(… καλύτερα από δίπλα τους
γιατί το δίπλα μας
είναι η ζωή το μέσα μας ο θάνατος…)
Την τρίτη μέρα προς το σούρουπο
φάνηκαν κάτω τα καλύβια και γύρω τα μαντριά
ο ήλιος βάλτωνε στον κάμπο
όλη η ζωή κατάφαση ξανά
και πάλι απ’ την αρχή
Το βήμα εβράδυνα κατηφορίζοντας την τελευταία πλαγιά
να φτάσω όταν πια θα ’χε πέσει η νύχτα
και ν’ αποφύγω τα συναπαντήματα των
χωριανών
και την καταλαλιά τους
-άλλος να λέει
«Αβραάμ, σαν τι είδες κι έκαμες εκεί ψηλά που πήγες;»
άλλος
«τι θέλουμε και φεύγουμε αφού οι
ίδιοι γυρνάμε πάλι;»
Είναι άγριο να περνάς μέσα από τους
ανθρώπους
καλύτερα από δίπλα τους
γιατί το δίπλα μας είναι η ζωή
– όπως η ζέστα και το φως γύρω απ’ τη φωτιά
και το λυχνάρι –
το δίπλα μας είναι η ζωή το μέσα μας ο θάνατος
Έλα, λοιπόν, απόμερα, ας πηγαίνουμε, μικρέ μου Ισαάκ,
καλέ μου ηλίθιε Ισαάκ φτωχέ μου χάχα,
με σένα και τη Σάρρα τώρα πια
όσα μου μένουν να τα ζήσω…
Αλλά ότι εγκαταλείψαμε για πάντα έχει χαθεί
κι εμείς νομίζουμε πως τάχα ακόμη
κάτι μένει
κάτι να μας δοθεί που δε μας δόθηκε
κάτι να εγκαταλείψουμε που δεν εγκαταλείψαμε
κι αυτή την πλάνη επιστροφή τη λέμε
-μια μανιασμένη απουσία στα πέρατα
της αίσθησης
όπως η Σάρρα τώρα στο κατώφλι μας
κουφή
τυφλή και παραλοϊσμένη
φάντασμα ενός ξεδοντιασμένου γέλιου
Ιδού εγώ, επιστρέφω από τη Γη την
Υψηλή
μα αυτή κουφή τυφλή και παραλοϊσμένη
με το σκοτάδι εμάλωνε και το
πετροβολούσε
«σκοτάδι για λιγόστεψε σκοτάδι γύρνα πίσω…»
Ιδού εγώ, επιστρέφω από τη Γη την Υψηλή
ιδού, σου φέρω πίσω το παιδί σου –
αυτό δεν ήθελες; -
σου τον ουρανό εξαπτέρυγο
την αποθέωση του τρόμου μας και
της χαμοζωής μας…
Τι αν φτάνουμε στην κορυφή της
πίστης;
Την πίσω της πλαγιά, το
επέκεινα, ποτέ ποιος είδε;
Ο άνεμος του σκότους μας γκρεμίζει
πάλι πίσω
μας καταπίνει αυτό που και πριν
ήμασταν
Το τρόπαιο της πίστης μας η χλεύη του κενού
Η επιστροφή, αυτό είναι το παράλογο
Γιατί ο πηγαιμός την έχει εντός του την επιστροφή
και τώρα κάνοντας αντίδρομα του
πηγαιμού την κίνηση
αγγίζοντας τα ίδια σου τα αγγίγματα
πατώντας τα ίδια σου πατήματα,
τι είναι πια αυτό και πώς αντέχεται;
Επιστροφή επιστροφής..
Κατάρα
στο σπόρο που γυρνάει στη γη, κατάρα
στου κύκλου τα γυρίσματα που
ανεβοκατεβαίνουν
Ιδού εγώ, ανέβηκα στη Γη την Υψηλή
ιδού εγώ, επιστρέφω από τη Γη την
Υψηλή
ιδού εγώ, επιστρέφω, Εξέτισα το παν
Τι άλλο θέλετε από μένα πια; Κατάρα…
[ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΝ ΓΗ ΑΛΜΥΡΑ 1996
Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα από την ίδια συλλογή
Αντιγραφή και επικόλληση από
το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις
Ύψιλον 2017]
«ΟΥΧΙ ΑΛΛΑ ΕΓΕΛΑΣΑΣ…»
(από τη συλλογή του
Βύρωνα Λεοντάρη ΕΝ ΓΗ ΑΛΜΥΡΑ 1996)
Μνησίκακο είναι το
παράλογο
Σαν θαύμα
φανερώνεται κι όσο ζορίζει
το λογικό να το δεχθεί
κάποια στιγμή ενδίδουμε
κι εκπίπτει η απιστία
με δυσπιστία
πες από πλήξη πες από διάθεση για περιπέτεια
Χαμογελάμε εν εαυτοίς
κι αυτό είναι η
καταστροφή μας
Το δύσπιστο χαμόγελο
το αστόχαστο μισάνοιγμα
της πόρτας
το ράγισμα του είναι
μας από όπου το παράλογο
εισδύει κι
απλώνει ρίζες μέσα μς
σιγά – σιγά σαρκώνεται
η καθημερινότητα
καμώνεται πως πίστεψε ότι τάχα το πιστέψαμε
-το συνηθίζουμε κι
εμείς σαν αυτονόητο στη ζωή μας
έτσι αντέχοντας και ψευτοαντέχοντας
βάσανα και διλήμματα της σάρκας και του νου
Ώσπου έρχεται μια μέρα
που άξαφνα αναστρέφεται μαζεύει
τις ρίζες του από μέσα
μας και
μας εγκαταλείπει
στο έλεος του κενού
Τότε, μια παγωνιά με
διαπερνάει κι ένα τρίξιμο
γυρνάς, βλέπεις την πόρτα τη μισάνοιχτη
-εκείνο το δύσπιστο
χαμόγελο που το ’χες πια ξεχάσει
«δε γέλασα…» φωνάζεις μες στον τρόμο σου
μα αυτό, μνησίκακο και
μοχθηρό, σου το θυμίζει
«Ουχί, αλλά εγάλασας…»
Α, πόσα χρόνια η πόρτα
ήταν μισάνοιχτη
πόσον καιρό το τρίξιμό
της ασταμάτητο
κι εσύ δεν το
’νιωθες - έκανες πως δεν το ’νιωθες… -
ψευτοπιστεύοντας και
ψευτοαντέχοντας
το τίποτε της ζωής.
Δεν είμαστε παρά
τριγμός
το φρικαλέο τρίξιμο του
εν εαυτοίς χαμόγελου
το τρίξιμο της κλίνης
του έρωτα
και του ξυλάρμενου του
καραβιού που μας τραβάει στα σκότη
το τρίξιμο των λέξεων
στο έλεος του κενού
Γιατί, ότι μα δόθηκε δεν ήταν παρά μόνο
η στέρηση
κι η απώλεια
ΠΡΟΣ
AMAGER
Άνυδρο νέφος μ’ έπαιρνε
τ’ αεράκι
λευκές ενθύμησες
έτρεμαν στους κροτάφους
και στους ώμους γύρω ψίθυροι
σκιές ανάλαφρες και
τρυφερά στενάγματα
Τίποτε το αισθητό δεν
βάραινε
όχι πια αγγίγματα ούτε
λόγια
– οι ψυχές τους μόνο
θλιμμένες να μ’ ακολουθούν
και στα γυμνά μου πόδια
η χόρτος των ημερών του ’60 δακρυσμένη
Α, πώς να μη θροούμαι
ολόκληρος
φεύγοντας πια από την
κυβεία των ανθρώπων
κι απ’ τις δολοπλοκίες
του πνεύματος και της καρδιάς
Τι σχέδια μάταια, τι
παιδεμοί κι αγώνες που απέτυχαν
ζητώντας σωτηρία
γυρεύοντας ν’ αλλάξουμε
την έρημο με δέκα κόκκους άμμο
με δέκα δίκαιους τα
Σόδομα της ζωής μας
Μα πού οι δίκαιοι και
πού οι δέκα;
Με την αλαζονεία της
σιγουριάς για την αποτυχία μου
με άφηνε και παζάρευα ο
Χαμός
με απέχθεια και
ίσως με κάποια λύπη μ’ έβλεπε
να
αυτοεξευτελίζομαι και να ξεπέφτω όλο και
πιο πολύ γη και σποδός
Του πρότεινα
πενήντα και το δέθηκε
του πρότεινα
σαράντα και το δέχθηκε
μετά τριάντα… είκοσι… δέκα και το δέχθηκε
ου μη απολέσω ένεκεν
των δέκα…
Ύστερα μετρηθήκαμε· δεν φτάσαμε ποτέ τους δέκα
Πάντα σε κάθε μέτρημα
περίσσευαν τα δάχτυλά μας
και τα δαγκώναμε μ’
απελπισία και λύσσα
στα Τρία Πηγάδια παραδέρνοντας
ανάμεσα στη δρυ
Μαμβρή και στο ξωκλήσι του Άγιου Λύπιου
κι ανάμεσα Φιλοθέη και
Χαλάνδρι
Πεινώντας και διψώντας
τη δικαιοσύνη
την αμαρτία πεινάμε και
διψάμε
γιατί ο νόμος αμαρτία
και μες την αμαρτία η
σωτηρία και η χάρη
γι’ αυτό κι η μόνη μας ελευθερία
η εκτροπή, η παράβαση
κι η μόνη μας χαρά και περηφάνια η αδικία
ώσπου πια βγαίνεις απ’
αυτό το άγριο παιχνίδι όπου ήσουνα
απ’ την αρχή χαμένος
και δεν ευρίσκεται
κανείς να σε ρωτήσει πού υπάγεις
Αλλά να; τώρα ταραχή σαν από αναχώρηση ψυχής
ήχοι βημάτων δίπλα μου
να γέρνουν τα χορτάρια
από πατημασιές
και λόγια να μιλάνε με
άλλα λόγια
σαλέματα του αέρα σαν
από χειρονομίες που ζητούν να με κρατήσουν
κι ο πόνος μ’ άδραξε
για τελευταία φορά
σ’ αυτό το άξαφνο
συναπάντημα – οι φίλοι μου
που μετρηθήκαμε και
δεν εφτάσαμε πότε τους δέκα
οι φίλοι μου κι αυτοί
βγαλμένοι έξω απ’ το παιχνίδι
πλάι μου να πορεύονται
Μα δεν τους έβλεπα και
ούτε τους άγγιζα
γιατί είχα χάσει πια το
χάρισμα επαφής σωμάτων και μορφών
δένδρον φθινοπωρινόν,
δις αποθανόν, εκριζωμένον
όμως αυτοί δεν το ’ξεραν ούτε μπορούσαν να το φανταστούν
γιατί πολύ μ’ αγάπαγαν
κι έτσι μαζί πηγαίναμε
κατά τη δύση
πάλι φια ποίηση κουβεντιάζοντας κι
αμφισβητώντας
την δυνατότητα μιας
πίστης ποιητικής
κι αν μέσα σε κάθε της ζωής
συμβάν υπάρχει η Ποίηση
και κάποια χάρη, σε όποιον θέλει αυτή, την φανερώνει κι άλλα τέτοια
Α, τι μακάριοι όσοι δεν
είναι σαν εμάς αντιδογματικοί
πιστοί της ποίησης φλεγόμενοι
μα μη καιόμενοι
που τους εδόθη η χάρη της
εύλογης απόστασης
απ’ την πληγή και το
ουρλιαχτό
στο μέσο του ύψους στο μέσο του ύψους…
Κι έτσι πηγαίναμε και βουή κι ανθόσκονη σήκωναν οι μιλιές μας
και μας τύλιγαν
ωσότου κέκλινεν η μέρα
κι εκεί ανάμεσα σε
Φιλοθέη και Χαλάνδρι μ’ έπνιξαν τα δάκρυα
και χωρίσαμε
διέστην απ’ αυτών
ο δρόμος μου έστριβε
φια το Amager
[από τη
συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΝ ΓΗ ΑΛΜΥΡΑ 1996]
ΟΣΤΕΟΦΙΝ ΘΙΣ…
(από τη συλλογή του
Βύρωνα Λεοντάρη ΕΝ ΓΗ ΑΛΜΥΡΑ 1996)
Εξόριστος πέρα απ’ την
πίστη και το πάθος
συβώτης στο ακρογιάλι
με τα κόκαλα
Η θάλασσα αρπαγμένη
και ριγμένη στην αντίκρυ ακτή…
Τι είναι το πιο φριχτό
ίσια μπροστά σου να
κοιτάς το σκουπιδότοπο της αιωνιότητας
ή πίσω σου να στρέφεις
γλύφοντας με λιμασμένο βλέμμα
την πίσω όψη του τέλους
στεγνή χωρίς καν ίχνος
υγρασία από ζωής απομεινάρια
κι ούτε σκουριά στα
μάνταλα
κι ούτε πια δάκρυ στο
σανίδι του εικονίσματος
-έτσι όπως απ’ το μέσα
μέρος
το χώρισμα του
φαρμακείου του Ιπποκένταυρου
κι η ωραία πύλη της Άγια
– Ακομίνας
κι οι φίλοι γύρω
αμήχανοι λαμπαδιασμένοι
σ’ ένα στραβό χαμόγελο
μη ξέροντας πώς μα
φερθούν μπροστά στο επέκεινα
(αυτό δεν είναι που το
λένε «αγωνία θανάτου»;)
Αν είναι αλήθεια
πως για να βρω ό,τι
ψάχνω πρέπει να το χάσω
και πως για ν’ αποχτήσω
ό,τι ποθώ πρέπει να το αρνηθώ
τότε ποια η αγωνία ποιο το πρόβλημα;
Παρηγοριά θα ’ταν κι η
στέρηση κι η απώλεια
και πλούτος της ψυχής
μου το χτικιό
Όμως εγώ όλο χάνω και δεν βρίσκω
όλο αρνιέμαι και
δεν αποκτώ
κι όλο και πιο πολύ
πονάει στα τρίσβαθα η νυχιά του Κοκκινόγατου
κι αγριεύονται τα
σωθικά μου
Πλεκτάνη η απιστία αυτής
της ίδιας μας της πίστης
και η παραίτηση του ίδιου
του πόθου δόλια παγίδα
Στ’ αλήθεια, είναι
άραγε «καλύτερα»
χοιροβοσκός πέρα
στο Amager
και μικρομαγαζάτορας στης λίμνης το νησί
ή μήπως
μας έπαιξε κι εδώ άτιμο
παιχνίδι η ποίηση
και μας έριξε βορά των
χοίρων και των κουνουπιών
βορά αυτής της ίδιας πάλι
Amager, Σύβοτα… ουτοπίες σωτηρίες χαμοί ακρογιάλια
δίχως θάλασσα
…πολύς δ’ αμφ’ οστεόφιν
θις
ανδρών πυθομένων· περί
δε ρινοί μινυθουσιν
και στον κατάξερο
ουρανό κρωξιά
η λιγυρή αοιδή
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕ
ΣΤΟ ΑΠΑΝΘΡΩΠΟ
(… βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά…)
Τι λέξεις κουρταλώ και δεν μου ανοίγουν γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά
μας Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή
έκρηξη Ανάσα και χειρονομία
καμιά μες στα αδειανά φωνήεντα κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα κι ούτε τρέμισμα κορμιού ή
κεριού και μήτε σάλεμα
σκιών στους τοίχους Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων όργανα βασανηστηρίων για
φυλαχτά μιλάει μόνο με σήματα μες στην οχλαγωγία της ερημιάς στις φαντασμαγορίες του τίποτε Έτσι κι εμείς αδειάσαμε και μας ψεκάσαν με αναισθητικό έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο Σμιλεύουμε – σμιλεύουμε πληγές σκαρώνοντας μνημεία και
μπιμπελό Αλλά το τρομερό
καραδοκεί Ό,τι δεν είναι τέχνη μες στην
τέχνη αυτό το ανθρώπινο αυτό κι εμάς
κι αυτήν θα μας ξεκάνει… [πρώτο απόσπασμα
από το ποίημα ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΡΑΥΛΙΣΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΝ ΓΗ ΑΛΜΥΡΑ 1996 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ
Ποιήματα 1949 - 2006]
Παρασκευή, 7 Νοεμβρίου 2025

