Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΧΑΡΑΞΕ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ…

 

(…κι όπως γνέφει κανείς αποχαιρετώντας…)

Αφήνοντας ξωπίσω της

Ολόλευκες γάζες   Ν’ ανεμίζουν 

 

Από τότε

Κάποιοι την είδαν   

Σε καταρράκτες φωτός   Να κωπηλατεί

Και κάποιοι άλλοι

Μ’ ένα ματσάκι παπαρούνες   Φλόγες ν’ ανάβει 

Στων καθρεφτών τα ερέβη

Έχοντας πλάι της

Ένα ασκέρι από νεκρά παιδιά

Επίμονα να της ζητά

Να τους διαβάσει παραμύθια

[ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΗΝ ΕΙΔΑΝ 

στη συλλογή  της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ,   στους διαδρόμους τ’ ουρανού,

Την έχασα

Στις  αχανείς εκτάσεις της σιωπής

Δεν την άκουγα πια 

 

Κι από τότε

Κάθε φορά που το καμπαναριό    Γεμίζει από πουλιά 

Κι ακούγονται  οι  Χαιρετισμοί

Ως το λειμώνα των ψυχών

Ξυπόλυτη την βλέπω να περνά

Μέσα απ’ των κάτασπρων σταυρών το δάσος

Σιάζοντας το χτενάκι στα μαλλιά της

Τινάζοντας τα χρώματα από το φουστάνι της

Κι ύστερα

Όμοια με πυροτέχνημα  ή  εκπνοή φωτός 

Πάνω από τις στέγες ν’ απογειώνεται

Σφίγγοντας μέσα στις χούφτες της

Το παιδικό μου χέρι

Που φεύγοντας το είχα ξεχάσει   Στα άσπρα της μαλλιά


 


Η ΠΡΟΦΑΣΗ  

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Κοιμήθηκε του Άη-Γιαννιού

Πίσω από φτέρες και γεράνια

Ταξίδεψε κάτω από ανοιξιάτικα λειβάδια

Που σήκωναν στους ώμους τους

Σαν συνοδεία πένθιμη

Το θρήνο της περιφοράς

Υγρό  και  ευωδιασμένο

Καθώς αρμένιζε στους ουρανούς

«Αι γενεαί πάσαι»

Κι όταν οι αγροί θερίστηκαν

Αφουγκραζόταν τους τροχούς της άμαξας

Να κουβαλούν τα λείψανα

Του Μάη  και  του Ιούνη

 

Μόνο ένα κλωνάρι κερασιάς

Προσποιήθηκε πως είχε μαραθεί

Και γλίστρησε από την άμαξα

Και από το φως κρατήθηκε

Που σκόρπιζε στο πέτρινο προσκέφαλο

Ένα κερί αναμμένο

 

Πόσο γαλήνια κι όμορφη

Φάνταζε τώρα

Που κερασάνθια στόλιζαν

Το κρύο μέτωπό της

 

 

 

ΔΥΟ ΑΔΕΙΑ ΑΡΤΟΦΟΡΙΑ

Δυο άδεια αρτοφόρια

Τα ασάλευτά σου μάτια

Που εμπρός τους εγονάτισε

Το βλέμμα μου που νήστεψε

Απ’ το άγιο κοίταγμά τους

 

Πουλιά αποδημητικά

Τα σταυρωμένα χέρια σου

Που πάνω στις φτερούγες τους

Πλάγιασε η μοναξιά μου

 

Αφού μες τις κλειδώσεις τους

Αναπαύονταν οι εσπέρες

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΓΡΑΜΜΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Εδώ κάτω σ’ εμάς, ξέρεις, βρέχει

Βρέχει και σκοτεινιάζει

Κι οι ξαφνικές νεροποντές παρασέρνουν

Ταριχευμένα βλέφαρα ίσκιων νυχτερινών

Που άλλοτε ανάβλυζαν ολόχρυσα ηλιοτρόπια

Ένα ουράνιο τόξο θαμμένο στην ομίχλη

Που κάποτε υπεράσπιζε το άνθος της αγάπης

Κι ενός μικρού χαρταετού τα ξεφτισμένα λείψανα

 

Όμως, εσύ να ’ρθεις

Να τους αφήσεις και να ’ρθεις

 

Και τους σβηστούς ν’ ανάψεις λυχνοστάτες

Σ’ όλες τις άκρες του ουρανού

 

Και μη θαρρείς πως θα βραχείς

 

Στης αγκαλιάς μου το στερνό υποστατικό

Έχω αναμμένο τζάκι

Μόνο που σκοτεινιάζει και φοβάμαι

 

Αχ, έλα, κι άναψέ μου το φως

Από τότε που έφυγες
Στο σπίτι μας νυχτώνει πιο νωρίς

 

ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ΣΟΥ

Κι έτσι απόμεινα εδώ

Σχεδίες γυάλινες να ρίχνω

Μες στων ματιών την ίριδα

Σαν πλεύσεις να ’ρθεις να με βρεις

Να μην πνιγείς

Απ’ το θολό μου δάκρυ

Σκοινιά ν’ απλώνω ένα γύρο

Σε καπνοδόχους και καμπαναριά

Γιατί η ομίχλη βύθισε

Τους κήπους των κατόπτρων

Σε μια γαλάζια πάχνη

 

Κι εγώ απόμεινα εδώ

Το ουράνιο τόξο να τεντώνω

Πίσω από τους πλόκαμους του σκοταδιού

Για να εκτοξεύω πούπουλα

Λευκών περιστεριών

Την πτήση σου αναγγέλλοντας

Από τους ουρανούς

 

Πίσω από το τζαμωτό της εκκλησιάς

Απόμεινα να ξαγρυπνώ

Στη θέα σου

Μιαν αγκαλιά βεγγαλικά

Ν’ ανάψω

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Ψηλά σ’ άλλον ουρανό

Παγιδευμένοι άγγελοι

Ανηφορίζουν με ύμνους

Και περασμένα από χρυσές κλωστές

Σπασμένα ονόματα στην πέτρα

Που πια κανείς δεν τα καλεί

Παρά μονάχα η καταχνιά

Ή λίγο χιόνι ανάλαφρα τ’ αγγίζει

 

Για να μπορεί να λευκανθεί

Ο υάκινθος που άνθισε

Στα σταυρωμένα χέρια

 

ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ

Ξάστερη θα ’ναι η νύχτα που θα ’ρθω ν’ αρμενίσουμε

Στο μέτωπο του ουρανού με το καϊκι του ύπνου

Θα ’ρθω να δούμε από ψηλά το φτωχικό δωμάτιο

Που αθόρυβα ανυψώνεται από χλωμές ανταύγειες

Μισοφωτισμένων προσευχών

Ιάμβους εύφλεκτους να εξαπολύει η λύπη

Φανούς θυέλλης να περιοδεύουν

 

Θα ’ρθω όταν στα βλέφαρα των κοριτσιών

Χρυσόσκονη θα ψιχαλίζει ο γαλαξίας

Όταν σε αχτένιστα μαλλιά

Θα φτερουγίζουν σμήνη ανεμώνων

Ραμφίζοντας τον έναστρο θόλο της σιωπής

 

Με τα’ αυγινό το φως θα σ’ αποχαιρετήσω

Τινάζοντας από τους ώμους μου

Τα άνθη της νύχτας τα μαβιά

 

Όμως, πριν φύγω δείξε μου

Με τη χλωμάδα ενός κεριού

Την Παναγιά

Που στρώνει στο μικρό Χριστό

Για να πλαγιάσει

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΣΟΥ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Στα σκοτεινά υπόγεια των καθρεφτών

Με τους κορυδαλλούς της ανάμνησης

Να φτερουγίζουν

Μάταια το βλέμμα μου

Κυνηγά

Τις σκιές των χεριών σου

Που όλο και ξεμακραίνουν

 

Θλιμμένες σαν τις Κυριακές

Που σίγησε η καμπάνα

Και του βασιλικού η οσμή

Από τις φλέβες του Θεού

Δε χύθηκε στο αλάβαστρο του κόσμου

Πένθιμες  και  σιωπηλές

Καθώς ωχρές επιστολές

Προς αόμματους παραλήπτες

Κι απέραντα μοναχικές

Σαν παρεκκλήσια ερειπωμένα

Που από τις τοιχογραφίες τις παλιές

Ξεθώριασε της Παναγιάς το χέρι

 

Κι ευθύς το θείο Βρέφος γλίστρησε

Στων Ελαιών τον Κήπο.

 

ΜΙΑ ΚΡΟΤΙΔΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ

Τα τρένα μεταφέρανε μαθητευόμενους τυφλούς

Κάποια ναυάγια συνειρμών, πουλιά βαλσαμωμένα

Και λίθους επιτύμβιους για μέλλοντες νεκρούς

 

Όμως, μια μόνο καμπάνα από ίασπη αρκούσε

Να αντηχήσει, για να φανεί η λευκή γραμμή πάνω

Απ’ το ακρωτήρι

Ν’ ανοίξουν οι καταπακτές των υπογείων

Και μια κροτίδα αναστάσιμη να φωτίσει

Τα αβρά περάσματα της λάμνουσας ψυχής

Μέσα απ’ τις χαραμάδες του θαύματος

 [από τη συλλογή της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΔΩΔΕΚΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Τη νύχτα εκείνη αλλόκοτες σκιές κατέβηκαν στο σπίτι μας

Η στέγη είχε εκτιναχθεί από νωρίς

Φορτωμένες μετέωρους βηματισμούς, μια συμφωνία ύπνου

Και φτυάρια με κολλημένα επάνω τους πέταλα από

Γαρύφαλλα παλιά πλησίασαν στο δωμάτιο

Σε γύρευαν παντού

Στο πανεράκι με το πλέξιμο ένα μαντήλι με δάκρυα

Φυλαγμένο,  η λάμπα της τραπεζαρίας αναμμένη

Κι η σχολική ποδιά μου ασθδέρωτη

 

Θα έρθει, δεν μπορεί.   Έχω σχολείο, τους είπα

 

Σε βρήκανε στην κουζίνα, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι

Μπροστά στα εικονίσματα με τις αποσκευές στο χέρι

Φορούσες το μαύρο σου παλτό

Απ’ το άλογό σου επάνω σκυμμένος ο Άη-Γιώργης

Σε βοηθούσε ν’ ανέβεις, ενώ οι δίπλα άγιοι παρατεταγμένοι

Στη σειρά υπόσχονταν πως θα φυλάν το σπίτι

Ύστερα χιόνισε πολύ

 

ΚΑΘΩΣ ΠΙΑ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΑ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ 

(…για να ψιχαλίζει… το πένθος του ο ουρανός 

στη μελαγχολία του Ποιήματος…)

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ είναι ο ευρηματικός τίτλος  της τρίτης ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.    Με άλλα λόγια   ένα ταξίδι  επιστροφής   «στη μελαγχολία του ποιήματος…»    όπου μια φευγάτη άνοιξη ονείρων,   επιθυμιών,   δακρύων,    φιλιών   «καθώς πια όλα είναι εφικτά πλην της αθανασίας»  «στους διαδρόμους του ουρανού»   επανέρχεται ξανά και ξανά  σε   «αυτοσχέδιους κήπους»   με   «Ιάμβους εύφλεκτους»  και «εύκρατα παραμιλητά»   συναισθημάτων,   για τη ΔΙΑΣΩΣΗ ΑΠΩΛΕΙΩΝ (σελ.11).  Λένε πως λογοτεχνία  και  ποίηση    ούτε νοείται ούτε γίνεται δίχως έρωτα  και  θάνατο.   Ο Μαρωνίτης, μάλιστα,   σε μια από τις…    «απολίτιστες μονοτονικές»  επιφυλλίδες του στο ΒΗΜΑ,   σχολιάζοντας άλλη ερωτική συλλογή, σημείωνε με έμφαση:   «ο έρωτας ανταποκρίνεται εξίσου    στα σώματα και στα αισθήματα,    που εμπλέκονται και συμπλέκονται,   αναζητώντας την καταγωγική τους πλοκή.   Πέρα από τα σώματα και τα αισθήματα,   ο έρωτας αφορά το σώμα της ίδιας της γλώσσας:   τις δικές της κρυφές πλοκές,  εμπλοκές  και  συμπλοκές.  Αποτυπωμένες στους φθόγγους της,   στις συλλαβές,   στις λέξεις,   στις προτάσεις   και, τελικώς,   στο ρυθμό,   που ρυθμίζεται μεταξύ φωνής και σιωπής».   Η Λουκίδου με τη συλλογή της ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ  ανοίγει το δρόμο σε μια αντίστροφη επιτρεπτή γενίκευση:  έρωτας και θάνατος δίχως νοσταλγία δεν νοούνται.   Επιλέγω  κάποια  παραθέματα ερωτευμένου κοριτσιού   κι άλλα με αναφορές θανάτου,  έτσι όπως μες τα ποιήματα τείνουν   «να συγκεράσουν και να νικήσουν και τα δυο   πέρα απ΄ τη διάρκεια των πραγμάτων επιζώντας»:   «Θέλω να σου μιλήσω   Για του μελανιού τον ιδρώτα    Σε ουράνιες περγαμηνές   Σαν καταγράφει   Τις διδαχές ερώτων και σκιών»     (ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΩΤΩΝ ΚΑΙ ΣΚΙΩΝ σελ.33),   «Με μωβ αγκάθια στα μαλλιά  Στήνει μιαν ανεμόσκαλα   Το θάνατο αποπλανά  Κι ένα μπουκέτο  νότες   Αναπέμπει»     (ΕΞΕΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ σελ. 14),   «Κι όλες τις σκουριασμένες κλειδαριές  Που του θανάτου κυοφορούν  Το κεφαλαίο θήτα…»     (ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ σελ. 18),   «Να φυγαδεύσω το λευκό στον ύπνο μιας γαρδένιας  Σε επίθυρα χεράκια να κρύψω το γαλάζιο   Και πάνω απ’ τα ερείπια   Την τέφρα του θανάτου ν’ αφανίσω»      (ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΠΟΝΕΣΑΜΕ σελ. 25)   Λογοτεχνία και Ποίηση,   Έρωτας και Θάνατος,   Σώματα  και  Αισθήματα,   Κροτίδα Αναστάσιμη,    Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι,      Οι σκιές των χεριών στα φωτεινά υπόγεια    των καθρεφτών,   Ναυάγια Συνειρμών   Κι από τότε Μια ιστορία Αγάπης με άσχημο τέλος,   παιδιά,    εφηβεία,    φιλιά   και   δάκρυα,    μοναξιά και ΑΠΟΥΣΙΕΣ σελ. 48:   «Καταμεσής του υετού  παλιρροώντας σε Έρωτες   Έψαχνα    Ένα παράθυρο ανοιχτό να το φυσάει ο Αύγουστος   Μια ξαφνική εκπυρσοκρότηση γιασεμιών   Μήπως και φωταγωγηθούν    Οι σκοτεινές πλατείες του μυαλού μου…»

Παρασκευή, 14 Νοεμβρίου 2025

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

ΚΑΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ, ΤΟΤΕ, ΠΩΣ ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΙΧΕ, ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΞΑΝΑ ΕΙΠΩΘΕΙ…

 

(…και τους πήρε φόβος μεγάλος…)

 

(τάδε έφη…)  Ο ΠΙΟ ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ (Καντάτα σελ. 36-37)

Ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή,

δεν έζησα κι εγώ αυτή τη μικρή χαρά

που και το πιο ταπεινό μυρμήγκι νοιώθει –

η δίψα για όσα ήθελα, η τύψη για ό,τι έκανα,

καίγοντας απ’ τον πανικό της στιγμής

 και την τρέλα της αιωνιότητας –

θα μπορούσ’ ακόμα και να φτύσω

πάνω στο πρόσωπο της πεθαμένης μητέρας μου

για λίγη αναγνώριση,

α, δόξα, πιο απέραντη κι απ’ τον έρωτα,

πιο ακριβή απ’ την ομορφιά,

πιο γλυκιά κι απ’ τα παιδικά χρόνια –

σκοτεινή σαν τον τάφο.

 

και ο  ΠΟΙΗΤΗΣ  (αμέσως μετά…)

 Κι ω, εσείς, αρίθμητες νύχτες της γης,

ω αιώνιες νύχτες, νύχτες σε σκοτεινές πελώριες αγκαλιές

που τις διαπερνούν ρίγη και δάκρυα!..

Κι ω Ποίηση, εσύ, ελάχιστε θνητέ σπόρε του αιώνιου χρόνου (αποσπάσματα από τις σελ. 37-38)

Νύχτες υψωμένες ως το άπειρο κι ακόμα ψηλότερα, ως τον εαυτό μας,

ωριμάζοντας το απίθανο και το οριστικό.

Εσείς παιδικές νύχτες, που ένας άγγελος μας υπαγόρευε

τα έκθαμβα παραμιλητά μας

και νύχτες των αγοριών που τρέματε,

σα μια μικρή αρραβωνιαστικιά που γδύνεται μπροστά μας.

Ω νύχτες, νύχτες ταπείνωσης, που η περιφρόνηση του κόσμου

σου ανοίγει την ίδια την αγκαλιά του Θεού.

Νύχτες προορισμένες, που τα μαντεύετε όλα ξαφνικά,

σαν το βαθύ, σχεδόν κοφτερό, βλέμμα των άρρωστων παιδιών

που σε λίγο θα πεθάνουν.

Απλές, καρτερικές νύχτες σα μυθικά, μεγάλα κατορθώματα,

αβάσταχτες, σαν ευτυχία, νύχτες

νύχτες που η μεγάλη χειρονομία της ζωής σου ανεβαίνει,

σαν κύμα μέσα σου,

την τελευταία στιγμή όμως δείλιασες ή ανέβαλες,

και ζεις για πάντα πια μ’ αυτήν την ακατόρθωτη χειρονομία

κρεμασμένη δίπλα σου

σαν ένα παράλυτο χέρι –

ω, αφήστε με να κλάψω γερτός στον ώμο σας, μεγάλες μου αδελφές,

νύχτες.

Νύχτες θριάμβου που μέσα στα τραγούδια και το πολυθόρυβο κρασί

η αξεδίψαστη ψυχή σου πίνει τη ματαιότητα σε κάθε κούπα,

όπως ανάμεσα στις λέξεις ενός στίχου κλείνει σιωπηλά το ανείπωτο.

Κι εσείς, οι άλλες εκείνες νύχτες,

που ο θάνατος σε κλείνει στο αιώνιο μυστικό του

σα μια καινούργια, μεγάλη παρθενιά – ω νύχτες,

αρίθμητες νύχτες  της γης,

κι ω Ποίηση, εσύ, ελάχιστε, θνητέ σπόρε

του αιώνιου χρόνου.

 


(Ένας γέρος, με μια μεγάλη κρεατοελιά στη μύτη, βγαίνει και κάθεται σ’ ένα κατώφλι. Η νύχτα βαθαίνει)

 

Ο ΓΕΡΟΣ: 

Και να ’μαι τώρα εδώ, καθισμένος σε τούτο το κατώφλι, αντίκρυ στην αιωνιότητα! (αποσπάσματα από τις σελ. 38-39)

Ο χρόνος μ’ έπλυνε κι απ’ τις αμαρτίες κι απ’ τις αρετές

και κάθομαι ανήμπορος, νυστάζοντας ανάμεσα στις μύγες και το φόβο

και τις αναμνήσεις.

Ήρεμος και απόμακρος, σα μια πράξη που έγινε

και την ακολουθεί η σιωπή.

Και τίποτα, κανείς, δε θα μπορούσε να την κάνει να μην είχε γίνει.

Κι η γερασμένη, ναρκωμένη μου ψυχή μόλις μαντεύει αόριστα,

εκείνο το τρομαχτικό που με περιμένει.

 

(σε λίγο έχει αποκοιμηθεί. Παύση. Οι γυναίκες μια – μια γονατίζουν)

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ  (σελ. 39): 

Η γη είναι το προσκεφάλι που ακουμπήσαμε κι ονειρευτήκαμε

ενώ το κορμί μας ξεχείλιζε απ’ τα όνειρα και της παρθενιάς το γάλα.

Η γη είναι το κρεβάτι που μας αγκάλιασαν οι άνδρες μας

και μπήκαν μέσα μας βαθειά, ώσπου ξαναγεννήθηκαν

σε μικρά άφταιγα παιδιά.

Η γη ήταν η μεγάλη ευτυχία που ζήσαμε

κι ο πικρός τάφος που μας περιμένει.

Η γη είναι που κάθε νύχτα πίνει τα δάκρυά μας

και γίνηκαν αυτά τα δυνατά ποτάμια

και τούτα δω  τα πολυστέναχτα βιολιά

Η γη είναι η γη μας

 

ΑΝΔΡΕΣ   (σελ. 40): 

Κι ω, ας είσαστε ευλογημένες μέρες της δοκιμασίας.

Εσείς, που μας δείξατε την απεραντοσύνη των δρόμων,

όταν όλοι μας κλείναν τις πόρτες τους.

Εσείς που όταν όλοι μας είχανε ξεχάσει,  μας μάθατε να θυμόμαστε.

Εσείς που μας διδάξατε

πως αν η καλοσύνη είναι το χέρι του Θεού πάνω απ’ τον κόσμο,

η δικαιοσύνη είναι το πρόσωπο του μεγάλου ανθρώπινου πλήθους

μέσα μας.   Ω εσείς που αδειάσατε τα χέρια μας

απ’ τα όνειρα, για ν’ ακουμπήσετε άγιον άρτο,

την πράξη.  Σαν τις γυναίκες που παίρνουνε

την πρόσκαιρη ηδονή σου και σου ξαναδίνουν

την αιώνια σου συνέχεια.   Ας είσαστε ευλογημένες

 

(Οι γυναίκες έχουν στο μεταξύ σηκωθεί)

 

ΠΟΙΗΤΗΣ    (σελ. 40): 

Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος,

σ’ ανασηκώνει πάνω απ’ τον εαυτό σου

ως την παραίσθηση και την τρέλα και την προφητεία,

και τη μοίρα – κι ακόμα ψηλότερα

ως τη δικαιοσύνη.  Και μυρμηδίζεις όλο από μνήμες

και πράξεις κι οράματα

και βλέπεις κύματα – κύματα τις γενιές να ’ρχονται

απ’ το βάθος του χρόνου  κι  αιώνια να πλένουν τον κόσμο.

Κι οι ρόγες των δαχτύλων σου φουσκώνουν και πονάνε

σαν τις ετοιμόγεννες κοιλιές.

Και τότε καταλαβαίνεις τους πόνους του απείρου

όταν κοιλοπονούνε τον κόσμο.

Και τους πόνους της γης   για να γεννήσει ένα στάχυ.

Ή τους πόνους ολόκληρης της αιωνιότητας,

για να γεννηθεί κάποτε ένα τραγούδι.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ    (σελ. 41): 

65. Κι οι μέρες πέρασαν γρήγορα.  Κι ήρθε το τελευταίο απόγεμα που ο φτωχός επιγραφοποιός θα ζούσε πάνω στη γη.

66. Κι ακούμπησε στο μικρό,  καγκελόφραχτο παράθυρο του κελιού  και κοίταζε κάτω την πολιτεία.

67. Κι ύστερα κοίταξε ψηλά,  που αρχίζαν ν’ ανάβουν τ’ άστρα, ένα –ένα.

68. Και τότε μια απέραντη γαλήνη τον έλουσε, σα να ’σβηναν όλες μεμιάς οι αγωνίες, που χρόνια τώρα τον βασάνιζαν.

69. Κι ένοιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως ήταν παιδί,  και  κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του  ή  του ’λεγε μια παρήγορη λέξη.

70. Και ψιθύρισε σιγανά:  σύντροφοι.

 

ΠΟΙΗΤΗΣ    (σελ. 41): 

Τίποτα.  Κανείς.  Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο

με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο, απ’ τα φανάρια των δρόμων.

Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,

τα φώτα των αυτοκινήτων τους δίνουν μια στιγμή

το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρα  και  του Ορέστη,

λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,

ενώ, πελώριες  κι αόρατες,  σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν

στο βάθος του δρόμου

η κούραση,  η μοιχεία  -  κι η συνήθεια…    

(παραλείπεται μια παράγραφος)

 

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΟΜΑ    (σελ. 43): 

Θυμάσαι, αλήθεια, που ’δαμε ξαφνικά τις άδειες κάμαρες

στη γειτονική αυλή   με τους παιδικούς φίλους.

«Φύγαμε»,  είπαμε.  Και κλάψαμε   όλα τα δάκρυα της ζωής μας

Οι κάμαρες ήταν ψυχρές,  οι τοίχοι γυμνοί,

με τα τετράγωνα αποτυπώματα απ’ τα κάδρα

σα μικρές εικόνες του μεγάλου κενού.

«Φύγαμε»,  ξαναπάμε.

Και μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί.

Ενώ αυτοί οι ξένοι, αυτοί οι παρείσακτοι

με τις χοντρές φωνές  και  τις ρυτίδες,

λέγαν κάτι βαριές, άγνωστες λέξεις:

υπομονή,  αύριο,  όλα περνάνε…

Είχαν ξεχάσει πως δεν περνάει τίποτα, μόνο που λίγο αλλάζουν.

Κι όλα αυτά που έγιναν,  θα ξαναγίνουν πάλι

έν’ άλλο, το ίδιο έκθαμβο  κι αναπότρεπτο, πρωινό,

 

Α!..  παιδικές φιλίες, σύντομοι τρυφεροί πρόλογοι

των μεγάλων αυριανών ερώτων.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ  (σελ. 43): 

71. Και τον οδήγησαν,  μαζί με δυο άλλους συντρόφους του, σ’ ένα μικρό λόφο, λίγο πιο έξω απ’ την πόλη.

72. Πίσω από ένα παλιό, ερειπωμένο, νοσοκομείο.

73. Κι ότι ξημέρωνε

74. Κι ο αξιωματικός του αποσπάσματος,  όπως είναι αρχαίο συνήθειο, πήγε και στάθηκε μπροστά στον ακρινό σύντροφο και ρώτησε:

75. Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;

76. Κι εκείνος ζήτησε να καπνίσει.   Και του ’δωσαν

77. Κι ο αξιωματικός πήγε και στάθηκε στο δεύτερο σύντροφο.  Και τον ερώτησε κι αυτόν

78. Κι εκείνος ζήτησε μια πέτρα μεγάλη.

79. κι ο αξιωματικός περίεργος, διέταξε να την φέρουν.   Κι απομακρύνθηκε λίγο.

80. Τότε αυτός  πήρε την πέτρα που ζήτησε και την ακούμπησε κάτου, στο χώμα, ανάμεσα στους δυο άλλους συντρόφους του.  Κι ανέβηκε πάνω.

81. Γιατί ήταν κοντός.

 

ΧΟΡΟΣ    (σελ. 44): 

Στέρησε μας τη δόξα  και τον έρωτα,

Στέρησέ μας τ’ όνειρο ή τη φιλία·

στέρησέ μας ακόμα και την υπομονή –

μονάχα ένα μη μας στερήσεις, ω απέραντη, αναρίθμητη Ζωή!

Γιατί όλα τα πλούτη αν τα ’χεις και σου λείψει αυτό,

είσαι φτωχός.

Όλες τις δόξες κι αν αποχτήσεις, είσαι έρημος –

μη, μη, μη μας στερήσεις ποτέ, ω άγια, γλυκιά ζωή

την Αγάπη μας για σένα!

 

ΠΟΙΗΤΗΣ   (σελ. 44)

Και μέσα στα κλειστά. σφραγισμένα σπίτια άνθρωποι

που κάποτε αγαπήθηκαν παράφορα

και τώρα στο ίδιο κρεβάτι κρυώνει ν’ αγγίζει ο ένας τον άλλον,

μα ο φόβος της μοναξιάς, κι ο οίκτος κι ο χρόνος που πέρασε

κι ολόκληρη   η κατεστραμμένη ζωή τους –

κι αυτή η δυστυχισμένη ανάγκη κάπου ν’ αφοσιωθείς,

ακόμα κι εκεί που σε διώχνουν,

τους έδεσαν για πάντα μαζί. Και κάθε που ξυπνάνε τη  νύχτα,

συλλογίζονται γι’ αυτό το ξένο πρόσωπο που κοιμάται δίπλα τους:

«αν τουλάχιστον πέθαινε»

 

Κι άνθρωποι που σηκώνονται αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι

και πλησιάζουν τον καθρέφτη και ψαχουλεύουν το κρύο γυαλί

μήπως αγγίξουν το πρόσωπό τους. Μα τα χέρια τους είναι τυφλά,

σακατεμένα απ’ το βάρος όλων αυτών   που δεν έδωσαν.

Ώσπου ανάβοντας ξαφνικά ένα σπίρτο

βλέπουν με τρόμο μέσα στον καθρέφτη

έναν άνθρωπο άγνωστο – ε, ποιος είναι;

Πίσω απ’ τη δυσπιστία ή τον εγωισμό

χάσαν για πάντα τον εαυτό τους.

 

Άνθρωποι τρελοί από απελπισία,

άνθρωποι νεκροί από καθημερινότητα,

άνθρωποι μικρόψυχοι μέσα στις αρετές τους

κι άλλοι εξαγνισμένοι απ’ τις πελώριες αμαρτίες τους.

Άνθρωποι που δίνονται ολάκεροι σ’ ένα μεγάλο, απελπισμένο πάθος,

μέχρι που χάνονται.

Κι άλλοι που αντιστέκονται και νικούν

και συνεχίζουν την ασήμαντη, ξεθωριασμένη ζωή τους.

Τίποτ’ άλλο   παρά άνθρωποι.

 

Τα διανυκτερεύοντα  φαρμακεία με τις χρωματιστές γυάλες

σαν τ’ άρρωστα τοπία του φεγγαριού. Κι οι εκκλησίες,

σαν τυφλά απομεινάρια ενός γκρεμισμένου Παραδείσου

που σωριάστηκε πάνω στη γη.

Μονάχα το βήμα του νυχτοφύλακα ακούγεται κάθε τόσο,

μα κανείς δεν βλέπει την τρεμούλα των χεριών του

καθώς νιώθει αόριστα μες στο σκοτάδι, πως δε φυλάει

παρά τα ερείπια ενός κόσμου μακρινού

που χάθηκε.

Κι οι αρχαιολόγοι σκάβοντας μια μέρα θα τρομάξουν

μπροστά στον τόσο ανθρώπινο πόνο

 

(Παύση)

 

ΑΝΔΡΕΣ    (σελ. 46)

Γύριζε, γύριζε γη, γνέθε τις μέρες και τις νύχτες,

τα χρόνια  και τ’ άλλα χρόνια –

σαν μεγάλο αδράχτι των αλλοτινών γυναικών,

γύριζε

 

γνέθε το ταξίδι και το μισεμό,  το γυρισμό και το άλλο ταξίδι

γνέθε τη δόξα και την ταπείνωση,  το μίσος  ή  τη γιορτή,

γνέθε το θάνατο,  ξεγνέθε τη ζωή

και πάλι γνέθε,  ω γνέθε,

γνέθε την πράξη τη σωστή.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ     (σελ. 47)

Γύριζε ρόκα μας φτωχή

γνέθε σκουτιά και παραμύθια

γνέθε κι απ’ όλα πιο πολύ

τ’ όνειρο – θε μου, τ’ όνειρο,

που ’ναι και δόξα και γιορτή

που ’ναι μεγάλο σαν τη γη

που φέγγει όπως ο έρωτας

και καίει σαν την αλήθεια.

 

Ο ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΤΗΣ    (σελ. 47)

Ποιος είμαι;  Πού πάω;   Και πώς βρέθηκα εδώ

απ’ το άπειρο των παιδικών μου χρόνων σωριασμένος ξαφνικά

μέσα σε τούτον το χαμηλοτάβανο, σκονισμένο χρόνο,

τα λόγια που λέω,  οι σκέψεις που κάνω,  οι πράξεις που θέλω

πηλός στα χέρια του χρόνου – η κάθε μέρα μ’ αλλάζει,

ενώ στο βάθος τίποτα δε μ’ αλλάζει.

Γεγονότα,  χειρονομίες,   πρόσωπα,

όλα ξένα κλειστά,  δε σε ξέρουν  και  δε σε θυμούνται,

οι φωτογραφίες, μικρές ρωγμές απ’ όπου βλέπεις τον Άδη

κι όλους τους πεθαμένους του,

οι καθρέφτες δε μάθανε ποτέ τι είναι παρηγοριά  και  συγγνώμη.

Κι ο έρωτας κι η δόξα   κι  ο θάνατος

δεν ηχούν μες στην απέραντη μοναξιά

και τον ατέλειωτο χρόνο,  πιότερο απ’ όσο ένας τυφλός

που σκοντάφτει σ’ ένα έπιπλο  - φοβάμαι,  φοβάμαι…

 

ΑΝΔΡΕΣ    (σελ. 48)

Φωνή του ανδρός που μάχεται  και  την ακούει μακριά το μέλλον

και ξεκινάει.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ    (σελ. 48)

Φωνή του σύμπαντος που τραγουδάει,

και την ακούει η γυναίκα μέσα στα σπλάχνα της

και γεννάει.

 

ΠΟΙΗΤΗΣ    (σελ. 48)

Ω νύχτες μεγαλόστηθες, σα μητέρες,  νύχτες·

όπως αντρίκια χέρια,  νύχτες,

ολάνοιχτες.   Κι ω θάνατε·  μικρή ελάχιστη ανταπόδοση

σε μια μεγάλη ευεργεσία!..

 

Από ποιο λοιπόν, παιδικό ξεχασμένο όνειρο,

από ποιο μεγάλο απροαγματοποίητον έρωτα,

από ποια βαθειά, προαιώνια νοσταλγία

κουβαλάμε αυτήν την αόριστη ανάμνηση της τελειότητας

που συντρίβει  ότι αγγίζουμε – και  μας κάνει να ξαναρχίζουμε

αιώνια!..  Από ποια αμείλιχτη ευλογία!..

 

(Οι άνδρες  κι  οι γυναίκες έχουν πλησιάσει

κι ακούνε τον άνθρωπο με το κασκέτο)

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ     (σελ. 49)

82. Κι ο τρίτος σύντροφος δε ζήτησε τίποτα

83. Κι ήτανε άνοιξη.

84. Για ν’ αληθέψει ο λόγος, που γυρίζοντας στα τρίστρατα, λέγαν κείνοι οι παλιοί τραγουδιστές, με τα μακριά της γενια ν’ ανεμίζουνε σαν άρπες:

85. Ακόμα τούτη την άνοιξη, ραγιάδες,  ραγιάδες…

86. Κι ο επικεφαλής πήγε και στάθηκε πλάι στο απόσπασμα.  Κι έδωσε το παράγγελμα:

87. Επί σκοπόν!..

88. Οι τρεις σύντροφοι, τότε γύρισαν  και κοιτάχθηκαν μια στιγμή.

89. Κι ύστερα στρέψαν πάλι τα μάτια τους μπροστά,  κοιτάζοντας πάνω απ’ τα κράνη του αποσπάσματος, μακριά,

90. το μέλλον

91. Πυρ!..

(Παύση)

92. Κι ήταν η ώρα που κάθε μέρα βγαίνει ο ολόλαμπρος ήλιος.

93. Κι αρχίζει η ζωή

 

(Μεγάλη Παύση)

 

ΕΝΑΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΜΟΙΑΖΕ     (σελ. 52)

Γιατί στο βάθος, μας βασανίζει ανελέητα η απόγνωση

να ’χουμε κάτι ολότελα δικό μας –

με τη δύναμη μας αρπαγμένο από τους άλλους, ή έστω,

πεταμένο, σαν κόκκαλο,  απ’ τον οίχτο τους…

94. Και δεν πέρασαν μέρες πολλές  κι  οι άνδρες με τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες  (για να μη φαίνονται τα τυφλά τους μάτια),  πήραν καινούργια διαταγή  95. Και χτύπησαν τη μικρή σιδερένια πόρτα,  στο κέντρο της πόλης, πίσω απ’ την αγορά.  96. Εκεί που ο αέρας μυρίζει ολόγυρα ψαρίλα  και χαλασμένα φρούτα.  97. Και ολημερίς πηγαινοέρχονται άνθρωποι φτωχοί  κι αγοράζουν χόρτα,  ύποπτης προέλευσης κρέατα  και  φτηνά, της δραχμής,  κεριά για τους νεκρους τους.  98. Απ’ αυτούς που ζήσαν χρόνια μες στη δυστυχία  και  την ταπείνωση  κι όταν κάποτε ξαφνικά τους απλώσεις το χέρι, εκείνοι χαμογελάνε φοβισμένα  κι αποτραβιούνται.  99. Εκεί που οι διάφοροι έμποροι βγαίνουν στις πόρτες των μαγαζιών και κοιτάζουν το δρόμο σαν κάτι να ψάχνουν.  Κι ύστερα μπαίνουν κι ανακατεύουν με τα χέρια το εμπόρευμά τους σαν κάτι να ψάχνουν.  Κι ανοίγουν μετά τα βιβλία με τους λογαριασμούς  και τα συρτάρια με τις εισπράξεις  κι αρχίζουν πάλι να ψάχνουν.  100. Μα όστις απωλέσει την ψυχήν αυτού, με τι θέλει την αντικαταστήσει;  101. Και το βράδυ γυρίζουν σπίτι τους  κι  αγγίζουν τις γθναίκες τους στο κρεβάτι με χέρια βαριά – που συνεχίζουν να ψάχνουν.  102. Κι εκείνος, μαρμαράς το επάγγελμα, σηκώθηκε κι άνοιξε. Και τον ερώτησαν:  πώς λέγεσαι;  Κι αυτός τους απάντησε.  103. Κι οι άνδρες με τις ρεπούπλικες ταράχθηκαν μόλις άκουσαν το όνομά του.  104. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους:  τι συμβαίνει λοιπόν;  μην τάχα αναστήθηκε;  105. Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δε γίνονται στον αιώνα μας θαύματα – ένα γέλιο αβέβαιο.  (μικρή παύση)  105. Και το όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανυρώπινο όνομα…   (Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ στη ΚΑΝΤΑΤΑ του Τάσου Λειβαδίτη σελ. 53)

Δευτέρα, 10 Νοεμβρίου 2025

ΧΑΡΑΞΕ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ…

  (…κι όπως γνέφει κανείς αποχαιρετώντας…) Αφήνοντας ξωπίσω της Ολόλευκες γάζες    Ν’ ανεμίζουν     Από τότε Κάποιοι την είδαν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ