ
κρουπιέρης μεγιστάνων στο
Λας Βέγκας
ποιητής μιας ρίζας άδικης,
ξεριζωμένης!..
Αν όμως οι άποικοι
ξεσηκωθούν;
Κι αν το όργιο κλείσει μ’ εντολή
σφαγής;
Τι πλήξη ο διαρκής
θρίαμβος των αλόγων μου!..
Πάντα θα παίζουνε και
πάντα θα μοιράζω;
Και πώς να μου ριζώσει η
ρίζα για καλά,
αν πρώτα δεν την κόψω από
τη ρίζα;
Α, μπα!.. Μ’ ό,τι φοράω θα πάω
Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ
έναν εκ γενετής
συνταξιούχο!..
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ
Πριν μερικά χρόνια, τον
απέναντί μας φούρνο τον πήραν
κάτι συνεσταλμένοι
άνθρωποι που ήρθαν απ’ την επαρχία.
Εργατικοί, σε λίγο καιρό
νοίκιασαν και το διπλανό κατάστημα:
«τσιγάρα, ψιλικά,
παιχνίδια, δώρα»
Κάλεσαν μάλιστα και κάτι
συγγενείς τους απ’ το χωριό
να το δουλέψουνε μαζί.
Σιγά – σιγά οι άνθρωποι
αυτοί γνωρίστηκαν με τους γείτονες,
με τους οποίους έχουν πια
αρκετή οικειότητα, ίσως και φιλίες!..
Εγώ συνεχίζω να τους μιλώ
ευγενέστατα, όπως πρώτα.
Με μισούν, αλλά κάνουν υπομονή
γιατί βαθιά μέσα τους κάτι
τους λέει πως η περιουσία μου
όπου να ’ναι
τελειώνει!..
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΤΑ
Για λόγους πρόνοιας
συχνά επικοινωνώ από τώρα
με την κόλαση
Κι όλο ρωτάω κάτι
φιλαράκια
πρώην αγγέλους
ποιες οι συνθήκες και το τι μας περιμένει.
Μου λένε για καζάνια, γι’ αλυσίδες,
για βασανιστήρια
τα γνωστά.
Όμως εσχάτως
επιμένουν στον αθλητισμό:
εδώ οι
ποδοσφαιριστές, μου λένε
με κομμένα πόδια παίζουν νυχθημερόν
επάνω στ’ αναπηρικά τους καροτσάκια.
Οι πρώην μπασκετμπολίστες
τώρα νάνοι δίχως χέρια
με το κεφάλι μάταια
προσπαθούν
να φτάσουν το καλάθι.
Το πιο φρικτό: οι μπάλες είν’ τετράγωνες.
Κι οι φίλαθλοι, σε απόλυτη
αμνησία
μπερδεύουν τι ομάδες τους
ζητωκραυγάζουν λάθος
και φεύγουν πάντα και
όλοι
λυπημένοι!..
Αυτά παιδιά από την
κόλαση.
Και σας τα γράφω
παρότι απίθανό να τα διαβάσετε
για να μην πείτε κάποτε
πως ήξερα και
δεν μιλούσα!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]
ΜΑΣΚΟΤ ΤΩΝ ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΕΩΝ, Γ’
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996)
Όμως κι εσείς οι εναπομείναντες
πλησίστιες ζακετούλες και
ψαθάκια
θυμάστε όπως ξεχνούν: λέτε πως είναι ίδια εδώ
κι ας έχουν όλα αλλάξει
Ξενοδοχείων ερειπιώνες,
φέρετρα θερέτρων
Τώρα παντού ξενώνες και
φαστφούντ
φωτίσανε σε κίτρινο το κάθε γκρίζο.
Με μια ριχτή ζακέτα
πιθανής ψυχρούλας
ανάμεσα σε ηλιοκαμένα
βούρλα της ακτής
τι ανακατώνω, κόβω και
μοιράζω
μια τράπουλα καημένες
στάχτες μνήμες;
Φέρνει καμένο ο φλοίσβος
σκόνη μετακόμισης.
Με μια ριχτή στον ώμο μου
ψυχρούλα
πριν καν έρθει Σεπτέμβρης
πρέπει να πηγαίνω.
Επείγει ό,τι δε
γίνεται -
ν’ αλλάξω παρελθόν.
ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΙΚΗ
Βρες μου ένα χάρτη αυτής της πόλης
μόνο.
Εχω ήδη γράψει σε μικρά – μικρά
χαρτάκια
ονόματα καταστημάτων, θεάτρων κι άλλων
παρόντων πάντα εδώ, στους ίδιους δρόμους
αν λίγο κλείσουμε τα μάτια που
κοτάζουν.
Έλα να καρφιτσώσουμε στο χάρτη
ταμπελίτσες
μια και για μας αυτά δεν αλλάζουν εδώ
και χρόνια
έλα να καρφιτσώσουμε ό,τι λείπει
με λύπη, με καρφίτσα και με λύπη.
Έτσι σιγά – σιγά πια να ζούμε
καρφιτσωμένοι σ’ ένα χάρτη μες το
σπίτι
με μόνη πόλη αυτή μας τη μακέτα!..
ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ
Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου
Και με φωνάζω από το διπλανό δωμάτιο
μ’ αγκαλιάζω με φιλάω
είμαι περήφανος για τους βαθμούς σου
το Σάββατο θα πάμε σινεμά
την Κυριακή θα φάμε έξω
και σε σφίγγω στη σκιά μου
αυτήν που έχω στους πνεύμονες
και δεν θα σε προλάβουν
μονάχα μην υποπτευθείς
γ’ αυτό ανάβω και τσιγάρο;
μ’ ακούω να λέω
αλλά δεν ξέρω πια
ποιος απ’ τους δυο καπνίζει
και ποιος κλαίει.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη
ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]
ΑΠΟΛΥΤΗ ΗΡΕΜΙΑ
ΕΚΚΡΕΜΕΙ
(… εκκρεμεί το παλιό εκκρεμές
σαν εσένα πάει κι έρχεται
δήθεν πως κάτι πάει κι έρχεται…)
Έτσι βολεύομαι, με αναβολικά
αναβολής βολής.
Με βολικά λογοπαίγνια!..
Σαν να καλόμαθα, λέω εγώ
πως όλα αιωνίως θα γερνούν
σε πτώση γενική του γήρατος!..
Και σαν να ξέχασα την αφαιρετική την ξεχασμένη
την πτώση που εκκρεμεί
όσο ηρεμώ κι εσύ
εκκρεμείς
όσο ηρεμώ κι εσύ εκκρεμείς όσο ημερώ…
Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά, σ’ ένα καλό εστιατόριο Κυριακής. Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε τη σημερινή
της ηλικία που δε γνωρίζω ακριβώς, πάντων άνω των εβδομήντα, εγώ μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι τη
σημερινή. Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος από κείνην, ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο. Το εστιατόριο με πολλή κίνηση αλλά χωρίς φασαρία και
μπροστά μας ήδη σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε
παραγγείλει. Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο κι
έμεινε για τη μαμά μια μερίδα αρνάκι!.. – Το αρνάκι βλάπτει, παρ’ το εσύ
καλύτερα που είσαι πεθαμένος, είπα στον
πατέρα μου. Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς!.. [ΓΚΑΦΑ
ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ
ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 – 1996,
εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ]

