Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

ΤΟ ΝΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΟ

 

(… γιατί παραχωρεί τη μορφή του κάθε φορά

στη μορφή που το φιλοξενεί…)

Πρώτος ο Ωκεανός με την Τηθύ

σ’ ερωτικά σμίξανε κρεβάτια.

Και ο κόσμος εγεννήθη.

Και ότι ο όρκος των θεών είναι νερό.

Γιατί ό,τι πιο παλιό και σεβαστό

χρησιμεύει σαν όρκος  (ΟΡΦΙΚΟΙ)

 

Τη μια κυβερνά την άλλη υπηρετεί.

Εξουσιάζει  ή  ταπεινώνεται  με την ίδια λαμπερή έκφραση. 

Η ζέστη με κρυφά φλοτέρ  - τα’ ανεβάζει στον ουρανό

σαν γίνεται λιώμα,  ένα με το χώμα –

σχεδόν μια απαγωγή.   Είπε ο Τσουάγκ Τσου: 

Τα μεγάλα λόγια σκοτεινιάζουν την ομιλία.

Η μεγάλη γνώση είναι κλειστή σαν βρύση.

Όταν διψάς ανοίγει. 

Πλατιά σαν κάμπος.

Ένας ήρεμος αργόσυρτος ποταμός.

Το νερό είναι σοφό  γιατί παραχωρεί τη μορφή του

κάθε φορά στη μορφή που το φιλοξενεί. 

(Αυτή είναι η θρησκεία του.

Θυμάται από στήθους,  του Ξένιου Δία τις βουλές·

κομμάτι ειδωλολατρικό;

Σοφό γιατί δεν έχει προκαταλήψεις) 

Ενώνει θετικό μ’ αρνητικό  κι αναπαύεται

στ’ αμερόληπτα  γυρίσματα του γιν  και  του γιαγκ.

Χωρίς καμιά πολυγλωσσία με 36 τρόπους απαντούν

οι 36 δίπλες του. 

Αυτό ονομάζεται να περπατάς ταυτόχρονα σε 36 δρόμους

Αυτό ονομάζεται απροκατάληπτο.

Μέσα σ’ αυτό αστράφτει αμετάβλητος ο άξονάς του.

Γύρω από αυτόν φτεροκοπούν οι ακτίνες του. 

 

Πάνω σ’ αυτό, για ιδέστε, κάνει ορθοπεταλιά

τ’ ουρανού ο ποδηλάτης!..

[επιλογή στίχων από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη

ΤΟ ΝΕΡΟ 2002

Κι άλλες επιλογές  απ’  αυτή τη συλλογή

μ’ αντιγραφή και επικόλληση από την ανθολογία

ΕΚΛΟΓΗ από το ΕΡΓΟ του Ποιητή, εκδόσεις Καλέντης 2014]




 

ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙΑ  ή  ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη   ΤΟ ΝΕΡΟ 1999)

Σκορπισμένος στη νυχτερινή γαλήνη ένα με το καθετί.

Τα μόρια μου ένα με τα μόρια της άμμου.

Οι φλέβες παραπόταμοι κατέβαιναν στη θάλασσα,

εκεί που σμίγουν τα νερά.

Άκουγα των κυμάτων την πνοή  ένα με την ανάσα μου.

Ένιωθα στο σφυγμό του πόντου   το σφυγμό μου.

Σ’ ένα σπυρί σταριού ριγούσαν όλα τα σπαρτά

διαπερνώντας τοκετό  και  θάνατο.

Ύστερα σύννεφα, τα μάτια της στο άνοιγμα του πηγαδιού·

σαν δυο αστραπές στα βάθη της νυκτός.

Ρεύμα βολταϊκό  που μ’ έκαιγε  και με μετρούσε με το τόξο του.

Λάβα,  φιλιά της εφηβείας·  ύστερα οι κάδοι χύνονταν

να πιουν τα διψασμένα ζώα

και τα μαύρα τριαντάφυλλα  στην ξεραμένη γη.

 

Δεν είχα όνομα ούτε σώμα.

Μόνο την ηλικία του νερού.

Σε κάθε στάλα πάφλαζε   ο ωκεανός.

Σε κάθε στάχυ η άνοιξη.

Μες το παιχνίδι των ενεργειών  έλειπε ο χρόνος.

Ήταν εκεί χιονοδρόμος ο Ερμής με μιαν αναγγελία.

Στην ολόφωτη πίστα των κβάντα ο θεός  Σίβα χόρευε

στον πανάρχαιο ρυθμό του μέλλοντός μας,

πυρρίχιους  και  ροκ.

 

ΤΟ ΝΕΡΟ ΑΛΑΝΘΑΣΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ  ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ

Με όργανα υψίστης ακριβείας

εκχέει μιαν απίστευτα ακριβή  (ως το πολλοστημόριο)

και δίκαιη ποσότητα.

Μια ισόποση έξωση,  σαν παραχώρηση  για καθετί βαρύτερο.

(Η Αρχή του ειδικού βάρους ως σύνεση   αυτοφυής.

Ως βούληση αυτόφωτη)

 

Από πριν γνωρίζει το εκτόπισμα.

Καθρεφτίζει το σώμα του   και  το θυμάται.

Θυμήσου:

Είσαι εκείνο που σου επιστρέφει.

Εκείνο που του εμπιστεύτηκες.

Εκείνο που,  εκτοπίζοντας,  σε υψώνει  και  σε κρίνει.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΒΑΜΜΕΝΗ ΠΟΡΤΑ ΕΜΠΑΙΝΕ ΚΙ ΕΒΓΑΙΝΕ

(… με τα μπλε σορτάκια, γελαστή ξαδελφούλα μας

η ΘΑΛΑΣΣΑ…)

Απρόσεκτη σκόρπιζε στο πάτωμα τ’ αλάτι.

Το βλέπαμε μέρες μετά.

Τα βράδια σουλατσάριζε στις αλυκές.

Πάντα σε βαθουλώματα ξεχνούσε τ’ άσπρα μεσοφόρια της.

Και κάποτε μεσημεράκι Αυγούστου που ποτίζαμε ως αργά:

πώς μεγάλωσε αίφνης!..

Με κοίταζε όλη βλέφαρα·

καμπύλες τόξα ολόφωτα·

μια τρίφυλλη καμάρα απάνω των αγγέλων

και κάτω σκοτεινή σπηλιά με τ’ άγριο θαλασσόχορτο.

Ήταν γυμνή με ξέπλεκα μαλλιά χωρίς στηθόδεσμο.

Ανάσκελα όπως ήτανε καθρέφτιζε τον ουρανό.

 

Το σώμα της από παντού με φώναζε   γλυκέ μου

έλα να με κοιμηθείς

(τα μπλε της φύλλα αναφιλητά  και  σάγριο).

Είναι δικοί σου οι τρυφεροί μου σπόγγοι,

κι οι λευκοί μου σπόνδυλοι,  μια σκάλα ν’ ανεβείς,

χωρίς φτερά στον ουρανό.

Όταν γνωρίσεις τα’ ακριβά κοράλλια μου  εκεί κάτω

και μια λάμψη το σώμα σου αδειάζει,  αξέχαστη αστρατπή,

μ’ όλο χυμένο το πλαγκτόν.

Θα ουρλιάζεις διψασμένος για θάνατο

για ν’ ανατείλουν πάλι οι νεκροί κρύσταλλοι,

ένα κλάσμα μέσα στο χαμό,

όπου θάλλει η αθάνατη ώρα σου!..

Θα θυμηθείς πως εγώ είμαι η πατρίδα σου η παντοτινή,

Κι εδώ στους βυθούς μου θα χτίσεις το σπίτι σου   πελαγίσιε!..

 

ΑΠ’ ΑΥΤΟ ΚΑΤΑΓΟΜΑΣΤΕ

Μ’ αυτό ζυμώνουμε το ψωμί μας.

Μέσα σ’ αυτό λάμπουμε·  μέσα σ’ αυτό κολυμπάμε.

Μέσα σ’ αυτό φανερώθηκαν τα σοφά βλέφαρα του Θαλή.

 

Χρόνος αθροισμένος στην αρχέγονη σπηλιά·

σταλακτίτης  και  σταλαγμίτης:

Κάτι σαν αισθητικό αρχείο του χρόνου.

Κάτι σαν καλλιτεχνική αποκρυστάλλωση του καιρού.

Κάτι σαν υπέροχες πορσελάνες που προικίζει

το παρελθόν στο μέλλον.

Κάτι σαν αλατούχα βυζιά όπου ο χρόνος

συμπυκνώνοντας προσφέρει

τη γαλακτερή του κλεψύδρα,  τη θηλή – στάλα

σε κάθε νεογέννητο.

 

Αυτό είναι το σώμα του.

Χωρίς οστά στερεώνει ένα βασίλειο.

Χωρίς αρθρώσεις αρθρώνει τον όρθρο του παντός.

Ο σκελετός του είναι Η2Ο.

Η καρδιά του Η2Ο.

Ταπεινό. Το άλας της γης.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΝΕΡΟ 2002]

 

ΤΑ ΥΔΡΟΒΙΑ 

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΝΕΡΟ 2002)

Η χήνα είναι άσπρη κι ας μην πλένεται κάθε μέρα.

Είναι στεγνή κι ας μη τσαλαβουτά όλη μέρα στα νερά.

-από πού τάχα προμηθεύεται το υπέροχο αδιάβροχο –

Το ποτάμι χωρίς να ξέρει το δρόμο δεν χάνει την κατεύθυνση·

(μέσα του είναι δρόμοι  και  συνείδηση  και  προορισμοί).

Η βροχή – τσέμπαλο στα ξύλα δίχως τσεμπαλίστα.

Αλλά προς Θεού μην μιλάτε στο αναμάρτητο δένδρο: 

Υφαίνει τ’ άνθη.

Επωάζει τις καρποφόρες του σελίδες

στης φωτοσύνθεσης το μυστικό τυπογραφείο.

 

Το μαύρο και το άσπρο πουλί,  στην απλότητά τους,

δεν αφήνουν περιθώριο για συζήτηση.

 

Είναι όντα αναφομοίωτα στη διάνοια.

 

Ανασαίνουν έξω απ’ το χάρτη των ορισμών.

 

Φτεροκοπούν άκοπα  και  φέγγουν πρωτοσέλιδα

στις εποχές.

 

Όταν διπλώνουν τα φτερά μαζεύουν τον ορίζοντα.

 

Όταν τ’ ανοίγουν  ξεδιπλώνουν το σχέδιο του ταξιδιού.

 

και   ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΕΚΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ  ΠΟΥ ΑΝΑΠΗΔΗΣΕ…

(…σαν αργότερα πολλές μαζί ενωμένες σταγόνες στο μέγεθος της μίας…)

Πέντε χρόνια μετά.

Επιτέλους μπόρεσα να εννοήσω ότι αυτό που με γοήτευε με το νερό.

Ήταν η δαιμονική χάρη του να δραπετεύει και ν’ ανάγεται

(σε αλκυόνα αθέατη στην όστρια;)

Ν’ ανακαλύπτει την παραμικρή ραγισματιά και μ’ αυτή να ορίζει.

Εκείνο που το κάνει απρόβλεπτο

δηλαδή καθαρή ουσία του γίγνεσθαι.

Δεξαμενή μέσα στη γη  και  κήπο πλανώμενο στον ουρανό.

Εκείνο που το κάνει ν’ αποσπάται παροιμιώδες  και  περιφρονητικό

απ’ την αξία της χρήσης του.

Ο τρόπος που αθροίζει τα ψηφία σε μιαν  (ακόμη)

ασύλληπτη γραμματική!..

Εκείνο που λικνιστικά γεννά  στην ύπαρξη   Ναυτία

(χλευάζει την ευστάθεια)

Αυτό το ανείπωτο  κι ανεκμυστήρευτο 

που θα κρύβει πάντα ένα υπόλοιπο.

Εκείνο που το κάνει παιγνιώδες  κι εύδαιμον

(ξέρετε ό,τι σαρκώδες του ανήκει).

Αυτάρεσκο  και βιβλικό  σε κάθε ρίζα.

Ύλη πρώτη απ’ όπου πλάθονται τα όνειρα.

(Μια πλύστρα που πλένει ασπρόρουχα στον ουρανό;

Ή ζώα επιμήκη και γυαλιστερά μέσα στη ρέμβη του απογεύματος;)

Αδιάλλακτο κι ενδοτικό: σ’ αυτή τη σιωπηλή εποποιία.

Μας κρούει νυχτιάτικα τη θύρα με φωνές πνιγμένων.

Μας νεύει εκεί που η ερημική μας φτέρνα οσμίζεται

μιαν όαση!..

Έναστρο.

Περπατά  ή  πλαγιάζει.

Στη σεμνή πρωτόγονη φύση του.

 

ΤΟ ΝΕΡΟ:  ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΥΤΕΡΟ ΑΦΗΓΗΜΑ  (93)

(… ν’ ακούς των νερών την ετυμηγορία χωρίς έφεση  (29)  αλλά…   

μην πετάς ποτέ πέτρα  σε πηγάδι

που κάποιο μεσημέρι σε ξεδίψασε… 33)

Το κύμα:  το φτερό της κίνησης  (2)   Ο σφυγμός:  ο πρώτος ποταμός (3)   Είσαι μια εκδρομή μέσα στους κάμπους·  σαν τα παιδάκια του σχολείου που ξεχύνονται   εκεί στα πτυσσόμενα ξέφωτα.   Παίζεις με τις ξυπόλυτες φωνές τους.   Αμέριμνα ξυπνά η θεία ευχαριστία σου στα πόδια τους.   Χαμογελάς χωρίς να ξέρεις.   Δίνεις δροσιές και παίρνεις μόσχους.   Παίρνεις φιλί από τα χείλη που σε πίνουν  (6)   Ν’ ακούς των νερών τις ένορκες καταθέσεις  (20)  Θαλασσινή μη μεγαλώνεις.  Είναι πένθος  (23)   Οι αμέτρητες αντινομίες:  δύο ξύλινα κουπιά.  Αλλά δεν ξέρουμε κωπηλασία  (31)   Διψούμε αυτό που στάζει.  Η κάθε βρύση ζητά να ενωθεί μ’ αυτό που κελαρύζει μέσα μας!.. (48)  Όλα τα ποτάμια γυρίζουν πίσω  κι  ας λένε·  (με μια στάση στον ουρανό)  (51)  Υδρορροή:  της μπόρας παρωδία  με το τενεκεδένιο κακόφωνο λαρύγγι  (53)   Του ποταμού η γλαδιόλα.  Αυτή η πένθιμη φλόγα.  Αυτό το ζωηρό, θλιμμένο φόρεμα του νερού.  Ένα τρυφερό ρέκβιεμ, στο χλωμό σώμα γυναίκας, που γέρνει μόλις μέσα στη θλίψη του έρωτα!..    Πιο πολύ από στοιχείο είσαι η αδιάκοπη Μεταφορά.   Πιο πολύ από βρέφος είσαι Μήτρα.   Πιο πολύ από λαλιά:  αντλία χρόνου (60)  Ολοένα οι τροχαλίες σηκώνουνε τις άγκυρες. Φεύγουμε·  ολοένα φεύγουμε·  νηί μελαίνη  (106)   Γονατίζω στον γενέθλιο τόπο.  Νύχτα ανάβω ένα κερί μπροστά στο πέλαγος.  προσκυνώ τη μητρότητα των νερών!..  (107)      (ήταν κάποιες από τις ΣΤΑΓΟΝΕΣ στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΝΕΡΟ – συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, Καλέντης 2014)

Παρασκευή, 21 Νοεμβρίου 2025

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΧΑΡΑΞΕ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ…

 

(…κι όπως γνέφει κανείς αποχαιρετώντας…)

Αφήνοντας ξωπίσω της

Ολόλευκες γάζες   Ν’ ανεμίζουν 

 

Από τότε

Κάποιοι την είδαν   

Σε καταρράκτες φωτός   Να κωπηλατεί

Και κάποιοι άλλοι

Μ’ ένα ματσάκι παπαρούνες   Φλόγες ν’ ανάβει 

Στων καθρεφτών τα ερέβη

Έχοντας πλάι της

Ένα ασκέρι από νεκρά παιδιά

Επίμονα να της ζητά

Να τους διαβάσει παραμύθια

[ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΗΝ ΕΙΔΑΝ 

στη συλλογή  της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ,   στους διαδρόμους τ’ ουρανού,

Την έχασα

Στις  αχανείς εκτάσεις της σιωπής

Δεν την άκουγα πια 

 

Κι από τότε

Κάθε φορά που το καμπαναριό    Γεμίζει από πουλιά 

Κι ακούγονται  οι  Χαιρετισμοί

Ως το λειμώνα των ψυχών

Ξυπόλυτη την βλέπω να περνά

Μέσα απ’ των κάτασπρων σταυρών το δάσος

Σιάζοντας το χτενάκι στα μαλλιά της

Τινάζοντας τα χρώματα από το φουστάνι της

Κι ύστερα

Όμοια με πυροτέχνημα  ή  εκπνοή φωτός 

Πάνω από τις στέγες ν’ απογειώνεται

Σφίγγοντας μέσα στις χούφτες της

Το παιδικό μου χέρι

Που φεύγοντας το είχα ξεχάσει   Στα άσπρα της μαλλιά


 


Η ΠΡΟΦΑΣΗ  

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Κοιμήθηκε του Άη-Γιαννιού

Πίσω από φτέρες και γεράνια

Ταξίδεψε κάτω από ανοιξιάτικα λειβάδια

Που σήκωναν στους ώμους τους

Σαν συνοδεία πένθιμη

Το θρήνο της περιφοράς

Υγρό  και  ευωδιασμένο

Καθώς αρμένιζε στους ουρανούς

«Αι γενεαί πάσαι»

Κι όταν οι αγροί θερίστηκαν

Αφουγκραζόταν τους τροχούς της άμαξας

Να κουβαλούν τα λείψανα

Του Μάη  και  του Ιούνη

 

Μόνο ένα κλωνάρι κερασιάς

Προσποιήθηκε πως είχε μαραθεί

Και γλίστρησε από την άμαξα

Και από το φως κρατήθηκε

Που σκόρπιζε στο πέτρινο προσκέφαλο

Ένα κερί αναμμένο

 

Πόσο γαλήνια κι όμορφη

Φάνταζε τώρα

Που κερασάνθια στόλιζαν

Το κρύο μέτωπό της

 

 

 

ΔΥΟ ΑΔΕΙΑ ΑΡΤΟΦΟΡΙΑ

Δυο άδεια αρτοφόρια

Τα ασάλευτά σου μάτια

Που εμπρός τους εγονάτισε

Το βλέμμα μου που νήστεψε

Απ’ το άγιο κοίταγμά τους

 

Πουλιά αποδημητικά

Τα σταυρωμένα χέρια σου

Που πάνω στις φτερούγες τους

Πλάγιασε η μοναξιά μου

 

Αφού μες τις κλειδώσεις τους

Αναπαύονταν οι εσπέρες

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΓΡΑΜΜΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Εδώ κάτω σ’ εμάς, ξέρεις, βρέχει

Βρέχει και σκοτεινιάζει

Κι οι ξαφνικές νεροποντές παρασέρνουν

Ταριχευμένα βλέφαρα ίσκιων νυχτερινών

Που άλλοτε ανάβλυζαν ολόχρυσα ηλιοτρόπια

Ένα ουράνιο τόξο θαμμένο στην ομίχλη

Που κάποτε υπεράσπιζε το άνθος της αγάπης

Κι ενός μικρού χαρταετού τα ξεφτισμένα λείψανα

 

Όμως, εσύ να ’ρθεις

Να τους αφήσεις και να ’ρθεις

 

Και τους σβηστούς ν’ ανάψεις λυχνοστάτες

Σ’ όλες τις άκρες του ουρανού

 

Και μη θαρρείς πως θα βραχείς

 

Στης αγκαλιάς μου το στερνό υποστατικό

Έχω αναμμένο τζάκι

Μόνο που σκοτεινιάζει και φοβάμαι

 

Αχ, έλα, κι άναψέ μου το φως

Από τότε που έφυγες
Στο σπίτι μας νυχτώνει πιο νωρίς

 

ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ΣΟΥ

Κι έτσι απόμεινα εδώ

Σχεδίες γυάλινες να ρίχνω

Μες στων ματιών την ίριδα

Σαν πλεύσεις να ’ρθεις να με βρεις

Να μην πνιγείς

Απ’ το θολό μου δάκρυ

Σκοινιά ν’ απλώνω ένα γύρο

Σε καπνοδόχους και καμπαναριά

Γιατί η ομίχλη βύθισε

Τους κήπους των κατόπτρων

Σε μια γαλάζια πάχνη

 

Κι εγώ απόμεινα εδώ

Το ουράνιο τόξο να τεντώνω

Πίσω από τους πλόκαμους του σκοταδιού

Για να εκτοξεύω πούπουλα

Λευκών περιστεριών

Την πτήση σου αναγγέλλοντας

Από τους ουρανούς

 

Πίσω από το τζαμωτό της εκκλησιάς

Απόμεινα να ξαγρυπνώ

Στη θέα σου

Μιαν αγκαλιά βεγγαλικά

Ν’ ανάψω

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Ψηλά σ’ άλλον ουρανό

Παγιδευμένοι άγγελοι

Ανηφορίζουν με ύμνους

Και περασμένα από χρυσές κλωστές

Σπασμένα ονόματα στην πέτρα

Που πια κανείς δεν τα καλεί

Παρά μονάχα η καταχνιά

Ή λίγο χιόνι ανάλαφρα τ’ αγγίζει

 

Για να μπορεί να λευκανθεί

Ο υάκινθος που άνθισε

Στα σταυρωμένα χέρια

 

ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ

Ξάστερη θα ’ναι η νύχτα που θα ’ρθω ν’ αρμενίσουμε

Στο μέτωπο του ουρανού με το καϊκι του ύπνου

Θα ’ρθω να δούμε από ψηλά το φτωχικό δωμάτιο

Που αθόρυβα ανυψώνεται από χλωμές ανταύγειες

Μισοφωτισμένων προσευχών

Ιάμβους εύφλεκτους να εξαπολύει η λύπη

Φανούς θυέλλης να περιοδεύουν

 

Θα ’ρθω όταν στα βλέφαρα των κοριτσιών

Χρυσόσκονη θα ψιχαλίζει ο γαλαξίας

Όταν σε αχτένιστα μαλλιά

Θα φτερουγίζουν σμήνη ανεμώνων

Ραμφίζοντας τον έναστρο θόλο της σιωπής

 

Με τα’ αυγινό το φως θα σ’ αποχαιρετήσω

Τινάζοντας από τους ώμους μου

Τα άνθη της νύχτας τα μαβιά

 

Όμως, πριν φύγω δείξε μου

Με τη χλωμάδα ενός κεριού

Την Παναγιά

Που στρώνει στο μικρό Χριστό

Για να πλαγιάσει

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΣΟΥ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Στα σκοτεινά υπόγεια των καθρεφτών

Με τους κορυδαλλούς της ανάμνησης

Να φτερουγίζουν

Μάταια το βλέμμα μου

Κυνηγά

Τις σκιές των χεριών σου

Που όλο και ξεμακραίνουν

 

Θλιμμένες σαν τις Κυριακές

Που σίγησε η καμπάνα

Και του βασιλικού η οσμή

Από τις φλέβες του Θεού

Δε χύθηκε στο αλάβαστρο του κόσμου

Πένθιμες  και  σιωπηλές

Καθώς ωχρές επιστολές

Προς αόμματους παραλήπτες

Κι απέραντα μοναχικές

Σαν παρεκκλήσια ερειπωμένα

Που από τις τοιχογραφίες τις παλιές

Ξεθώριασε της Παναγιάς το χέρι

 

Κι ευθύς το θείο Βρέφος γλίστρησε

Στων Ελαιών τον Κήπο.

 

ΜΙΑ ΚΡΟΤΙΔΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ

Τα τρένα μεταφέρανε μαθητευόμενους τυφλούς

Κάποια ναυάγια συνειρμών, πουλιά βαλσαμωμένα

Και λίθους επιτύμβιους για μέλλοντες νεκρούς

 

Όμως, μια μόνο καμπάνα από ίασπη αρκούσε

Να αντηχήσει, για να φανεί η λευκή γραμμή πάνω

Απ’ το ακρωτήρι

Ν’ ανοίξουν οι καταπακτές των υπογείων

Και μια κροτίδα αναστάσιμη να φωτίσει

Τα αβρά περάσματα της λάμνουσας ψυχής

Μέσα απ’ τις χαραμάδες του θαύματος

 [από τη συλλογή της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΔΩΔΕΚΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Τη νύχτα εκείνη αλλόκοτες σκιές κατέβηκαν στο σπίτι μας

Η στέγη είχε εκτιναχθεί από νωρίς

Φορτωμένες μετέωρους βηματισμούς, μια συμφωνία ύπνου

Και φτυάρια με κολλημένα επάνω τους πέταλα από

Γαρύφαλλα παλιά πλησίασαν στο δωμάτιο

Σε γύρευαν παντού

Στο πανεράκι με το πλέξιμο ένα μαντήλι με δάκρυα

Φυλαγμένο,  η λάμπα της τραπεζαρίας αναμμένη

Κι η σχολική ποδιά μου ασθδέρωτη

 

Θα έρθει, δεν μπορεί.   Έχω σχολείο, τους είπα

 

Σε βρήκανε στην κουζίνα, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι

Μπροστά στα εικονίσματα με τις αποσκευές στο χέρι

Φορούσες το μαύρο σου παλτό

Απ’ το άλογό σου επάνω σκυμμένος ο Άη-Γιώργης

Σε βοηθούσε ν’ ανέβεις, ενώ οι δίπλα άγιοι παρατεταγμένοι

Στη σειρά υπόσχονταν πως θα φυλάν το σπίτι

Ύστερα χιόνισε πολύ

 

ΚΑΘΩΣ ΠΙΑ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΑ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ 

(…για να ψιχαλίζει… το πένθος του ο ουρανός 

στη μελαγχολία του Ποιήματος…)

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ είναι ο ευρηματικός τίτλος  της τρίτης ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.    Με άλλα λόγια   ένα ταξίδι  επιστροφής   «στη μελαγχολία του ποιήματος…»    όπου μια φευγάτη άνοιξη ονείρων,   επιθυμιών,   δακρύων,    φιλιών   «καθώς πια όλα είναι εφικτά πλην της αθανασίας»  «στους διαδρόμους του ουρανού»   επανέρχεται ξανά και ξανά  σε   «αυτοσχέδιους κήπους»   με   «Ιάμβους εύφλεκτους»  και «εύκρατα παραμιλητά»   συναισθημάτων,   για τη ΔΙΑΣΩΣΗ ΑΠΩΛΕΙΩΝ (σελ.11).  Λένε πως λογοτεχνία  και  ποίηση    ούτε νοείται ούτε γίνεται δίχως έρωτα  και  θάνατο.   Ο Μαρωνίτης, μάλιστα,   σε μια από τις…    «απολίτιστες μονοτονικές»  επιφυλλίδες του στο ΒΗΜΑ,   σχολιάζοντας άλλη ερωτική συλλογή, σημείωνε με έμφαση:   «ο έρωτας ανταποκρίνεται εξίσου    στα σώματα και στα αισθήματα,    που εμπλέκονται και συμπλέκονται,   αναζητώντας την καταγωγική τους πλοκή.   Πέρα από τα σώματα και τα αισθήματα,   ο έρωτας αφορά το σώμα της ίδιας της γλώσσας:   τις δικές της κρυφές πλοκές,  εμπλοκές  και  συμπλοκές.  Αποτυπωμένες στους φθόγγους της,   στις συλλαβές,   στις λέξεις,   στις προτάσεις   και, τελικώς,   στο ρυθμό,   που ρυθμίζεται μεταξύ φωνής και σιωπής».   Η Λουκίδου με τη συλλογή της ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ  ανοίγει το δρόμο σε μια αντίστροφη επιτρεπτή γενίκευση:  έρωτας και θάνατος δίχως νοσταλγία δεν νοούνται.   Επιλέγω  κάποια  παραθέματα ερωτευμένου κοριτσιού   κι άλλα με αναφορές θανάτου,  έτσι όπως μες τα ποιήματα τείνουν   «να συγκεράσουν και να νικήσουν και τα δυο   πέρα απ΄ τη διάρκεια των πραγμάτων επιζώντας»:   «Θέλω να σου μιλήσω   Για του μελανιού τον ιδρώτα    Σε ουράνιες περγαμηνές   Σαν καταγράφει   Τις διδαχές ερώτων και σκιών»     (ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΩΤΩΝ ΚΑΙ ΣΚΙΩΝ σελ.33),   «Με μωβ αγκάθια στα μαλλιά  Στήνει μιαν ανεμόσκαλα   Το θάνατο αποπλανά  Κι ένα μπουκέτο  νότες   Αναπέμπει»     (ΕΞΕΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ σελ. 14),   «Κι όλες τις σκουριασμένες κλειδαριές  Που του θανάτου κυοφορούν  Το κεφαλαίο θήτα…»     (ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ σελ. 18),   «Να φυγαδεύσω το λευκό στον ύπνο μιας γαρδένιας  Σε επίθυρα χεράκια να κρύψω το γαλάζιο   Και πάνω απ’ τα ερείπια   Την τέφρα του θανάτου ν’ αφανίσω»      (ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΠΟΝΕΣΑΜΕ σελ. 25)   Λογοτεχνία και Ποίηση,   Έρωτας και Θάνατος,   Σώματα  και  Αισθήματα,   Κροτίδα Αναστάσιμη,    Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι,      Οι σκιές των χεριών στα φωτεινά υπόγεια    των καθρεφτών,   Ναυάγια Συνειρμών   Κι από τότε Μια ιστορία Αγάπης με άσχημο τέλος,   παιδιά,    εφηβεία,    φιλιά   και   δάκρυα,    μοναξιά και ΑΠΟΥΣΙΕΣ σελ. 48:   «Καταμεσής του υετού  παλιρροώντας σε Έρωτες   Έψαχνα    Ένα παράθυρο ανοιχτό να το φυσάει ο Αύγουστος   Μια ξαφνική εκπυρσοκρότηση γιασεμιών   Μήπως και φωταγωγηθούν    Οι σκοτεινές πλατείες του μυαλού μου…»

Παρασκευή, 14 Νοεμβρίου 2025

ΤΟ ΝΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΟ

  (… γιατί παραχωρεί τη μορφή του κάθε φορά στη μορφή που το φιλοξενεί…) Πρώτος ο Ωκεανός με την Τηθύ σ’ ερωτικά σμίξανε κρεβάτια....

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ