Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025

Η ΓΥΝΗ ΝΑ ΦΟΒΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ

 (… τελικά θα μπορούσα να είμαι η γυναίκα μου.…)

Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων  να με είχα παντρευτεί!..

Με ωραία φωνή την οποία  κι  ακούω ευκρινέστατα.

Ευγενέστατος δε.   Και μαζί ευσυγκίνητος!..

Τι λουλούδια  θα μου ’κοβα

και με λόγια που εγώ θα περίμενα.

Και θα ήξερα εγώ   μέχρι πότε να δίσταζα   με τι νάζια

ώστε ποτέ να μη σε χάσω.

Θα με ζήλευα ύστερα:  τόσο

όσο αυτοί που είναι βέβαιοι.

Και όσο πρέπει  και  όταν    θα ενέδιδα. 

Ευτυχώς με δυο χέρια

ώστε πάντα το ένα από τα δυο

να χαϊδεύεται.

Μετά ξέραν τα δυο

πού να χάιδευαν  και  πώς!..

Κι ένα μόνο παιδί θα μου σκάρωνα – εμένα!..

Όμως πάνω κι απ’ όλα:

όταν η ώρα θα ’ρχότανε   όχι

όχι ένας – ένας   όλοι μαζί θα χωρίζαμε!..

[από  το  ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996,

τελευταία συλλογή  στη συγκεντρωτική έκδοση:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α’  1975 -1996]

 

 


ΑΝ ΕΠΛΗΤΤΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ

(κι άλλες επιλογές από το ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ του Γιάννη Βαρβέρη)…

Ξέρω πως θα πεθάνω πιο νωρίς.

Το βεβαιώνουνε στατιστικές

η γενική σου κάτοψη  κι  οι γενικές μου·

έχεις το σφρίγος που καταλαβαίνει όσα είναι σφρίγος

έχω το τακτ του γήρατος που αυτομολεί.

Όμως ας υποθέσουμε

πως ένας θεός καλόγουστος

βαριέται κάποτε το κλασικό σενάριο

και μες την πλήξη του

αλλάζει των πραγμάτων τη φορά

και πέφτει επάνω σου με φόρα.

 

Όλος ο πόνος  τότε θα ’τανε δικός μου.

Η συντριβή   η μνήμη  και  η μελαγχολία·

κατά τον συγγενή  ή  τον φίλο

ακόμα και το δάκρυ.

Νόμιμα θα προφασιζόμουν πια

μια μόνωση εν οδύνη

ή θα δεχόμουν θηλασμούς παρηγορίας

μ’ ενέχυρο τη μοναξιά

ή και τις τύψεις για τις τύψεις

που δε θα ’χα νιώσει.

 

Αλλά ποιος θεός πλήττει ποτέ κάνοντας χάζι

θρασύ σενάριο

που όμως τρέμει την ταινία;

 

 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ 

-Κυρίες και κύριοι

σφίξαν οι ζέστες πάλι  κι ανεβαίνω απ’ το φωταγωγό.

Επέζησα τόσο χειμώνα μες στους βόθρους σας

τώρα χιμάω από σιφόνια, χαραμάδες αστοκάριστες

σε τάπερ παιδικές τροφές

προμήθειες Τρίτου Παγκοσμίου, χιμάω

ω κατσαρίδες δίποδες, επέζησα λοιπόν

γιατί καμιά σακούλα σκουπιδιών

δεν κράτησε ποτέ σφιχτά   τα μυστικά της

ανεβαίνω τώρα

λίγη ελεημοσύνη λίγδα σ’ ένα σκεύος

θα την έχετε ξεχάσει,  δεν μπορεί

μια κι οι γριές είστε γριές βαριέστε

κι οι νέες – νέες βιαζόσαστε

βέβαια το ξέρω, ας έχω εκπαιδευτεί, ζήτημα τύχης

να με προδώσει δήθεν σύμμαχος διακόπτης

ν’ αγκαλιαστώ με νάρκη εντομοκτόνου, να με βρει

μια πονηρή  ή  ευκίνητη παντόφλα

θύμα κι εγώ σαν τόσες άλλες της φυλής

που πέσαν άγνωστες

σε ατμόπλοια, μαγειρεία και λιμάνια αιώνων

ξέρω,  μπορεί ό,τι είμαι  και  σιχαίνεστε να γίνει

ένας καφέ λεκές στον τοίχο της ζωής σας

δε με νοιάζει,  εγώ θ’ ανέβω,  έρχομαι,  ανεβαίνω

κι αν   -

στρατιές στρατιών ακολουθούν

αυγά  αυγά   αυγά  αυγά  ωοθήκες

βλάττη ανατολική, γερμανική,  αμερικάνικη

μου το ’χουν πει στα κύτταρα κρυφά

οι φυσιοδίφες έντρομοι σας το ’χουνε βεβαιώσει

με  ή  χωρίς το μανιτάρι σας δικά μας

θα γίνουν κάποτε τα σούπερ μάρκετ, ανεβαίνω

ετοιμαστείτε, κύριοι  και  κυρίες

να με ψεκάσετε, πατήσετε  και  λιώσετε

γελοίοι κουφοί που δεν ακούτε

στο ελάχιστο δικό μου κρατς

τα τρισεκατομμύρια τύμπανα της νίκης

 

ΟΥΖΕΡΙ

Όστρακα  και κυδώνια  και  γυαλιστερές

στην πανδαισία των ουζερί χαροπαλεύοντας

με τη μισή σας νοσταλγία πλάι στην άλλη

τον τελευταίο σπασμό σας τον χορεύετε

σαν το μεγάλο κλάμα που μας ανεβαίνει

όταν θρηνούμε ξένοι για τον πόνο μας·

όμως, κυδώνια μου

για τα δικά τους κλαίγαν οι άνθρωποι

απάτη όλα τα δάκρυα

κι απάτη τα λεμόνια μάτια

που θα δακρύσουν πάνω σας  για να σιγουρευτούν

αν είστε ακόμα λίγο ζωντανά

αν είστε ακόμα φρέσκα του θανάτου!..

 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

-Κανείς δε σκέφτηκε ποτέ

πώς άντεξε τόσο νερό   στους ήλιους αιώνων

είπε το ψάρι

εκεί στο μακροβούτι μου.

Η θάλασσα

είν’ τα δικά μας δάκρυα στους αιώνες   είπε πάλι·

και τότε δάκρυσε

αλλά μπορεί και να μη δάκρυσε

πώς να διακρίνεις    μέσα στο νερό…

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]

 

FUR  ΠΑΡΤΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ  ΘΑΥΜΑ 1996)

Αυτό το διεθνές πάρτι

το χρωστούσα στον εαυτό μου.

Και ήρθατε όλες σετ –

τζετ σετ στιλπνής επιδερμίδας:

Η Τσιντσιλά,  η Καστόρ,  η Λουτρ

η Αστρακαν, η Ερμίνα  κι  η Μουτόν Ντορέ

η Μαρτρ Φουίν  με τη Βιζόν και η  Μαρτρ Ζιμπελίν

γούνες θεές σαν θεές μέσα σε γούνες.

Και καθώς θέρμαινα σατανικούς κλιματισμούς κυλώντας σας

από την πολική μας γνωριμία

στο γκριλ της άνεσης που αφήνεται νωχελικά

μέχρι την έξαψη των οίνων

άρχισαν να γλιστρούν

κάτι σαν γούνες προς το πάτωμα

και να ξαπλώνεστε γυμνά πάνω στο δέρμα σας

το αρνί  κι  η φώκια,  ο ποντικός

ο λύκος, η νυφίτσα,  το κουτάβι

ω ευπατρίδες σεις κατεργασμένοι

και λιμασμένοι τώρα για ένα μου άγγιγμα

καθώς πια βλέπετε πως μόνο εγώ

κάτω από τη ρενάρ

ήμουν ρενάρ

και κάτω από τη δεύτερη ρενάρ

ρενάρ   ρενάρ   ρενάρ

 

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΤΑΜΙΑ

Στη γλυκιά τράπεζά μου έχω βάλει τα μικρά χρήματά μου.

Παιδάκια μου χρηματάκια μου σας μεγαλώνω

να μου δώσετε αύριο ένα ποτήρι νερό.

Νέα σας δεν έχω από την θερμοκοιτίδα.

Μόνο ο ταμίας ο πιστός νοσοκόμος.

Ανά εξάμηνο γιορτάζουμε μαζί τα γενέθλια.

Μου φέρνει καινούργιες σας φωτογραφίες 

στο βιβλιάριο υγείας παιδιού.

Θηριάκια.

Καμια φορά σας βλέπω κρυφά στο κομπιούτερ.

Ο ταμίας είναι φτωχός με κοιτάει λυπημένα.

Σαν να θέλει να θέλω.

Να χιμήξω να σας αγκαλιάσω  να κλεφτούμε κι οι τρεις.

Για νησιά  και  για άσωτα.

Ο ταμίας έχει γυάλινο ντεκολτέ,  ένα τζάμι

όπως τα γυαλιά των ανθρώπων που εμποδίζουν το πλήρες φιλί.

Αλλά και σας κωλόπαιδα σας ξέρω,

στις φλέβες σας τρέχει το αίμα του τόκου!..

 

ΚΑΙΣΑΡ

Ποιος να τολμούσε τώρα τη συνέχεια

υπέρκομψε ποιητή μου  Καίσαρ Εμμανουήλ;

Αναζητώ τις μυστηριώδεις ολομόναχες κυρίες

δοκίμασα τους ριγηλούς πληθυντικούς

ψάχνω για μιούζικ χολ  και  για σαξόφωνα

για βάκιλους του Κοχ  και ντεσπεράντος εμιγκρέδες

για διανοούμενους ρατέ  και  για ευπατρίδες

δίπλα σ’ αβρότατες εταίρες από μουσελίνα.

Χίμαιρες όλα, Καίσαρ

τώρα πια ρίχνουμε λιοντάρια

και τα τρων οι Χριστιανοί

χίμαιρες Καίσαρ, όλα χίμαιρες

και μελλοθάνατες μας χαιρετούν·

πόσο μπορέσανε ν’ αντέξουν

σ’ ετοιμοπόλεμη κατάσταση Μεσοπολέμου;

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]

 

 ΜΑΣΚΕ

Στον τελευταίο χορό μεταμφιεσμένων

καθένας θα ντυθεί το τολμηρότερο.

Εδώ τις έχω τις στολές   αναποφάσιστες:

Άγγλος αποικιοκράτης στην Ινδία

συγκλητικός του Κόμμοδου με πλήρη γούστα

λόρδος απρόσιτος σε ιπποδρομίες του Άσκοτ

κρουπιέρης μεγιστάνων στο Λας Βέγκας

ποιητής μιας ρίζας άδικης, ξεριζωμένης!..

 

Αν όμως οι άποικοι ξεσηκωθούν;

Κι αν το όργιο κλείσει μ’ εντολή σφαγής;

Τι πλήξη ο διαρκής θρίαμβος των αλόγων μου!..

Πάντα θα παίζουνε  και  πάντα θα μοιράζω;

Και πώς να μου ριζώσει η ρίζα για καλά,

αν πρώτα δεν την κόψω από τη ρίζα;

 

Α, μπα!..  Μ’ ό,τι φοράω θα πάω

Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ

έναν εκ γενετής συνταξιούχο!..

 

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ

Πριν μερικά χρόνια, τον απέναντί μας φούρνο   τον πήραν

κάτι συνεσταλμένοι άνθρωποι  που ήρθαν απ’ την επαρχία.

Εργατικοί, σε λίγο καιρό νοίκιασαν και το διπλανό κατάστημα:

«τσιγάρα,  ψιλικά,  παιχνίδια,  δώρα»

Κάλεσαν μάλιστα και κάτι συγγενείς τους απ’ το χωριό

να το δουλέψουνε μαζί.

Σιγά – σιγά οι άνθρωποι αυτοί γνωρίστηκαν με τους γείτονες,

με τους οποίους έχουν πια αρκετή οικειότητα,  ίσως και φιλίες!..

Εγώ συνεχίζω να τους μιλώ ευγενέστατα,  όπως πρώτα.

Με μισούν,  αλλά κάνουν υπομονή

γιατί βαθιά μέσα τους κάτι τους λέει  πως η περιουσία μου

όπου να ’ναι

τελειώνει!..

 

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΤΑ

Για λόγους πρόνοιας

συχνά επικοινωνώ από τώρα

με την κόλαση

Κι όλο ρωτάω κάτι φιλαράκια

πρώην αγγέλους

ποιες οι συνθήκες  και το τι μας περιμένει.

Μου λένε για καζάνια,  γι’ αλυσίδες,  για βασανιστήρια

τα γνωστά.

Όμως εσχάτως επιμένουν   στον αθλητισμό:

εδώ οι ποδοσφαιριστές,  μου λένε

με κομμένα πόδια  παίζουν νυχθημερόν

επάνω στ’ αναπηρικά τους καροτσάκια.

Οι πρώην μπασκετμπολίστες

τώρα νάνοι δίχως χέρια

με το κεφάλι μάταια προσπαθούν

να φτάσουν το καλάθι.

Το πιο φρικτό:  οι μπάλες είν’ τετράγωνες.

Κι οι φίλαθλοι, σε απόλυτη αμνησία

μπερδεύουν τι ομάδες τους

ζητωκραυγάζουν λάθος 

και φεύγουν πάντα  και  όλοι

λυπημένοι!..

 

Αυτά παιδιά από την κόλαση.

Και σας τα γράφω

παρότι απίθανό  να τα διαβάσετε

για να μην πείτε κάποτε

πως ήξερα  και  δεν μιλούσα!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]

 

ΜΑΣΚΟΤ ΤΩΝ ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΕΩΝ, Γ’

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ  ΘΑΥΜΑ 1996)

Όμως κι εσείς οι εναπομείναντες

πλησίστιες ζακετούλες  και  ψαθάκια

θυμάστε όπως ξεχνούν:  λέτε πως είναι ίδια εδώ

κι ας έχουν όλα αλλάξει

Ξενοδοχείων ερειπιώνες, φέρετρα θερέτρων

Τώρα παντού ξενώνες  και  φαστφούντ

φωτίσανε σε κίτρινο   το κάθε γκρίζο.

 

Με μια ριχτή ζακέτα πιθανής ψυχρούλας

ανάμεσα σε ηλιοκαμένα βούρλα της ακτής

τι ανακατώνω, κόβω και μοιράζω

μια τράπουλα καημένες στάχτες μνήμες;

 

Φέρνει καμένο ο φλοίσβος

σκόνη μετακόμισης.

Με μια ριχτή στον ώμο μου ψυχρούλα

πριν καν έρθει Σεπτέμβρης

πρέπει να πηγαίνω.

 

Επείγει ό,τι δε γίνεται  -

ν’ αλλάξω παρελθόν.

ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΙΚΗ

Βρες μου ένα χάρτη αυτής της πόλης μόνο.

 

Εχω ήδη γράψει σε μικρά – μικρά χαρτάκια

ονόματα καταστημάτων, θεάτρων κι άλλων

παρόντων πάντα εδώ,  στους ίδιους δρόμους

αν λίγο κλείσουμε τα μάτια που κοτάζουν.

Έλα να καρφιτσώσουμε στο χάρτη ταμπελίτσες

μια και για μας αυτά δεν αλλάζουν εδώ και χρόνια

έλα να καρφιτσώσουμε ό,τι λείπει

με λύπη,  με καρφίτσα και με λύπη.

 

Έτσι σιγά – σιγά πια να ζούμε

καρφιτσωμένοι σ’ ένα χάρτη μες το σπίτι

με μόνη πόλη αυτή μας τη μακέτα!..

 

ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ

Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου

 

Και με φωνάζω από το διπλανό δωμάτιο

μ’ αγκαλιάζω   με φιλάω

είμαι περήφανος για τους βαθμούς σου

το Σάββατο θα πάμε σινεμά

την Κυριακή θα φάμε έξω

και σε σφίγγω στη σκιά μου

αυτήν που έχω στους πνεύμονες

και δεν θα σε προλάβουν

μονάχα μην υποπτευθείς

γ’ αυτό   ανάβω και τσιγάρο;

μ’ ακούω να λέω

αλλά δεν ξέρω πια

ποιος απ’ τους δυο καπνίζει

και ποιος κλαίει.

 [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ 1996]

 

ΑΠΟΛΥΤΗ ΗΡΕΜΙΑ ΕΚΚΡΕΜΕΙ

(… εκκρεμεί το παλιό εκκρεμές 

σαν εσένα πάει κι έρχεται   δήθεν  πως κάτι πάει κι έρχεται…)

Έτσι βολεύομαι,  με αναβολικά  αναβολής   βολής.

Με βολικά λογοπαίγνια!..

Σαν να καλόμαθα, λέω εγώ

πως όλα αιωνίως θα γερνούν

σε πτώση γενική   του γήρατος!..

Και σαν να ξέχασα   την αφαιρετική την ξεχασμένη

την πτώση που εκκρεμεί

όσο ηρεμώ  κι  εσύ εκκρεμείς

όσο ηρεμώ  κι εσύ εκκρεμείς   όσο ημερώ…

 

Ήμασταν  λέει  καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά,   σ’ ένα καλό εστιατόριο Κυριακής.   Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε τη σημερινή της ηλικία  που δε γνωρίζω ακριβώς,  πάντων άνω των εβδομήντα,  εγώ μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι τη σημερινή.   Όμως ο πατέρας  ήταν κάπως πιο νέος από κείνην,  ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο.   Το εστιατόριο με πολλή κίνηση  αλλά χωρίς φασαρία  και   μπροστά μας ήδη σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε παραγγείλει.   Πήρα εγώ το συκώτι,  ο μπαμπάς το φιλέτο  κι  έμεινε για τη μαμά μια μερίδα αρνάκι!.. – Το αρνάκι βλάπτει, παρ’ το εσύ καλύτερα που είσαι πεθαμένος,  είπα στον πατέρα μου.   Με κοίταξε  όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς!.. [ΓΚΑΦΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ  1996, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α  1975 – 1996, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ] 

Δευτέρα, 29 Δεκεμβρίου 2025

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΡΧΙΖΕΙ

 (…κι ένας καιρός που ο έρωτας τελειώνει…)


Όπως η μπαταρία σ’ ένα τρανζίστορ

που του λείπει το καλώδιο για σύνδεση με το ηλεκτρικό

 

Υπάρχει το βραχυκύκλωμα δυο σωμάτων

 

Λέξεις βαθιές. Μεγάλες σαν γέφυρες

που ενώνουν το ένα μισό μιας πόλης με το άλλο μισό

 

Ένα γαλάζιο πουκάμισο που φοράει μια ξανθιά γυναίκα

χαμογελώντας κι από κάτω τίποτα

 

Ο θάνατος δεμένος σφιχτά σε μια καρέκλα

με μια πετσέτα στο στόμα και το πρόσωπο στο κενό

 

Υπάρχει ο μυστικός λογαριασμός που τον ξοφλάει κανείς

κι εγώ δεν ξέρω ύστερα από πόσα χρόνια

 

Ο ιδρώτας στον κρόταφο.   Η δροσιά στο δέρμα.

Το ζεστό θόλωμα στην κόρη του ματιού.

 

Με βάση όλα αυτά (και μερικά άλλα)

θα μπορούσα να πω τι ακριβώς είναι ο έρωτας.

 



ΔΥΟ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

(…Λίγη αγάπη. Και το τρίξιμο του κρεβατιού… -

EXPLANATIONS OF LOVE   από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)

Αγάπες που αγαπώ  και  πάθη  που επιτρέπω:

Ν’ ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια…

Κάποια ποιήματα του Καβάφη.

 

Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου

 (στίχοι από τις ΚΑΘΑΡΕΣ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ στην ίδια συλλογή)

 

 

 ΛΕΖΑΝΤΑ:  Το σώμα μου είναι ένα όμποε που παίζει Βιβάλντι…  

(…το σώμα σου είναι μια πόλη που έχει αρπάξει φωτιά – CODA)

Υπάρχουν σώματα τόσο περίπλοκα και λευκά

όσο το αίσθημα του σκακιστή όταν νικά.

 

Υπάρχουν σώματα τόσο άδεια

όσο ένα γήπεδο τα βράδια.

 

Υπάρχουν σώματα με ευαίσθητο δέρμα.

Σώματα που δεν φτάνουν ως το τέρμα.

 

Σώματα δυνατά. Με αυξημένη αντίσταση.

Σώματα κατάλληλα για κάθε περίσταση.

 

Πράσινα σώματα.    Κόκκινα σώματα.

Σώματα ποιητών.    Σώματα καλογήρων.

 

Σώματα που ανεβαίνουν στον ουρανό.

Σώματα που πέφτουν στο κενό.

 

Τα σώματα αυτών που έχουν μείνει μόνοι.

Σώματα που αιωρούνται στην αγχόνη.

 

Σώματα τριχωτά.    Σώματα σαρκοβόρα.

Σώματα αμφίβια.    Σώματα προνομιούχα.

 

Σώματα σαν χωριά που τα ερήμωσε η μετανάστευση.

Σώματα σαν κάτι μικροπράγματα που χάνεις στη μετακόμιση.

 

Σώματα διαφανή.

Σώματα μυθικά (το μισό άνθρωπος το μισό ζώο).

 Σώματα αυτοδίδακτα,    Σώματα ηλεκτροφόρα.

 

Σώματα σαν ατέλειωτες οικοδομές.

Σώματα σαν οικόπεδα περιφραγμένα.

 

Σώματα αναρριχητικά.    Σώματα ταριχευμένα.

Τα σώματα του Γκρέκο.

 

Το σώμα μιας γυναίκας με πράσινο μεταξωτό φόρεμα ένα ζεστό καλοκαιριάτικο πρωινό στις σκάλες του Ζαπείου.

 

Τέλος υπάρχουν σώματα με φύλλωμα πυκνό.

Σώματα που δεν βλάστησαν ακόμα.

 

Σώματα μέσα σ’ άλλα σώματα.

Και σώματα στο χώμα.

[ΠΕΡΙ ΣΩΜΑΤΩΝ  δοκίμιο  Νάσου Βαγενά

από τη συλλογή του

ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος 1981 

ένα ωραίο πρωινό   γεμάτο φως  Δευτέρας που

φυσάει  ένας απαλός αέρας.

Βαθύ γαλάζιο.   Άσπρα πουλιά.

Και φυσικά η θάλασσα.

Ωστόσο λείπουν μερικά δένδρα,

Κι ένα – δύο καράβια στο βάθος.   Που να δείχνουν

ότι μπορεί   κανείς  ν’ αναχωρήσει…

ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΠΡΩΙ  -  Πίνακας Ατελής ]

 

ΣΧΕΔΟΝ ΕΡΩΤΙΚΟ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά

ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)

Όλα τ’ άγρια ζώα σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι σου.  

Φυσάει ένας δαιμονισμένος αέρας.

 

Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός.

Δένδρου όπου μάταια προσπαθώ ν’ ανέβω.

 

DE RERUM NATURA 

(con rime obbligate)

Αφού η ιστορία γράφεται με αίμα

και απαιτεί ποικίλες εκατόμβες

κι η αλήθεια είναι ένα θέμα

που το θίγουν μόνο οι βόμβες

 

ας αρκεστούμε σ’ ότι απομένει.

Το μικρότερο ψέμα είναι το καλύτερο.

Κι αν ο κόμπος φτάσει κάποτε στο χτένι

είναι προτιμότερο

 

να σπάσουμε το χτένι   (αργότερα το ξανακολλάμε

Πάντα βρίσκει κανείς μια κολλητική

ουσία σε κάποια ξεχασμένη

 

κρύπτη της ψυχής του)  Η καλύτερη πολιτική

είναι αυτή που υπαγορεύει η ειμαρμένη.

Με λίγη αισιοδοξία εδώ κι εκεί.

 

ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΙΙ

Ο θάνατος κάθε τόσο λέει:  καλά φτάσαμε ως εδώ.

Και βγάζει ένα λερωμένο μαντίλι και σκουπίζεται.

Από την τσέπη του πέφτει ένα χαρτονόμισμα.

Το βρίσκει ένα παιδάκι κι αγοράζει ζαχαρωτά.

Το βρίσκει μια κοπέλα κι αγοράζει φόρεμα.

Το βρίσκει ένας τρελός κι αγοράζει τον ουρανό.

Το βρίσκει ένας γνωστικός και το επιστρέφει στο θάνατο.

 

ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΕΙΟΝ

Πρέπει να ξαναβρούμε    το φως του φεγγαριού.

Και τα μεγάλα χείλη μας

ν’ αγγίξουν

το κόκκινο μαστό   της άνοιξης.

 

Με τ’ όραμα μιας    πρωτάκουστης μουσικής

να γείρουμε απαλά   στην αγκαλιά της φύσης.

 

Που θα ’χει όλα της    τα χρώματα.

Και δε θα ξεβάφει.

 

Ο ΚΑΛΒΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΥΗ

Ένας παλιός καναπές. Μια καρέκλα που τρίζει

Κλειστές κουρτίνες.  Το τραπέζι στενό.

 

Στο ράφι τραγωδίες του Αλφιέρι

Και τα οργισμένα γράμματα του Φώσκολου.

 

Χειμώνας. Αέρας ψυχρός.  Βροχή.  Το ποτάμι.

Στην άλλη όχθη ο κόμης Capo dIstria

 

ταχυδρομεί επιστολές στην Πετρούπολη.

Και περιμένει.  Περιμένει.   Περιμένει.

 

Τη νύχτα μ’ ένα βαρύ παλτό περπατάει

μέσα από δρόμους υπαρκτούς  κι  ανύπαρκτους:

 

Grand’ Rue,  Place St. Germais.  Rue Beauregard.

Ελευθερίας. Rue du Soleil – Levant.  Αρετής.

 

Ή γράφει κάτι σπασμένα ελληνικά

σε χαρτί δανεισμένο από τη λέσχη  Societe de lecture.

 

ΣΟΝΕΤΟ

Σκεπασμένο   με κόκκινα φύλλα

ζεστό φεγγάρι

 

Ακίνητο

πάνω   από το σταματημένο φορτηγό

 

Ο οδηγός

του οποίου

γαλήνιος

 

ουρεί στον απέναντι τοίχο

 

ΤΟ ΕΜΒΑΔΟΝ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ

(από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)

Καφές βαρύς. Γεύση βυθού.

Κι ένα τηλεφώνημα από την αθέατη πλευρά της ψυχής σου.

 

(Μιλούσες για πράγματα που δεν χρειάζεται να τα ξαναλέει κανείς).

 

Ο θάνατος καθισμένος στο διπλανό τραπέζι διαβάζει εφημερίδα.

 

Ένας αργόσχολος κάνει πως απολαμβάνει το φως.

Το γκαρσόνι κοιτάζει κάθε τόσο τον ουρανό.

 

Ο άγγελος του έχει πάρει προαγωγή. Και δε φαίνεται πια

 

Fr 91

Αέρας.  Βροχή.  Κατά καιρούς χιόνι.

Είναι το χιόνι που μας κάνει να σκεφτόμαστε την άνοιξη.

Η πράσινη εποχή.   Όμως πόσο διαρκεί;   (Ηράκλειτος κλπ.)

Όμως το να επιμένεις ότι η γη γυρίζει κάτω από τα πόδια σου

μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα.

Όπως και το ν’ αγγίζεις με το δάχτυλο

τις μελανές ουλές τ’ ουρανού.

Σκύψε βαθιά στο κρανίο σου  φίλε μου.

Η ωραιότερη εκδοχή

δεν είναι αναγκαστικά και η λιγότερο γνωστή!..

 

ΠΑΝΤΟΥΜ

Άνθρωπε έχεις μεγάλα κόκκινα φτερά.

Δεν λογαριάζεις τον κίνδυνο της ευτυχίας.

Το κεφάλι σου είναι από μαύρο περισκόπιο

που το βγάζεις συχνά στον ουρανό.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 38

 

ΑΚΤΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ

Η σκιά μου πέφτει πάνω σου.  Σε κόβει στα δύο. Το ένα

 

κομμάτι σου  (το λευκό)  ανεβαίνει στον ουρανό.

 

Το άλλο βουλιάζει στο χώμα.   Με τραβάει.

Μέσα από πέτρες σκοτεινές  κι  από ρίζες.

 

Σ’ ένα άλλο ουρανό.  Πιο βαθύ.   Πιο γαλάζιο!..

 

ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟ

Το σώμα σου όταν σ’ αγκαλιάζω σαλεύει. Τρέμει

σαν την Καστοριά που καθρεφτίζεται στο νερό

 

Και το δέρμα σου σκεπάζει το δέρμα μου

όπως η κουβέρτα τον άρρωστο.

 

Μου φαίνεται πως ήταν ο Σικελιανός

που μιλούσε για το μεγάλο ατσάλινο αμόνι

 

της Σιγής (με κεφαλαίο) προφανώς εννοώντας

πως χωρίς εσένα δεν ακούγεται ήχος.

 

Αλλά κι αυτό που ακούγεται μ’ εσένα

δεν ξέρω πώς να τ’ ονομάσω. Αρμονία των άστρων;

 

Δώρο της ύπαρξης; Μαγεία; Μουσική των κόσμων;

Ή απλώς έκσταση του τίποτα;

[από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, Κέδρος 1981]

 

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΣΑ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ

(… ίσως κάτι ν’ απομείνει στο δέρμα σου

σαν ένα ελάχιστο ποσοστό αθανασίας… )

Περιπλανήσου όσο μπορείς στο σκοτάδι ψηλαφητά κι έπειτα –ξαφνικά - βγες στο ξέφωτο που σε περιμένει. Είναι το φως του φεγγαριού καμωμένο από αίμα. Ψυχρός αέρας γεμίζει τις άδειες αορτές. Κάτι σαν μέταλλο σκουριασμένο. Στη μέση της πλατείας ένας γηραιός οδοκαθαριστής περισυλλέγει σ’ ένα σωρό τα κατάλοιπα της προτεραίας. Ποδοβολητά. Τροχαλίες. Αλλαγή σκηνικού. Στα νύχια σου καθρεφτίζεται μια καινούρια μέρα. Αλλά οι νόμοι αυτής της χώρας παραμένουν αμετάβλητοι. Στα παράθυρα ανεβοκατεβαίνουν τρωκτικά. Και ο θάνατος εξωθεί προς τις συνήθεις επινοήσεις.

[Η ΥΓΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ από συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1981] 

 

ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

(στην οποία ο έρωτας είναι παρών μέσα από την απουσία του…)   

Στα ΓΟΝΑΤΑ  της ΡΩΞΑΝΗΣ ο Νάσος Βαγενάς περιδιαβαίνει τις άλλες τέχνες, τσιμπολογώντας μορφές, σκηνές, διαθέσεις, παράλληλες ιδέες. Με την τέχνη του πιτσικάτο, τσιμπολογάει στοιχεία από τη ζωγραφική, όπως το ΠΡΟΓΕΥΜΑ στη ΧΛΟΗ  του Μανέ, που μπορεί να είναι και Η ΓΕΦΥΡΑ πάνω από τη ΛΙΜΝΗ με τα ΝΟΥΦΑΡΑ  του Μονέ, πράγμα που υπαινίσσεται πένθιμα πράγματα. Πιο πέρα «μια ΓΥΝΑΙΚΑ προσπαθεί να ξεφύγει. Πιασμένη σ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες», σαν παραλλαγή του χρόνου που φεύγει ή του θανάτου που έρχεται, παίρνοντας ή φέρνοντας την αγάπη και τον έρωτα που ξεθυμαίνει σαν «δυο ζευγάρια αναποδογυρισμένα παπούτσια». Στο ποίημα ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ, σαν να βρίσκεται στην Αρκαδία (Et in Arcadia ego) ή στον Κιθαιρώνα ή τέλος πάντων σ’ ένα βουνό που εμπλέκεται στη μυθολογία, θα γίνει «σάτυρος» και θα μετατρέψει την άχαρη ζωή σε αρχαίο σκηνικό με τη γυμνή δρυάδα που φοράει μόνο «ένα ελάχιστο κομμάτι απ’ την ψυχή» της «κι αυτό διάφανο» «Σαν ένα φύλλο συκής ματαιωμένο». Βρίσκει ο Βαγενάς τον τρόπο να ακυρώνει αυτό που μόλις έστησε ή, αλλιώς, να διώχνει το ρομαντικό που πάει να ξεμυτίσει… Το ίδιο και στο ποίημα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, όπου όλα στημένα σαν σκηνικό σε πίνακα Αναγεννήσεως, ανατρέπονται αυτομάτως, όταν μας δείχνει έναν άνθρωπο «με το κεφάλι στα χέρια» κι εκείνη τη γυναίκα που «ξερνούσε δυο βήματα παραπέρα». Ο Βαγενάς, δηλαδή, δεν δείχνει να ικανοποιείται από τις εύκολες εικόνες. Οι επιφάνειες του δίνουν αφορμή για να κοιτάζει από πίσω και από κάτω. Έτσι, όλα τα ανατρέπει. Τίποτα δεν μένει όρθιο ή ωραίο ή σχεδόν. Τίποτα δεν ταιριάζει όπως στο ποίημα «Coda», όπου Εκείνη είναι «πόλη που έχει αρπάξει φωτιά» κι Εκείνος «όμποε που παίζει Βιβάλντι». Στο ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΠΡΩΙ, σαν Καβάφης μέσα στην ωραία Αττική – φως, αέρα, άμμο, θάλασσα – (τα τέσσερα στοιχεία των υλοζωιστών) συνθέτουν όρους ζωής, αλλά λείπουν τα δέντρα, λείπουν και τα καράβια!..  ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ  της ΡΩΞΑΝΗΣ  είναι, τελικά,  μια ερωτική συλλογή, στην οποία ο έρωτας είναι παρών μέσα από την απουσία του, απομυθοποιημένος, ανέφικτος, πάντα κάτι λείπει για να είναι ή να δίνει χαρά. Απλώνεται και κυριεύει το ποίημα και έπειτα χάνεται, στην τελευταία λέξη μετατρέπεται σε «έκσταση του τίποτα». Εδώ ο Βαγενάς διέτρεξε όλες τις καλλιτεχνικές εκδοχές για να μιλήσει. Πέρασε από πίνακες ζωγραφικής, από μουσικές συνθέσεις, ποιήματα και ποιητές. Μετέπλασε όλα τα ωραία σε μια θλιβερή συλλογή αφιερωμένη στον άδοξο έρωτα. Σαν να βλέπει πάντα πίσω από τα φαινόμενα, σαν να ξέρει καλά τι κρύβει η άλλη όψη, σαν να μην πιστεύει σε τίποτα και αυτό, βέβαια, είναι πιο πικρό, γιατί διαλύει την αυταπάτη και όλη την τέχνη που σ’ αυτήν στηρίχτηκε [αποσπάσματα από την κριτική της Ανθούλας Δανιήλ]

Δευτέρα, 22 Δεκεμβρίου 2025

Η ΓΥΝΗ ΝΑ ΦΟΒΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ

  (… τελικά θα μπορούσα να είμαι η γυναίκα μου.…) Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων  να με είχα παντρευτεί!.. Με ωραία φωνή την οποία  κι  ακούω...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ