(… μας περιβάλλει σαν μια τάφρος
απ’ όπου είναι αδύνατο
να ξεφύγει κανείς):
Με τον παραπάνω
αποφθεγματικό στίχο αρχίζει η ΡΑΨΩΔΙΑ,
πρώτο ποίημα στη
συλλογή του Νάσου Βαγενά
ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ
ΡΩΞΑΝΗΣ, Κέδρος 1981.
«Εγώ δεν έλεγα
τίποτα.
Κοίταζα τα δένδρα.
Ή καλύτερα τα
πουλιά πάνω στα δένδρα.
(Περνούσαν φορτηγά)
Έπειτα άρχισε να
φυσάει δυνατά.
Και να βρέχει.
Τα πουλιά άλλαζαν συνεχώς κλαδί.
Ξαναβγήκε ο ήλιος!..
Ένας ωραίος
κόκκινος ήλιος
που φώτιζε όπως
πριν.
Που φώτιζε ό,τι
υπάρχει.
Ό,τι ακριβώς υπάρχει.
Ούτε λιγότερα
Ούτε
περισσότερα»!..
Και τα Γόνατα της
Ρωξάνης;
Ιδού πώς φαντάζεται το πράγμα ο ποιητής στο
ομότιτλο ποίημα:
«Δεν αποτελεί μέρος
της αιώνιας αλήθειας
να φοράς ψηλά τακούνια μενεξεδί
με χρυσούς κρίκους στις μύτες.
Ούτε να προσπαθείς
ν’ αποσπάσεις τα πιο ωραία μέλη σου
από τα δόντια του
χρόνου.
Πράσινα φύλλα
πέφτουν με κρότο και σκεπάζουν το χώμα.
Στο έδαφος
φαίνονται περισσότερα
απ’ ό,τι θα
μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Σκέφτομαι, αν
υπάρχει ο θάνατος
είναι κυρίως η επιθυμία του ν’ ανατρέπει
τη φυσική τάξη των
πραγμάτων.
Δωσ’ μου το χέρι
σου.
Ο χρόνος δεν
ψεύδεται και από τα τόσα που αποφαίνεται
ίσως κάτι ν’ απομείνει
στο δέρμα σου σαν
ένα ελάχιστο ποσοστό αθανασίας»!..
Ο ποιητής, όντας
ζωγράφος με τις λέξεις,
βάζει τη Γυναίκα
των Ονείρων του, Αφροδίτη ας πούμε,
σ’ ένα κοχύλι κι
αυτό με τη σειρά του το τραβούν περιστέρια
σ’ ένα άσπρο σύννεφο…
Ή σ’ άλλη έμπνευση,
ως Μποτιτσέλι,
την βάζει σ’ ένα
δάσος με μυρωδιές μήλων,
σ’ ένα παράθυρο με πράσινα φύλλα
κι ένα γαλάζιο ποτάμι στο βάθος.
Από πάνω θα πετούν
Έρωτες…
Ξαφνικά όμως νιώθει
κάποια πίεση εσωτερική,
όμοια μ’ εκείνη
χάρη στην οποία είχε κατορθώσει
να εκφραστεί σε
προηγούμενες περιπτώσεις,
κάθεται στο γραφείο
του άπραγος
περιμένοντας την
επίσκεψη της Μούσας…
Μην ακούοντας ήχο
βημάτων στα σκαλοπάτια
αντιλαμβάνεται ότι
δεν ήταν παρά μια
από τις συνήθεις ψευδαισθήσεις του
και επιστρέφει
μελαγχολικός στις καθημερινές του ενασχολήσεις…
Ωδή στον τόπο και
την εποχή του, λοιπόν, που…
«Τα χρόνια πέφτουν πάνω
τους σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνη.
Μέσα από το οποίο
περνάει βήχοντας η Ιστορία…»
Μπορεί, τελικά, να
βρίσκεις στα ποιήματα του Νάσου Βαγενά, κάτι
«από την ατμόσφαιρα
ορισμένων πινάκων της Αναγέννησης…»
ή άλλα να είναι εικόνες
«από ένα ταξίδι που
σχεδιάζεις χρόνια
όπου όλα είναι όπως τα
φαντάστηκες»
ή, αν επιστρέψουμε στην
Άνοιξη του πρώτου ποιήματος
που είναι Αγάπη κι ας
λυσσομανάει έξω αγέρας…
Αλλά μήπως αυτά δεν
είναι που μας κάνουν
να σκεφτόμαστε την
άνοιξη, την Πράσινη Εποχή;
«Όμως πόσο διαρκεί;»
αναρωτιέται ο Νάσος
Βαγενάς στο ποίημα με τίτλο: Fr 91
και ολοκληρώνοντας το
συλλογισμό του γράφει:
«Αλλά το να επιμένεις ότι η γη γυρίζει κάτω
από τα πόδια σου
μάλλον συσκοτίζει τα
πράγματα.
Όπως και το ν’ αγγίζεις
με το δάχτυλο
τις μελανές ουλές τ’
ουρανού.
Σκάψε βαθιά στο κρανίο
σου φίλε μου.
Η ωραιότερη εκδοχή δεν
είναι αναγκαστικά και η λιγότερο σωστή»
[Κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά
ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ,
εκδόσεις Κέδρος 1981
καθώς «οι νόμοι της φύσης παραμένουν αμετάβλητοι
κι όλα, έτσι ή αλλιώς
εξωθούνται
προς τις συνήθεις
επινοήσεις ]
Τα περιστέρια ανεβοκατεβαίνουν ένα πράσινο
ξεβαμμένο.
Δίπλα το σώμα σου. Τραβώ
φωτογραφίες. Η μηχανή αποτυπώνει το θνητό σου
μέρος.
(Στο βάθος η λίμνη. Μια ξύλινη γέφυρα. Οι
πάπιες ακίνητες. Νούφαρα στο νερό).
Αρχίζει να ψιχαλίζει. Η βροχή φέρνει στο φως
λησμονημένες χαραμάδες.
Πιο πέρα μια γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει. Πιασμένη
σ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες.
Το Α και το Ω
Ούτε το χρώμα του ουρανού. Ούτε τα δένδρα της Εδέμ.
Το χώμα. Τ’ άστρα. Η θάλασσα. Ή τα λιβάδια
μπορούσαν να γελάσουν τον άγγελο
την πρώτη μέρα της δημιουργίας.
Που τα φτερά του ήταν από νάυλον
Που το σπαθί του ήταν από χαρτόνι
Που ο χιτώνας του ήταν ένας
παλιός χασές. Κακοραμμένος.
Μπορούσαν να τον κάνουν
να πειστεί. Μια για πάντα
Πως το χόρτο ήταν πράγματι
πράσινο.
ΜΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Υπάρχει μόνο ένας θάνατος. Αυτός
που κυκλοφορεί
με λαστιχένια πέδιλα μέσα στο στήθος.
Μ’ ένα βαρύ σφουγγαρόπανο.
Μαζεύει τα σκουπίδια.
Βάζει μια τάξη στα αισθήματα.
Σκουπίζει όλες τις σκονισμένες γωνιές.
Σαν μια καθαρίστρια που δουλεύει χρόνια στα ίδια γραφεία.
ΧΑΪΚΟΥ
Τα πουλιά αυτής της πόλης έχουν πάει ένας
Θεός ξέρει πού.
Απόμεινε ένας άδειος ουρανός.
Και κάτω από τον ουρανό άδεια δένδρα.
Και κάτω από τα δένδρα τα σκοτεινά
μοτοποδήλατα.
[από τη
συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος 1981]
Η
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
(από
τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)
Μια μέρα θα σε βάλω σ’ ένα κοχύλι.
Σ’ ένα άσπρο σύννεφο που θα το τραβούν
περιστέρια.
Θα σε ντύσω με κόκκινα πέπλα. Με λουλούδια.
Ο αέρας θα φυσάει απαλά.
Ή θα σε βάλω
σ’ ένα δάσος με μυρωδιές μήλων.
Σ’ ένα παράθυρο με πράσινα φύλλα
κι ένα γαλάζιο ποτάμι στο βάθος
(Από πάνω θα πετούν έρωτες)
Ο Μποτιτσέλι αισθανόταν μια παρόμοια ανάγκη
όταν έβαζε τη γυναίκα του να ποζάρει
Τη στιγμή που είχαν όλα τελειώσει.
Λίγο πριν από το χωρισμό
ΣΟΝΕΤΟ
Άφησε με
αυτή τη νύχτα
να περάσω
σελήνη.
με το κόκκινο μάτι σου
σημάδεψε
το στήθος μου
Όπως
ο τελωνειακός με την κιμωλία
τη βαλίτσα
που έχει ψάξει δίχως προσοχή.
ΩΔΗ
Όσο και να χτίζεις με σίδερο και με
μπετόν
είσαι κατά βάθος ένα τουρκόσπιτο.
Τα χρόνια πέφτουν πάνω σου σηκώνοντας ένα
σύννεφο σκόνη.
Μέσα από το οποίο περνάει βήχοντας η
Ιστορία!..
Γιατί το χιόνι σου είναι βαρύ σα μάρμαρο;
Γιατί τα περιστέρια που τσιμπάνε το χόρτο σου
φεύγουν μουγκρίζοντας;
Είσαι ένας δίσκος των 33 στροφών
που γυρίζει στις 78.
Ένα γαλάζιο λεωφορείο με βουλιαγμένο το
φτερό.
Ελλάδα ποια δάχτυλα χώνονται στο λαιμό σου;
Σκυμμένη πάνω μου ξερνάς αίμα και αιωνιότητα.
[από τη
συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος 1981]
EXPLANATIONS OF LOVE
(από
τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)
Υπάρχει ένας καιρός που ο έρωτας αρχίζει κι
ένας καιρός που ο έρωτας τελειώνει
Όπως η μπαταρία σ’ ένα τρανζίστορ που του
λείπει το καλώδιο για σύνδεση με το ηλεκτρικό
Υπάρχει το βραχυκύκλωμα δυο σωμάτων
Λέξεις βαθιές. Μεγάλες σαν γέφυρες που
ενώνουν το ένα μισό μιας πόλης με το άλλο μισό
Ένα γαλάζιο πουκάμισο που φοράει μια ξανθιά
γυναίκα χαμογελώντας κι από κάτω τίποτα
Ο θάνατος δεμένος σφιχτά σε μια καρέκλα με
μια πετσέτα στο στόμα και το πρόσωπο στο κενό
Υπάρχει ο μυστικός λογαριασμός που τον
ξοφλάει κανείς κι εγώ δεν ξέρω ύστερα από πόσα χρόνια
Ο ιδρώτας στον κρόταφο. Η δροσιά στο δέρμα.
Το ζεστό θόλωμα στην κόρη του ματιού.
Με βάση όλα αυτά (και μερικά άλλα) θα
μπορούσα να πω τι ακριβώς είναι ο έρωτας.
Δυο ζευγάρια αναποδογυρισμένα παπούτσια. Λίγη
αγάπη. Και το τρίξιμο του κρεβατιού.
SOSTENUTO
Άγγισε με το χέρι σου τον ουρανό.
Καθάρισε τα σκονισμένα άστρα.
Ανέβα στο πιο ψηλό κλαδί. Κελάηδησε.
Με την παλάμη σου σκέπασε την πόλη.
Βάψε το σκοτάδι πράσινο. Ή πορτοκαλί.
Πιες το νερό της θάλασσας ως την τελευταία
σταγόνα.
Λύγισε τη ζωή όπως οι υπαίθριοι παλαιστές
λυγίζουν τα σίδερα στις πλατείες.
Άρχισε το σύμπαν από την αρχή – πρώτα με πηλό
και με λάσπη.
Πέρνα το ίδιο ποτάμι δυο φορές.
Κάνε το σίδερο φωτιά. Το χιόνι πέτρα.
Πες μου πως τίποτε δεν είναι αδύνατο.
Πες μου πως τίποτε δεν είναι αδύνατο
ΙΝΚΑΣ
Στάχτη στο δέρμα.
Κι ένα κερί στην τσέπη
για το σκοτάδι της φωνής σου.
Υπήρχε μια εποχή που δεν υπήρχε η Αμερική.
Αυτή η εποχή είναι χαμένη πια.
Όπως είναι χαμένη
και η εποχή των ερώτων μας.
Από τότε που έφτασαν εδώ
τα πρώτα πλοία
[από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ
ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος 1981]
Ο
ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟΝ ΕΠΑΝΩ ΚΟΣΜΟ
(από
τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)
Μετέφεραν μπροστά στα παράθυρα κλαδιά.
Φύτεψαν τ’ απαραίτητα δένδρα.
Όμως τα σπίτια έχουν υπονόμους επίσης.
Λεπτοί οριζόντιοι σωλήνες σαν φλέβες
μεταβιβάζουν στον κάτω κόσμο
το περίσσευμα της μέρας.
Από τέτοια υλικά είναι καμωμένη η ζωή.
Από τέτοιους σωλήνες φτιαγμένη.
Όμως ακολούθησε τη νοητή προέκταση και –
ποιος ξέρει –
ίσως κάποτε συναντήσεις την Ευρυδίκη.
ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ
ΥΜΗΤΤΟΥ
Θα γίνω ένας σάτυρος. Θα σε κυνηγήσω
λευκώλενη δρυάδα.
Μέσα από δάση και σκοτεινά κλαδιά, Θ’ αγγίξω τα μαλλιά σου.
Δεν θα φοράς τίποτε. Παρά μόνο
ένα ελάχιστο κομμάτι απ’ την ψυχή σου. Κι
αυτό διάφανο.
Σαν ένα φύλλο συκής ματαιωμένο.
ΚΑΘΑΡΕΣ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ
Αγάπες που αγαπώ και πάθη που επιτρέπω:
Ένας ζεστός καφές το πρωί.
Το διάβασμα (όσο γίνεται πιο αργά) της
εφημερίδας.
Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα
αισθήματα
Το χώμα στα καινούρια στου τακούνια
Η θάλασσα το απόγευμα με λίγη συννεφιά.
Γαρίφαλα. Πολλά γαρίφαλα.
Ακόμη:
«Ο άνθρωπος που πηδάει πάνω απ’ την πόλη» του
Σαγκάλ.
Ν’ ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια.
Το χέρι μου στο στήθος σου
Κάποια ποιήματα του Καβάφη.
Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου
[από τη
συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος 1981]
ΟΛΙΚΗ
ΑΠΟΨΗ
(από
τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)
Πάνω απ’ τη γη γαλάζιος ουρανός
-γαλάζιος όταν δεν υπάρχουν σύννεφα.
Πάνω απ’ τα σύννεφα
ό,τι υπάρχει στον ουρανό.
Ή καλύτερα
το ξύλινο ταβάνι του έρωτά μας.
Όπου τη νύχτα κυνηγιούνται ποντίκια.
Από κάτω όλα τα λοιπά.
Δένδρα. Σπίτια. Εργοστάσια. Χωράφια.
Αυτοκίνητα. Σκάλες. Υπόγειοι σταθμοί
Δένδρα. Σπίτια. Εργοστάσια. Χωράφια.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ
Σα
να ’ταν μια σκηνή φτιαγμένη από έναν
μεγάλο
ευρωπαίο σκηνοθέτη σε στιγμή έμπνευσης
και
όχι από το φως που έφευγε πάνω απ’ τα δένδρα
μετακινώντας
αργά τους ίσκιους προς τη λεωφόρο.
Η
όλη εικόνα είχε κάτι από την ατμόσφαιρα
ορισμένων
πινάκων της Αναγεννήσεως.
Κι
αν δεν ήταν εκείνος ο άνθρωπος στο παγκάκι
με
το κεφάλι στα χέρια
και
η γυναίκα που ξερνούσε δυο βήματα παραπέρα
θα
ήταν τέλεια: ένα καρτ ποστάλ
που
στέλνεις από μια χώρα όπου μόλις έχεις φτάσει
με
λίγα λόγια για τον καιρό, τους ανθρώπους –γενικά
τις
πρώτες εντυπώσεις
από
ένα ταξίδι που σχεδίαζες από χρόνια
και
τα βρήκες όλα όπως τα φαντάστηκες.
[από τη
συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος 1981]
ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ
ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΡΠΑΞΕΙ ΦΩΤΙΑ.
ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ
ΟΜΠΟΕ ΠΟΥ ΠΑΙΖΕΙ ΒΙΒΑΛΝΤΙ (CODA)
ΠΕΡΙ ΣΩΜΑΤΩΝ (δοκίμιο): Υπάρχουν σώματα
τόσο περίπλοκα και λευκά όσο το αίσθημα του σκακιστή όταν νικά. Υπάρχουν σώματα τόσο άδεια όσο ένα γήπεδο τα
βράδια. Υπάρχουν σώματα με ευαίσθητο
δέρμα. Σώματα που δεν φτάνουν ως το τέρμα. Σώματα δυνατά. Με αυξημένη αντίσταση. Σώματα
κατάλληλα για κάθε περίσταση. Πράσινα
σώματα. Κόκκινα σώματα. Σώματα
ποιητών. Σώματα καλογήρων. Σώματα που ανεβαίνουν στον ουρανό. Σώματα που
πέφτουν στο κενό. Τα σώματα αυτών που έχουν μείνει μόνοι. Σώματα
που αιωρούνται στην αγχόνη. Σώματα
τριχωτά. Σώματα σαρκοβόρα. Σώματα
αμφίβια. Σώματα προνομιούχα. Σώματα
σαν χωριά που τα ερήμωσε η μετανάστευση. Σώματα σαν κάτι μικροπράγματα που χάνεις στη
μετακόμιση. Σώματα διαφανή. Σώματα μυθικά (το μισό άνθρωπος το μισό
ζώο). Σώματα αυτοδίδακτα, Σώματα ηλεκτροφόρα. Σώματα σαν ατέλειωτες οικοδομές. σώματα σαν
οικόπεδα περιφραγμένα. Σώματα αναρριχητικά. Σώματα ταριχευμένα. Τα σώματα του Γκρέκο. Το σώμα μιας γυναίκας με πράσινο μεταξωτό
φόρεμα ένα ζεστό καλοκαιριάτικο πρωινό στις σκάλες του Ζαπείου. Τέλος υπάρχουν σώματα με φύλλωμα πυκνό. Σώματα που δεν βλάστησαν ακόμα. Σώματα μέσα σ’ άλλα σώματα. Και σώματα στο
χώμα. [από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις Κέδρος
1981]
Παρασκευή,
5 Σεπτεμβρίου 2025