Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΡΧΙΖΕΙ

 (…κι ένας καιρός που ο έρωτας τελειώνει…)


Όπως η μπαταρία σ’ ένα τρανζίστορ

που του λείπει το καλώδιο για σύνδεση με το ηλεκτρικό

 

Υπάρχει το βραχυκύκλωμα δυο σωμάτων

 

Λέξεις βαθιές. Μεγάλες σαν γέφυρες

που ενώνουν το ένα μισό μιας πόλης με το άλλο μισό

 

Ένα γαλάζιο πουκάμισο που φοράει μια ξανθιά γυναίκα

χαμογελώντας κι από κάτω τίποτα

 

Ο θάνατος δεμένος σφιχτά σε μια καρέκλα

με μια πετσέτα στο στόμα και το πρόσωπο στο κενό

 

Υπάρχει ο μυστικός λογαριασμός που τον ξοφλάει κανείς

κι εγώ δεν ξέρω ύστερα από πόσα χρόνια

 

Ο ιδρώτας στον κρόταφο.   Η δροσιά στο δέρμα.

Το ζεστό θόλωμα στην κόρη του ματιού.

 

Με βάση όλα αυτά (και μερικά άλλα)

θα μπορούσα να πω τι ακριβώς είναι ο έρωτας.

 



ΔΥΟ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

(…Λίγη αγάπη. Και το τρίξιμο του κρεβατιού… -

EXPLANATIONS OF LOVE   από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)

Αγάπες που αγαπώ  και  πάθη  που επιτρέπω:

Ν’ ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια…

Κάποια ποιήματα του Καβάφη.

 

Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου

 (στίχοι από τις ΚΑΘΑΡΕΣ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ στην ίδια συλλογή)

 

 

 ΛΕΖΑΝΤΑ:  Το σώμα μου είναι ένα όμποε που παίζει Βιβάλντι…  

(…το σώμα σου είναι μια πόλη που έχει αρπάξει φωτιά – CODA)

Υπάρχουν σώματα τόσο περίπλοκα και λευκά

όσο το αίσθημα του σκακιστή όταν νικά.

 

Υπάρχουν σώματα τόσο άδεια

όσο ένα γήπεδο τα βράδια.

 

Υπάρχουν σώματα με ευαίσθητο δέρμα.

Σώματα που δεν φτάνουν ως το τέρμα.

 

Σώματα δυνατά. Με αυξημένη αντίσταση.

Σώματα κατάλληλα για κάθε περίσταση.

 

Πράσινα σώματα.    Κόκκινα σώματα.

Σώματα ποιητών.    Σώματα καλογήρων.

 

Σώματα που ανεβαίνουν στον ουρανό.

Σώματα που πέφτουν στο κενό.

 

Τα σώματα αυτών που έχουν μείνει μόνοι.

Σώματα που αιωρούνται στην αγχόνη.

 

Σώματα τριχωτά.    Σώματα σαρκοβόρα.

Σώματα αμφίβια.    Σώματα προνομιούχα.

 

Σώματα σαν χωριά που τα ερήμωσε η μετανάστευση.

Σώματα σαν κάτι μικροπράγματα που χάνεις στη μετακόμιση.

 

Σώματα διαφανή.

Σώματα μυθικά (το μισό άνθρωπος το μισό ζώο).

 Σώματα αυτοδίδακτα,    Σώματα ηλεκτροφόρα.

 

Σώματα σαν ατέλειωτες οικοδομές.

Σώματα σαν οικόπεδα περιφραγμένα.

 

Σώματα αναρριχητικά.    Σώματα ταριχευμένα.

Τα σώματα του Γκρέκο.

 

Το σώμα μιας γυναίκας με πράσινο μεταξωτό φόρεμα ένα ζεστό καλοκαιριάτικο πρωινό στις σκάλες του Ζαπείου.

 

Τέλος υπάρχουν σώματα με φύλλωμα πυκνό.

Σώματα που δεν βλάστησαν ακόμα.

 

Σώματα μέσα σ’ άλλα σώματα.

Και σώματα στο χώμα.

[ΠΕΡΙ ΣΩΜΑΤΩΝ  δοκίμιο  Νάσου Βαγενά

από τη συλλογή του

ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος 1981 

ένα ωραίο πρωινό   γεμάτο φως  Δευτέρας που

φυσάει  ένας απαλός αέρας.

Βαθύ γαλάζιο.   Άσπρα πουλιά.

Και φυσικά η θάλασσα.

Ωστόσο λείπουν μερικά δένδρα,

Κι ένα – δύο καράβια στο βάθος.   Που να δείχνουν

ότι μπορεί   κανείς  ν’ αναχωρήσει…

ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΠΡΩΙ  -  Πίνακας Ατελής ]

 

ΣΧΕΔΟΝ ΕΡΩΤΙΚΟ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά

ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)

Όλα τ’ άγρια ζώα σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι σου.  

Φυσάει ένας δαιμονισμένος αέρας.

 

Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός.

Δένδρου όπου μάταια προσπαθώ ν’ ανέβω.

 

DE RERUM NATURA 

(con rime obbligate)

Αφού η ιστορία γράφεται με αίμα

και απαιτεί ποικίλες εκατόμβες

κι η αλήθεια είναι ένα θέμα

που το θίγουν μόνο οι βόμβες

 

ας αρκεστούμε σ’ ότι απομένει.

Το μικρότερο ψέμα είναι το καλύτερο.

Κι αν ο κόμπος φτάσει κάποτε στο χτένι

είναι προτιμότερο

 

να σπάσουμε το χτένι   (αργότερα το ξανακολλάμε

Πάντα βρίσκει κανείς μια κολλητική

ουσία σε κάποια ξεχασμένη

 

κρύπτη της ψυχής του)  Η καλύτερη πολιτική

είναι αυτή που υπαγορεύει η ειμαρμένη.

Με λίγη αισιοδοξία εδώ κι εκεί.

 

ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΙΙ

Ο θάνατος κάθε τόσο λέει:  καλά φτάσαμε ως εδώ.

Και βγάζει ένα λερωμένο μαντίλι και σκουπίζεται.

Από την τσέπη του πέφτει ένα χαρτονόμισμα.

Το βρίσκει ένα παιδάκι κι αγοράζει ζαχαρωτά.

Το βρίσκει μια κοπέλα κι αγοράζει φόρεμα.

Το βρίσκει ένας τρελός κι αγοράζει τον ουρανό.

Το βρίσκει ένας γνωστικός και το επιστρέφει στο θάνατο.

 

ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΕΙΟΝ

Πρέπει να ξαναβρούμε    το φως του φεγγαριού.

Και τα μεγάλα χείλη μας

ν’ αγγίξουν

το κόκκινο μαστό   της άνοιξης.

 

Με τ’ όραμα μιας    πρωτάκουστης μουσικής

να γείρουμε απαλά   στην αγκαλιά της φύσης.

 

Που θα ’χει όλα της    τα χρώματα.

Και δε θα ξεβάφει.

 

Ο ΚΑΛΒΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΥΗ

Ένας παλιός καναπές. Μια καρέκλα που τρίζει

Κλειστές κουρτίνες.  Το τραπέζι στενό.

 

Στο ράφι τραγωδίες του Αλφιέρι

Και τα οργισμένα γράμματα του Φώσκολου.

 

Χειμώνας. Αέρας ψυχρός.  Βροχή.  Το ποτάμι.

Στην άλλη όχθη ο κόμης Capo dIstria

 

ταχυδρομεί επιστολές στην Πετρούπολη.

Και περιμένει.  Περιμένει.   Περιμένει.

 

Τη νύχτα μ’ ένα βαρύ παλτό περπατάει

μέσα από δρόμους υπαρκτούς  κι  ανύπαρκτους:

 

Grand’ Rue,  Place St. Germais.  Rue Beauregard.

Ελευθερίας. Rue du Soleil – Levant.  Αρετής.

 

Ή γράφει κάτι σπασμένα ελληνικά

σε χαρτί δανεισμένο από τη λέσχη  Societe de lecture.

 

ΣΟΝΕΤΟ

Σκεπασμένο   με κόκκινα φύλλα

ζεστό φεγγάρι

 

Ακίνητο

πάνω   από το σταματημένο φορτηγό

 

Ο οδηγός

του οποίου

γαλήνιος

 

ουρεί στον απέναντι τοίχο

 

ΤΟ ΕΜΒΑΔΟΝ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ

(από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)

Καφές βαρύς. Γεύση βυθού.

Κι ένα τηλεφώνημα από την αθέατη πλευρά της ψυχής σου.

 

(Μιλούσες για πράγματα που δεν χρειάζεται να τα ξαναλέει κανείς).

 

Ο θάνατος καθισμένος στο διπλανό τραπέζι διαβάζει εφημερίδα.

 

Ένας αργόσχολος κάνει πως απολαμβάνει το φως.

Το γκαρσόνι κοιτάζει κάθε τόσο τον ουρανό.

 

Ο άγγελος του έχει πάρει προαγωγή. Και δε φαίνεται πια

 

Fr 91

Αέρας.  Βροχή.  Κατά καιρούς χιόνι.

Είναι το χιόνι που μας κάνει να σκεφτόμαστε την άνοιξη.

Η πράσινη εποχή.   Όμως πόσο διαρκεί;   (Ηράκλειτος κλπ.)

Όμως το να επιμένεις ότι η γη γυρίζει κάτω από τα πόδια σου

μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα.

Όπως και το ν’ αγγίζεις με το δάχτυλο

τις μελανές ουλές τ’ ουρανού.

Σκύψε βαθιά στο κρανίο σου  φίλε μου.

Η ωραιότερη εκδοχή

δεν είναι αναγκαστικά και η λιγότερο γνωστή!..

 

ΠΑΝΤΟΥΜ

Άνθρωπε έχεις μεγάλα κόκκινα φτερά.

Δεν λογαριάζεις τον κίνδυνο της ευτυχίας.

Το κεφάλι σου είναι από μαύρο περισκόπιο

που το βγάζεις συχνά στον ουρανό.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 38

 

ΑΚΤΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ

Η σκιά μου πέφτει πάνω σου.  Σε κόβει στα δύο. Το ένα

 

κομμάτι σου  (το λευκό)  ανεβαίνει στον ουρανό.

 

Το άλλο βουλιάζει στο χώμα.   Με τραβάει.

Μέσα από πέτρες σκοτεινές  κι  από ρίζες.

 

Σ’ ένα άλλο ουρανό.  Πιο βαθύ.   Πιο γαλάζιο!..

 

ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟ

Το σώμα σου όταν σ’ αγκαλιάζω σαλεύει. Τρέμει

σαν την Καστοριά που καθρεφτίζεται στο νερό

 

Και το δέρμα σου σκεπάζει το δέρμα μου

όπως η κουβέρτα τον άρρωστο.

 

Μου φαίνεται πως ήταν ο Σικελιανός

που μιλούσε για το μεγάλο ατσάλινο αμόνι

 

της Σιγής (με κεφαλαίο) προφανώς εννοώντας

πως χωρίς εσένα δεν ακούγεται ήχος.

 

Αλλά κι αυτό που ακούγεται μ’ εσένα

δεν ξέρω πώς να τ’ ονομάσω. Αρμονία των άστρων;

 

Δώρο της ύπαρξης; Μαγεία; Μουσική των κόσμων;

Ή απλώς έκσταση του τίποτα;

[από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, Κέδρος 1981]

 

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΣΑ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ

(… ίσως κάτι ν’ απομείνει στο δέρμα σου

σαν ένα ελάχιστο ποσοστό αθανασίας… )

Περιπλανήσου όσο μπορείς στο σκοτάδι ψηλαφητά κι έπειτα –ξαφνικά - βγες στο ξέφωτο που σε περιμένει. Είναι το φως του φεγγαριού καμωμένο από αίμα. Ψυχρός αέρας γεμίζει τις άδειες αορτές. Κάτι σαν μέταλλο σκουριασμένο. Στη μέση της πλατείας ένας γηραιός οδοκαθαριστής περισυλλέγει σ’ ένα σωρό τα κατάλοιπα της προτεραίας. Ποδοβολητά. Τροχαλίες. Αλλαγή σκηνικού. Στα νύχια σου καθρεφτίζεται μια καινούρια μέρα. Αλλά οι νόμοι αυτής της χώρας παραμένουν αμετάβλητοι. Στα παράθυρα ανεβοκατεβαίνουν τρωκτικά. Και ο θάνατος εξωθεί προς τις συνήθεις επινοήσεις.

[Η ΥΓΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ από συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1981] 

 

ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

(στην οποία ο έρωτας είναι παρών μέσα από την απουσία του…)   

Στα ΓΟΝΑΤΑ  της ΡΩΞΑΝΗΣ ο Νάσος Βαγενάς περιδιαβαίνει τις άλλες τέχνες, τσιμπολογώντας μορφές, σκηνές, διαθέσεις, παράλληλες ιδέες. Με την τέχνη του πιτσικάτο, τσιμπολογάει στοιχεία από τη ζωγραφική, όπως το ΠΡΟΓΕΥΜΑ στη ΧΛΟΗ  του Μανέ, που μπορεί να είναι και Η ΓΕΦΥΡΑ πάνω από τη ΛΙΜΝΗ με τα ΝΟΥΦΑΡΑ  του Μονέ, πράγμα που υπαινίσσεται πένθιμα πράγματα. Πιο πέρα «μια ΓΥΝΑΙΚΑ προσπαθεί να ξεφύγει. Πιασμένη σ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες», σαν παραλλαγή του χρόνου που φεύγει ή του θανάτου που έρχεται, παίρνοντας ή φέρνοντας την αγάπη και τον έρωτα που ξεθυμαίνει σαν «δυο ζευγάρια αναποδογυρισμένα παπούτσια». Στο ποίημα ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ, σαν να βρίσκεται στην Αρκαδία (Et in Arcadia ego) ή στον Κιθαιρώνα ή τέλος πάντων σ’ ένα βουνό που εμπλέκεται στη μυθολογία, θα γίνει «σάτυρος» και θα μετατρέψει την άχαρη ζωή σε αρχαίο σκηνικό με τη γυμνή δρυάδα που φοράει μόνο «ένα ελάχιστο κομμάτι απ’ την ψυχή» της «κι αυτό διάφανο» «Σαν ένα φύλλο συκής ματαιωμένο». Βρίσκει ο Βαγενάς τον τρόπο να ακυρώνει αυτό που μόλις έστησε ή, αλλιώς, να διώχνει το ρομαντικό που πάει να ξεμυτίσει… Το ίδιο και στο ποίημα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, όπου όλα στημένα σαν σκηνικό σε πίνακα Αναγεννήσεως, ανατρέπονται αυτομάτως, όταν μας δείχνει έναν άνθρωπο «με το κεφάλι στα χέρια» κι εκείνη τη γυναίκα που «ξερνούσε δυο βήματα παραπέρα». Ο Βαγενάς, δηλαδή, δεν δείχνει να ικανοποιείται από τις εύκολες εικόνες. Οι επιφάνειες του δίνουν αφορμή για να κοιτάζει από πίσω και από κάτω. Έτσι, όλα τα ανατρέπει. Τίποτα δεν μένει όρθιο ή ωραίο ή σχεδόν. Τίποτα δεν ταιριάζει όπως στο ποίημα «Coda», όπου Εκείνη είναι «πόλη που έχει αρπάξει φωτιά» κι Εκείνος «όμποε που παίζει Βιβάλντι». Στο ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΠΡΩΙ, σαν Καβάφης μέσα στην ωραία Αττική – φως, αέρα, άμμο, θάλασσα – (τα τέσσερα στοιχεία των υλοζωιστών) συνθέτουν όρους ζωής, αλλά λείπουν τα δέντρα, λείπουν και τα καράβια!..  ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ  της ΡΩΞΑΝΗΣ  είναι, τελικά,  μια ερωτική συλλογή, στην οποία ο έρωτας είναι παρών μέσα από την απουσία του, απομυθοποιημένος, ανέφικτος, πάντα κάτι λείπει για να είναι ή να δίνει χαρά. Απλώνεται και κυριεύει το ποίημα και έπειτα χάνεται, στην τελευταία λέξη μετατρέπεται σε «έκσταση του τίποτα». Εδώ ο Βαγενάς διέτρεξε όλες τις καλλιτεχνικές εκδοχές για να μιλήσει. Πέρασε από πίνακες ζωγραφικής, από μουσικές συνθέσεις, ποιήματα και ποιητές. Μετέπλασε όλα τα ωραία σε μια θλιβερή συλλογή αφιερωμένη στον άδοξο έρωτα. Σαν να βλέπει πάντα πίσω από τα φαινόμενα, σαν να ξέρει καλά τι κρύβει η άλλη όψη, σαν να μην πιστεύει σε τίποτα και αυτό, βέβαια, είναι πιο πικρό, γιατί διαλύει την αυταπάτη και όλη την τέχνη που σ’ αυτήν στηρίχτηκε [αποσπάσματα από την κριτική της Ανθούλας Δανιήλ]

Δευτέρα, 22 Δεκεμβρίου 2025

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΙΑ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΗ ΠΡΟΘΗΚΗ…

 

(… κλείνουν οι κύκλοι   Κλείνουν οι εποχές

Φυσούν από τα βάθη πεπρωμένα...)

… Το ξέρω βέβαια θα χαθώ στον απροσμέτρητο βυθό

και στο βοριά θα σκορπιστούν τα λυρικά φτερά μου

και νυχτοπούλια θα γυρνούν πάνω στη στέγη τ’ ουρανού

μ’ άγριους κρωγμούς τονίζοντας τη ματαιότητά μου…  (1948)

 

Πέρα από πρόσωπα και πράγματα

σε μαύρο φως που μα κυκλώνει

του άλυτου εκείνου αινίγματος το βάθος

 

Χαμόγελα ψυχρά πίσω από διάφανα

παραπετάσματα  Κεριά  που αχνοφωτίζουν

μάτια λευκά προσηλωμένα σ’ ένα κάποτε

που το ποτέ ανεξήγητα υποκρύπτει

 

Κι ο χρόνος μια

περιστρεφόμενη προθήκη

σ’ ένα μουσείο ομοιωμάτων όπου

μοναδικοί  και  μόνιμοι επισκέπτες

αυτά τα ίδια  ομοιώματα είναι

 

Τα σκηνικά παραισθησιακά

τα πρόσωπα θαμπές φιγούρες ύπνου

τα γεγονότα ασύνδετες εικόνες

μιας ανακόλουθης ζωής

 

Κι η διαδρομή

μια σταθερή περιστροφή

Μια μεταμφιεσμένη ακινησία

 [εισαγωγικοί στίχοι από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη

Ο ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 2009

Κι άλλες επιλογές  με αντιγραφή και επικόλληση   

από το συγκεντρωτικό τόμο:

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]

 

 


ΦΥΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΠΕΠΡΩΜΕΝΑ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  Ο ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ  2009)

Ό,τι πλησιάζει απομακρύνεται συγχρόνως

κι αυτό που μένει τελικά

μοιάζει  με πάχνη που θολώνει τη ματιά

με γεύση πικραμύγδαλου στα χείλη

 

Χάνονται στο απροσπέλαστο οι μορφές

Τέφρας σωροί στη θέση των πραγμάτων

 

Πώς ξάφνου καταρρέουν τα περιγράμματα

και χύνονται στην άβυσσο οι ουσίες;

Πώς αναστρέφεται ο καιρός

και προς το παρελθόν γυρνάει το μέλλον;

 

Κλείνουν οι κύκλοι   Κλείνουν οι εποχές

Φυσούν από τα βάθη πεπρωμένα

 

Καιρός των απολογισμών

των σιωπηλών διαλογισμών

 

Κλεισμένος στο κελί της ύπαρξής σου

το αληθινό σου πρόσωπο ανασύρεις

αυτό που δεν το δείχνουν οι καθρέφτες

 

Με καταχνιά μετράς το παρελθόν

και με μια λάμπα ομίχλης ανιχνεύεις

το μέσα σου και γύρω σου κενό

που οι σύντροφοί σου μέλλον ονομάζουν

 

ΣΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΥΝ ΣΚΥΒΑΛΑ ΗΜΕΡΩΝ  

(…και ειρωνικά χαμόγελα αγαλμάτων…)

Επιστροφή σε σκοτεινά νερά

υπόγειους κήπους

μάρμαρα που σκεπάζουν εποχές

χαμόγελα που κρύβουν απουσίες

 

μάτια που σε κοιτάζουν απ’ το χθες

 

φωνές νεκρών παιδιών   που σε ονομάζουν

 

Φτερό

που πέφτει αργά

στο πουθενά

 

Σταγόνα φως

που καταπίνει ο βάλτος

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  Ο ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ  2009]

 

ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ

(…το Τίποτα;   Το Τίποτα δε θα ’ρθει…)

Το τίποτα είναι εδώ   σε περιβάλλει

φοράει λαμπρή στολή  κι ωραία πλουμίδια

και το θαυμάσιο κόσμο προσποιείται

Το τίποτα είναι χρώματα και λάμψεις

σχήματα και μορφές   κενά και όγκοι

Μάτια που φέγγουν στοχασμό και ρέμβη

Σώματα που θροούν   φωνές που ανθίζουν

 

Το τίποτα είναι το χαμόγελό σου

το βλέμμα σου το σιωπηλό σου δάκρυ

Η δίψα της ψυχής σου που δε σβήνει

Το άλλο σου πρόσωπο το βυθισμένο

 

Το Τίποτα είσαι εσύ   Το μαύρο σου το αίμα

Της ύπαρξής σου το βαθύ πηγάδι

 

Μια κοίλη νύχτα

σαν  βαθιά  σπηλιά

Στάζουν εντός αθέατοι σταλακτίτες

-δάκρυα παιδιών που νοσταλγούν φτερά

ή αγγέλων που ονειρεύονται μητέρες –

 

Ακούγονται του ασύλληπτου τριγμοί

μικρές ρωγμές του τίποτα φεγγίζουν

κάπου   στα βάθη του κενού

το αόρατο ξανά σκιαγραφείται

 

Ω απρόσιτε  που μας πολιορκείς

Εσύ γεμίζεις πάλι την ψυχή μας

με τους μαγνητικούς σπινθηρισμούς

της αινιγματικής σου ανυπαρξίας

 

Όθε η Σιωπή σα μουσική  αναβλύζει

 

Και σαν διαμάντι λάμπει   το Μηδέν!..

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 2009]

 

Η ΜΟΛΙΣ ΜΟΥΣΙΚΗ…

(…το ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΟ ποίημα Ορέστη Αλεξάκη… )

Μην απορείς που δυσανασχετώ  ν’ ακολουθώ τα βήματά σου Μνήμη   Γνωρίζω την αλήθεια  τι ωφελεί  αδιάκοπα σ’ αυτήν να μ’ επιστρέφεις;   Για ποιο σκοπό ο χορός των ερειπίων;   Η επαναβίωση τόσων χωρισμών;   Η εκταφή του ενταφιασμένου χρόνου;   Σώπασε…  Σώπασε… η ψυχή κοιμάται   μην την ξυπνάς…  κουράστηκε να ελπίζει   Κουλουριασμένη μέσα στον εαυτό της  έχει αφεθεί στη  μόλις μουσική   που η αίσθηση του μάταιου αναδίδει!..       [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  Ο ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 2009  εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης]

Παρασκευή, 19 Δεκεμβρίου 2025

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΘΥΜΑΜΑΙ ΕΙΧΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΕΜΑ ΜΑΚΡΥ ΠΟΙΗΜΑ…

 

(…έλεγα θα ’ναι ένα μακρύ ποίημα και θα λέει γι’ αυτό…)

Αυτό; Ποιο «αυτό»;

Καθόμουνα μπροστά σ’ ένα τραπέζι φαγωμένο, ξύλινο

με σκασμένη την πράσινη μπογιά·

«Η ζωή μου το μόνο αιώνιο πια»  έλεγα

όπως ροζ φύλλα από παλιά τετράδια

φύλλα της καρδιάς

ζουμερά χείλια, φωτεινά μαλλιά

σ’ αστραποβόλους καθρέφτες

φεύγαν σαν σε τραίνα φορτωμένα

τραίνα αστραπή.

 

Η ζωή όμως έμενε

κι είχε μια γεύση, μια γεύση…

Κάποτε είχα πάρει μέρος σ’ ένα γλέντι

κάποτε –πού; -  κάτι μου είχε προσφερθεί

ένας καρπός στρογγυλός,  ένα σώμα

άλλο απ’ το δικό μου με είχε απορροφήσει.

Το μυαλό μου κάνει την κίνηση του χεριού

που ψάχνει κάτι στο βάθος μιας τσάντας·

απορούν τα δάχτυλα του νου

μ’ αυτό που συναντούν:

μιαν απειλή ασώματη

κάτι σαν κόρα ψωμί που έμεινε στον πάτο.

Οι καλοί ζωντανοί μου, σιωπηλοί

κάθονται στο μισοσκόταδο, κάτι ακούν…

κάτι τους συγκινεί και κουνούν το κεφάλι

-κεφάλι λευκό -

οι πεθαμένοι άρρωστοί μου

γλιστρούν τα ταραγμένα ποιήματά τους

κάτω απ’ την πόρτα μου·

ανάμεσα στους στίχους τους διαβάζω

«ο θάνατος αναβάλλεται, ο τρόμος ποτέ».

Όμως περ’ απ’ την υφή της απειλής

ψάχνω μιας αδιόρατης συγκίνησης τη ρίζα.

Όταν «συντροφίτσα μου» μ’ έλεγε η μάνα μου

ή όταν ακούμπαγα σε στήθος με γυμνή καρδιά;

 

«Τι να ’ναι αυτά; Τι να ’ναι αυτά;»

ακούγεται μέσα μου να τσιρίζει

ένα πουλί στριγκό

«Δεν είναι αυτό που ψάχνεις, δεν είναι αυτό»

[AYTO,  πρώτο ποίημα στη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ, 1996]

Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 -2011, εκδόσεις Καστανιώτη]

 

 


 

ΑΕΡΑΣ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ 

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ  ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996)

Γελούσε ο φίλος και ξαφνικά έμοιαζε του πατέρα μου

πώς έκλεινε τα μάτια όταν τον έπιναν τα γέλια

Τραντάζονταν οι ώμοι του κι έσμιγε τις παλάμες

σαν να χειροκροτούσε.

Ο φίλος μου, ορθός μπροστά στο τζάκι, ψιθύρισε:

«Ο αέρας σηκώνεται, πρέπει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε…)

κι ο πατέρας μου βούτηξε στις στάχτες του ξανά.

Η πραγματικότητα αμπαρώθηκε

πίσω απ’ το φρούριο – παρόν της

υψώνοντας τη λευκή σημαία της μονοσήμαντης ηλικίας

μέρες χαράς ξανακλείστηκαν σε λίγες σταγόνες δακρύων

ένα τίποτα άνοιξης ερχόταν με τον αέρα

ένα τίποτα έρωτα ξαφνικά μες την κάμαρα

«ένα τίποτα»  είπαμε και πέρασε η ζωή


ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο

για τα γράμματα και πού να τα βρω…

Το Άλφα  θα το ’βρισκα σε άγριο τοπίο

φτερό ανάσα άσπρου πουλιού σ’ αγκάθι σκαλωμένο.

Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο

ν’ αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει

ν’ αντέξω την τέφρα της νύχτας

κάθε φορά η τελευταία νύχτα.

Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.

Γιόρταζε εκείνη τη γέννηση μου πιο πολύ από μένα

σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή

να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ’ όλα αυτά

ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια

με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ’ όλα αυτά.

Κι ήταν κι εκείνο το Έψιλον

έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη

δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.

Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά

και μόνο Ενοχή έβρισκα

που δεν ήτανε σβησμένη.

 

Θα ’γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.

Θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά

όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι

όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας

όταν πέφτω σε παράπτωμα

λέω παράπτωμα και εννοώ

για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.

Αγαπημένα μου γράμματα - θ’ άρχιζα -

χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα

πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη

και μπήκατε σε μια σειρά, σ’ ένα σκοπό

μαυριδερά με κόκκινες βούλες μουσικής.

Εσείς ίσως ξέρετε

γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα

από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα

που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε

τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα

ξέχασα σα να το ’χα ζήσει

το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν

το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν

και μοιάζει με νερό

ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει

γιατί μόνο αυτό ξέρει

με μια κίνηση να κρύβει και ν’ αποκαλύπτει

το τίποτα.

 

Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ

Τι με ταράζει στις απεικονίσεις της ερήμου;

Το φως λέω, έτσι όπως πέφτει εκεί

ελεύθερη ουσία, χωρίς να το σταματάει καμιά ιδέα

Τα ζώα της στερεή γνώση της επιβίωσης

και τ’ άστρα σε μιαν άλλη διάταξη

ασκοί σιωπής που πέφτοντας

μεταμορφώνουν την άμμο

σε ανεξίτηλη μοίρα.

Οι αρσενικοί της είναι άνθη σκουροπέταλα

τυλιγμένα στ’ άσπρα κι ακούν σε πνιχτά ονόματα

θηλυκά όντα δεν έγιναν ποτέ

μονάχα η ανεμοθύελλα.

Τα μάτια μπαίνουν στο κουκούλι της ζέστης

και στο εσωτερικό της σκέψης

λάμπει το τελευταίο νερό.

Εισχωρώ εκεί που γεννιέται η σκιά μου

κάποιος στέκεται δροσερός.

Μ’ αγγίζει αυτός ο απών

δάκρυα τρέχουν

η πηγή τους στο κέντρο μου ποτέ δεν θα ’ναι.

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ  ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996)

 

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ  ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996)

Το βλέπω παντού;  καρό πάνω σε μπεζ

σε κασκόλ,  τσάντες,  ομπρέλες…

Α!.. λέω,  να πάλι το ίδιο σχέδιο

τετράγωνα φτιαγμένα με κόκκινες γραμμές

σαν να αιμορραγεί το δέρμα

σαν χωράφια να τα χωρίζουν ποτιστάδες με αίμα.

Υπνωτισμένη

παρακολουθώ μια ιστορία μέσα μου

τα θρύψαλα μιας συνεύρεσης ,  κουρέλια καρό

προκαλούν στο στομάχι το ίδιο σφίξιμο·

μια ιστορία ξεχασμένη

που άφησε πληγή.

Ποια ήταν η ιστορία;

Έλεγε γι’ αυτό που μου πήραν  ή  που μου δάνεισαν

και τώρα το θέλουν πίσω;

Τι ιστορία ήταν;   Αγάπης,  πένθους,   πάθους;

Σιωπή ακολουθεί

όπως σερνάμενη η ουρά   ζώου νηστικού.

 

Τώρα που ο έρωτας είναι σαν το μπαλκόνι

με τις πάνινες πολυθρόνες

που σαπίζουν στη βροχή

τώρα που δεν βγαίνει του ονόματός μου ο ήχος

το στήθος πιέζοντας με στήθος

την κοιλιά με κοιλιά

τώρα που ο χρόνος στέκεται

σαν το μηρυκαστικό που για μια στιγμή

απ’ τη βοσκή σηκώνει το κεφάλι

να μασουλίσει το γαλάζιο

τώρα ένας ψίθυρος μ’ ακολουθεί

στα καθημερινά μου δρομολόγια

απ’ το φως στο σκοτάδι.

Ήρθε ν ώρα ν’ ακούσω

να ξεδιαλύνω,  να βρω,   να εξηγήσω

να θυμηθώ…

Να θυμηθώ τι;   Τον Παράδεισο;

Την Κόλαση;   Τον παράδεισο της ζωής;

Την κόλαση  της μη – ζωής;

Την καταδίκη του άγνωστου φωτός;

 

Η ΠΕΔΙΑΔΑ

Σε τέλεια άπνοια έρωτα εγώ

σκεφτική η πεδιάδα απλωμένη στη βροχή.

Άχνιζαν τα γαλακτερά πρασινωπά νερά της

σαν να μούγκριζαν οι λακκούβες της

πλημμυρισμένες ανεπίτρεπτα πάθη.

Ένας ορίζοντας όλο θαμπά καμπαναριά

ακουμπούσε στην κοιλιά της

μαζί κι ο κλειδωμένος ουρανός

τέλειος κάτοχος της δύσκολης

φιλοσοφίας της καταχνιάς:

η μετρημένη απεραντοσύνη της μουσκεμένης γης

περιέχει τη σιωπηλή συναίνεση των όντων

στο θάνατο.

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ  ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996)

 

ΤΙ ΑΔΕΙΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥΣ…

(…είναι ένα γιοφύρι  κι  όπως το πέρναγα  πλημμύρισε από κάτι σαν  «τη ζωή μου…»

…δεν τη θέλω γιατί το παρελθόν μου είναι φαντασία  και  το μέλλον φάντασμα»!.. Μια ιστορία υπερτροφίας  μου φάνηκαν οι χρονο-λογίες μου   μια ιστορία χωρίς αναφορές.   Πλησίασα το νοσοκομείο  κι ό,τι μου ’λειπε  ποτάμι έγινε βοερό  και μ’ έπαιρνε όπως όταν, ψυχούλα μου εσύ  μες τις γαλάζιες πιτζάμες σου  έγνεφες αντίο απ’ το μπαλκόνι.   Γλίστρησε το μάτι μου στο θάλαμο με τα κρεβάτια  κι  ήρθε αυτό το άδειο πάλι  σαν να είχα αμαρτήσει εδώ μικρή εγώ,  με άνδρα ώριμο στις πευκοβελόνες πάνω  έξω απ’ το χειρουργείο.   Χώρος ντροπής, τόπος πόνου:  ένας.   Ίσως γιατί ααπαράλλαχτα σταματάει η ροή του χρόνου.   Θυμάμαι έβγαινα να κάνω τα ψώνια του ασθενή  κι  όλο κοίταγα την ώρα·  μάσαγα τις στιγμές  κι έφτυνα τα δευτερόλεπτα – κουκούτσια   ασκούσα το σαγόνι μου πάνω κάτω  για να συνθλίβει πιο γρήγορα το χρόνο.   Τι μπορούσα όμως να θέλω;   Να θέλω να επιθυμήσω;   Το ανάρμοστό σώμα μου  ο παλιός καρπός ν’ ανοίξει  και  στραβοπατώντας,  μαμούνι – ψυχή  να χαθώ στον ουρανό   σαν να πήγαινα να βρω το φίλο μου τον έρωτα!..   [ΜΕΤΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη  Ρουκ ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996  – συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη]

Δευτέρα, 15 Δεκεμβρίου 2025

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΡΧΙΖΕΙ

  (…κι ένας καιρός που ο έρωτας τελειώνει…) Όπως η μπαταρία σ’ ένα τρανζίστορ που του λείπει το καλώδιο για σύνδεση με το ηλεκτρικό   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ