Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

ΕΡΧΟΤΑΝ ΕΝΑ ΦΩΣ

 (…κι από το Μάρτη μήνα ερχόταν η άνοιξη…)

…στην κάμαρα που μίλαγε με πείσμα ο Φίλιππος.

Το πάτωμα παλιό σανίδι σε παλιό σανίδι.

Απάνου στο τραπέζι ένα κερί.

Και τα χαρτιά του σα φτερά πουλιών.

Κοίτα να καταλάβεις φώναξε.   Τίποτα δεν είχαμε.

Μήτε κρεβάτι μήτε κάθισμα.

Το σπίτι ένα παλιό σαράβαλο.

Παντού ο αέρας φύσαγε   σε θέριζε.

Η μάνα μου στα κάρβουνα.

Κακό χειμώνα θα ’χουμε είπε ο πατέρας,

μια μαύρη συλλογή το μούτρο του.

Από την τρύπα αυτή κοιτάζαμε τον ουρανό.

Και το πρωί πηγαίναμε στο δένδρα.

Εδώ γεννήθηκα.   Εδώ μεγάλωσα.

Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται

για την οργή μου  και  την περηφάνειά μου.

Για να κρατήσω  και  να κρατηθώ.

Δεν έχω θεούς.  Και  δε φοβάμαι

 [ΚΑΤΑΓΩΓΗ  από την ΑΦΟΡΜΗ του ποιήματος, πρώτη ενότητα

στη συλλογή  του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ  1975

και άλλες επιλογές με αντιγραφή και επικόλληση

από τη  συγκεντρωτική έκδοση

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980  εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997]




 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

(και μερικές άλλες λεπτομέρειες)

Έτσι είπε ο Φίλιππος.

Και τότε εσμίξαμε κάμποσοι.  Και είπαμε να παλέψουμε   ο καθένας κατά δύναμη να καθαρίσει αυτός ο τόπος από το σκοτάδι του.   Μα το σκοτάδι βρωμερό  κι  αμετακίνητο.

 

Λοιπόν το έργο τούτο το αρχίνισα μια μέρα που συνάντησα τυχαία την Όρσα.    Μέσα Γενάρη του ’54.   Την ίδια νύχτα πικραμένος είχε ένα φεγγάρι καθαρό  κι η πρώτη εικόνα που γεννήθηκε   ήτανε για το φεγγάρι.

 

«Κυκλοτερές περί γαίαν ελίσσεται»

 

Έγραψα κάτι μπερδεμένα πράγματα   μείνανε στα χαρτιά μου χρόνια ολάκερα.

 

Τα ξέθαψα το ’68.

 

Εικόνα δεύτερη ήταν ο Χροστόφορος.

 

Πάλεψε να ξεφύγει  του τη δώκαν από πίσω με το σίδερο.

Γονάτισε έκαμε να κρατηθεί

τα μάτια του βασίλεψαν ο κόσμος γύρω εχάθη.

 

Το χέρι του κρεμότανε τα δάχτυλα ξερά στα σύρματα.   Πώς κρέμονται τα ρούχα στο συνοικισμό τα μπαλωμένα εσώρουχα.   Στο μεταξύ βρεθήκαν κι άλλοι σκοτωμένοι στα χαμόδενδρα.   Στον παρακάτου δρόμο  Γιάννης είπε δέκα σκοτωμένοι στη σειρά  κι  ο Γιάννης κατεβαίνοντας από το σπίτι του μας είπε ογδόντα σκοτωμένοι στη σειρά   μην απελπίζεστε μας είπε ο Γιάννης θα φροντίσει ο Δήμαρχος.

 

Εικόνα Τρίτη ήτανε ο Δήμαρχος.

από τον ουρανό

με την ομπρέλα του.

 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Βρήκανε το παιδί μονάχο  κι όπως εκείνο από το φόβο εστέκονταν    έτσι η ψυχή του σκοτεινή   του χώνουμε με δύναμη κείνο το σύρμα  και  το σύρμα  βγήκε από το στόμα του   πετάχθηκαν νερά  και  σάλια  κι  αίματα.

 

Έρχεται η μάνα του φαρμάκι αμίλητη  κι απόκοντα  ο πατέρας του χρόνια παράνομος   φυλάξου Αργύρη του φωνάξαμε.

 

Σήκωσαν το παιδί  το  κρέμασαν στο φράχτη  για να ζεσταθεί.   Μα ήταν χειμώνας παγωνιά  κανένας ήλιος.   Και το παιδί μήτε ζεστάθηκε  μήτε που σάλεψε.   Κάτω απ’ τον κώλο του κρεμότανε στραβό το σύρμα  που του χώσανε.

[από την ΑΦΟΡΜΗ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ 1975]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ,  Ι

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου  ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ 1975)

Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο.  Όλα παρόντα.   Και τα παρελθόντα  και τα παρόντα  και τ’ απόντα.

 

Με κάτι χαρτιά ο αέρας τα φυσάει στριφογυρίζουνε στο σκουπιδότοπο της μνήμης.  Που τα κατέγραψα κατά καιρούς κάτι κρατούσαν.

 

Από εδώ κι εμπρός  (όσο μπορείς).  Οι λέξεις μία – μία ό,τι γυμνό κι αδέκαστο μπορείς να δώσεις.

 

Κι εσύ που έρχεσαι τώρα ολοζώντανος κλωτσώντας στο δόμο σκουριασμένα καρφιά.  Χώρος μετά από δυνατή βροχή  παράθυρο που τ’ άνοιξα να σου φωνάξω  και δεν υπήρχες.

 

Είπα θα πήρες τη στροφή για τον επάνω δρόμο θα ’φυγες χωρίς.

 

Διαδοχικά τα πρόσωπα διασχίζουνε -  τραβέρσες μέσα στο χρόνο.  Και πρόσωπα άλλα που

 

μόλις που θα θυμάμαι κατεβαίνοντας το μονοπάτι αριστερά μια φουντωμένη κουτσουπιά κουβαλώντας μαζί τους   ένα μενεξεδί,

 

πράξεις παράφορες ο Φίλιππος  ο Κίμωνας  η Ιωάννα  τα ντουφέκια τους.

 

Να φτιάξω ένα κατάστιχο νεκρών.

 

Κάποτε ζήσαμε μαζί κάτι όμορφες ημέρες.  Ουρά του χρόνου ματωμένη στο αίμα.  Ύστερα σκορπίσαμε.  Που εκείνη τη χρονιά η πολιτεία χωρίστηκε.  Με φράχτες με ξερά συνθήματα κι άλλα ξερά  σκοτεινές φωταψίες.  Την πολιτεία την κάψαμε   φωτογραφίες υπάρχουν.

 

Αν κατεβείς στην αγορά  το ψέμα  η τιμή του συνεχώς ανεβαίνει.

 

Αλλά οι φονιάδες φώναζαν  κάθε μεριά το δίκιο τους  ελάχιστη η ταρίφα.

 

Λοιπόν ξανάρχισαν οι σκοτωμοί.  Τα ξύλα  οι πάσσαλοι  και  τα συρματοπλέγματα που τα ’βλεπες μονάχα στον κινηματογράφο στηθήκανε απ’ την αρχή στους δρόμους.  Σιγανή φωτιά κατακαίει  μέρα  και  νύχτα  ανθρώπους  κι  ανθρώπους.

 

Λοιπόν άλλοι σκοτώθηκαν  και  φύγανε.

 

Στη δύση ακούστηκαν κάτι φωνές.  Σα να μην ξέραμε την αλφαβήτα.

 

Εσύ έμεινες  και γίνηκες γραμματικός.  Μην παρασταίνεις τίποτ’  άλλο!..

 

Καμιά φορά μέσα στον ύπνο  έρχονται οι παλιοί ματωμένοι πόλεμοι.  Σύντροφοι που σκοτώθηκαν  εβγαίνανε απ’ τη γη τα πεθαμένα χέρια τους.  Σηκώνομαι λοιπόν και τους ξεθάβω ολάκερους.  Κι είναι σα ζωντανοί  σα νάναι σήμερα.  Μιλάμε περπατώντας  κι  ανεβαίνουμε σ’ εκείνα τα βουνά.  Κι ακούμε να σφυρίζει εκείνος ο διαολεμένος αέρας.

 

Τις άλλες νύχτες που ήμουν ξάγρυπνος  και  διάβαζα  τον Αγαμέμνονα χειμώνα  και  χινόπωρο.

 

Το ποτάμι αργά κατεβάζοντας με τις ώρες τα πτώματα

 

εκατομμύρια πτώματα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ,  ΙΙ

Εμένα ο χρόνος με βασάνισε,  με ρήμαξε σιγά – σιγά .   Κάποτε περπατώντας συντροφιά με τον Ηράκλειτο πελώριος ήτανε.   Σημαίνειν μονάχα σημαίνειν, μου ’λεγε.   Γκρινιάρης  και  σκατόγερος δεν καταλάβαινα βλαστήμαγε συνέχεια  υποκριτές  κι ομοφιλόφιλους.   Και χώρια τον καθέναν έργο  κι  όνομα.

 

Σιχαμερά χαρτιά   σιχαμερές εφημερίδες.

 

Στο μεταξύ πρέπει να ειδοποιήσω το Φίλιππο  να πάψει να κοιτάζει σα χαζός την Κατερίνα.   Εκείνη στέκει ασάλευτη κοντά στην πόρτα  και το στόμα της φιλί  φιλύρα   φύλλωμα   φιλέρημος  φωλιά φιλοξενώ.  Μην παίζεις με τις λέξεις.

 

Μου βγήκανε κάτι πεντεξεφτά σελίδες για το Χρονικό.  Φτηνές ακόμα δεν πειράζει καλή αρχή.

 

Στο μεταξύ αρρωσταίνω με τραβάνε στο νοσοκομείο -  ένα τη συφοράς.  Έρχεται η Ντούσκα  μια αγκαλιά λουλούδια ολάκερη.  Έχεις πεθάνει  ή θα πεθάνεις;   με ρωτά.

 

Το χέρι δροσερό μες το πουκάμισο πάνω στο στήθος.

 

Μύριζε αγρίμι ηλιοκαμένη θάλασσα  και  μύριζε Μοριάς,  μούρα βατόμουρο.

 

Τα λουλούδια σου στο βάθος της πρώτης νύχτας  δε μπορούσα να γυρίσω το κεφάλι μου  όλα μαζί  μου σκέπασες μ’ αυτά το πρόσωπο να ζωντανέψεις είπε  κοίταξε είναι ζωντανά κοίτα να φύγεις απ’ το σπίτι του θανάτου   φώναξε.   Ντούτσα της είπα πώς κατάφερες;   Τι πόρτες χτύπησες για να ’ρθεις ως εμένα;   Πόσους διαδρόμους σκάλες  και  στροφές ρωτώντας  και  ρωτώντας ως το δωμάτιο τούτο φυλακή  με τα βρομόνερα στο πάτωμα.   Κι είναι σκοτάδι  μισοσκόταδο  και  τα λουλούδια μπερδευτήκαν  με τα χέρια σου  με σένα ολάκερη  μπερδεύτηκαν  κι εσύ γελάς αμετανόητη πάντοτε   με τις καταργημένες υποσχέσεις σου  τις αντιφατικές μεταμέλειες   τις αθεράπευτες μεταμορφώσεις.

 

Εσύ το δώρο τ’ ουρανού.

 

Τον άλλο μήνα βγήκα τρέμοντας.

Τον άλλο μήνα συναντήθηκα με τον Αλέξανδρο.

 

Σκάβοντας στις στοές στο σκοτάδι  και  πάλι  σκοτάδι

κάπου τρακόσια χρόνια που παλεύαμε.

 

Σου γύρεψα νερό   κα μου έδωσες όξος.

 

Έγραφα κάθε μέρα σαν τρελός.  Και τα ’σκιζα  τρελός την άλλη μέρα.

 

Δημιουργώντας  και  όχι αποπατώντας!..

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ,  ΙΙΙ

(… μύθος συγκεκριμένος που ν’ ακούγεται σε πολλαπλούς κανόνες…)

Και κάτι μισοφώτιστα που γίνηκαν μόλις  που πρόφτασες να ιδείς αργότερα παραμορφώθηκαν  -  τα μισοφαγωμένα ψέματα που ’ρχονται τώρα ξαφνικά  μπερδεύουνε γραφή  κι  αφήγηση δε είναι ψέματα  δεν είναι μήτε ψέματα

 

Παντού λοιπόν ο κίντυνος από το κάλπικο  και  τ’ άλλο κάλπικο.

Το ποίημα παίζει το παιχνίδι του κάθε στιγμή καταπαχτές.

 

Ν’ ανοίξω το παράθυρο.

Να πετάξω τ’ αποτσίγαρα  να ψήσω καφέ

Να στρώσω τα χειρόγραφα σειρά   γυρεύοντας μια τάξη μες το χρόνο.

Κοίτα στο μεταξύ ποιος είναι αυτός που στέκει απέναντι

φεύγει ξανάρχεται μοιάζει να περιμένει   ποιον  περιμένει;

 

Πρώτη φορά βλέπω στην κάμαρα τούτη την πόρτα.

 

Να θυμηθώ το ράφτη μου το μαραγκό.

Τον ταχυδρόμο  και  την ταχυδρομική περιστερά.

Του ράφτη τούχω μείνει κάτι ψιλοπράγματα.  Να θυμηθώ.

Τετάρτη απόγευμα τον άμμο  και  τη θάλασσα.

Που βγήκες μουσκεμένη στα χαλίκια  και  λαχάνιαζες  και σου είπα είσαι μια μέδουσα.

 

Να θυμηθώ τον ήχο του νερού το απόγευμα στη θάλασσα.

 

Τον ήχο της πίπιζας των γύφτων της πατρίδας μου.   Των νυχτοφώτιστων μουσικών τα μάγουλά τους φούσκωναν στο μαύρο πράσινο της άνοιξης.

 

Μαύρο μενεξελί  μονόξυλο  τους πήρε η  νύχτα χάθηκαν.

 

Τι διάβολο είναι εκείνη η πόρτα;

 

Να θυμηθώ κάτι να θυμηθώ  - το ’χω ξεχάσει – για την Κατερίνα  και  τον Φίλιππο.

 

Να γράψω  και  να ξαναγράψω  εκείνο που είδα στην κηδεία του γέροντα  που ’μοιαζε τόσο με φανταστική παρέλαση  φανταστική γιορτή  κι όλοι μαζί μετά κραυγάζαμε  αλαλάζαμε  -  ταρατατάμ.

 

Λοιπόν η πόρτα αυτή με δαιμονίζει.  Πρώτη φορά την βλέπω σε τούτη την κάμαρα.  Κάποιος την έστησε  την ώρα που έλειπα  με σκοπό να κρυφακούει κρυμμένος  να κατασκοπεύει.

 

Κι απόψε που περίμενα την Κατερίνα εδώ.

Η Κατερίνα η δροσερή κυπάρισσος

 

Το ζωντανό ζεστό ποτάμι Ταμ.

 

Κι απόψε που περίμενα τον Φίλιππο.

Ταρατατάμ!..

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ,  ΙV

(… συλλογίζομαι να τοποθετήσω μια σειρά πέτρες  και  κυπαρίσσια

σε κείνη την ανηγοριά  που θα περιμένει ο Φίλιππος…)

Ο ήλιος πέφτοντας αριστερά το φως θα κοβεται σε κάθε βήμα απ’ τους κορμούς.   Στο ανέβασμα κοντά στο σπίτι η φωταψία  θα γίνει ένα περίπου πυροτέχνημα φανταστική γιορτή.   Μνημονικά στοιχεία από το παρελθόν μπαίνουν με ορμή φωτίζοντας το σκηνικό  κι  επαληθεύονται με πράγματα  και  γεγονότα σήμερα.   Έτσι το ποίημα  περπατάει μέσα στο χρόνο του  εκπορεύεται απ’ το χρόνο του αν θέλεις εμπορεύεται το χρόνο του -  μην παίζεις με τις λέξεις!..  Στο μεταξύ μονάχα εγώ  κι  ο σκύλος μου που τον εκτιμώ απεριόριστα έχουμε το δικαίωμα να γαυγίζουμε εδώ μέσα.   Αυτό το φώναξα.  Με κοίταξαν παράξενα.  Κι αρχίνησαν να τζοχαδιάζουν τη συζήτηση.  Καυγάδες.   Είπα στην Κατερίνα είσαι όμορφη.   Χτες βράδυ με στριμώξανε -  κι είχε έναν ουρανό αριστούργημα.   Κιντύνεψα να με σκοτώσουν.   Της είπα ωραίο θηρίο είσαι όμορφη.   Πήγαινε τώρα στη φωλιά σου  στην καλύβα σου.   Ένας ωραίος ήλιος  ξέρεις ένα φωτεινό φεγγάρι μαύρο  λαμπερό   περήφανο   σκοτεινό κτήνος.   Ύστερα επιφωνήματα  κι άλλες πικρές εικόνες παρασταίνοντας  και  παρορμήσεις δίχως όνομα.   Φωτιές η νύχτα πάνω από τη γη   καψαλισμένα ξύλα στο χωράφι για να ψήσουμε   ψωμί  κι αραποσίτι.   Αέρας.   Μου λέει η Κατερίνα:  σκέφτεσαι.  Τι σκέφτεσαι;   Σκεφτόμουν;   Την τοποθέτηση κοντά στο Φίλιππο.   Και τώρα προσπαθώ ν’ απομονώσω κάτι αξεκαθάριστες αιστήσεις.   Ο Φίλιππος  ή  το μυαλό του ανάστατο να καίγεται συνέχεια οργή  παραφορά  το μάτι του μια τσακμακόπετρα  μόλις αγγίζει το Νικήτα.   Μια μέρα ένα βιβλίο παλιό  και  γύρισα στα περασμένα.   Όταν δραπέτευα από το δημοτικό  και  κατεβαίναμε μαζί  μονάχος μου κατέβαινα ως τη θάλασσα.   Η θάλασσα ένα τείχος.   Κι ο τσουχτερός ήλιος του χειμώνα.   Μάντρες  οικόπεδα χορτάριαζαν ανάμεσα σε τούτο  ή  τ’ άλλο σπίτι.   Εκεί απαγκιάζαμε τ’ απομεσήμερο κρυμμένοι ανάμεσα στις καλαμιές.   Τα χέρια μου ματωμένες χιονίστρες  όπως τα χέρια σου.   Το ξεφτισμένο πρόσωπο της πείνας.   Η επαρχία της πείνας.   Και τότε τους χαιρέτησα με μια χαρούμενη -  σε τούτη τη διπλή γιορτή -  καλά συνταιριασμένοι οι πάντες.   Κατάστιχο  κι  ονόματα μελλοντικών νεκρών!..    [από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΧΡΟΝΟΚΟ 1975 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ  1965 – 1980, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997 ]

Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου 2025

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

ΚΟΙΜΟΥΜΑΙ ΚΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΞΑΓΡΥΠΝΑ

 (…κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό  και  το δοιάκι 

και πώς  ανθοβολά το νερό στο τιμόνι… - ΟΝΕΙΡΟ)


Και βλέπεις το φως του ήλιου καθώς έλεγαν οι παλαιοί.

Ωστόσο νόμιζα πως έβλεπα τόσα χρόνια

περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα

συντυχαίνοντας ανθρώπους με τέλειες πανοπλίες·

παράξενο, δεν πρόσεχα πως έβλεπα μόνο τη φωνή τους.

Ήταν το αίμα που τους ανάγκαζε να μιλούν,  το κριάρι

που έσφαζα  κι έστρωνα στα πόδια τους·

μα δεν ήταν το φως εκείνο το κόκκινο χαλί.

Ό,τι  μου λέγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω

όπως όταν σε κρύψουν κυνηγημένο νύχτα σε στάβλο

ή φτάσεις τέλος το κορμί βαθύκολπης γυναίκας

κι είναι γεμάτη η κάμαρα πνιγερές μυρωδιές·

ό,τι  μου λέγαν δορά  και  μετάξι.

 

Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου·

το χρυσό δίχτυ

όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια

που ένας μεγάλος άγγελος τραβά

μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.

 [ΑΓΙΆΠΑΝΑ  Α΄ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή

του Γιώργου Σεφέρη  ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ 1955   

(Στον κόσμο της Κύπρου,  Μνήμη κι αγάπη

 

Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν

 

 


Από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ αποδελτιώνονται  εδώ τα ποιήματα:

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ,  Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί… 

ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤΟΙ ΤΗΝ ΘΕΟΝ… Λάδι στα μέλη…

ΕΛΕΝΗ,  Τα’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες…

ΑΓΙΆΠΑΝΑ Β,  Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά τρελός ο αγέρας έπαιζε…

Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ,  Ο Τζουάν Βισκούντης είχε γράψει την αλήθεια…  και επιμύθιο

ΜΝΗΜΗ Α΄  και η θάλασσα ουκ έστιν έτι…

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,

ο ουρανός είναι λίγος,  θάλασσα πια δεν υπάρχει…»

 

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Γ  1955)

Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί

σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ Άγιου Μάμα

παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου

εδώ  ή  αλλού,  τώτα, στα περασμένα:  χόρευε

μ’ ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.

Άγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό

και χάζευε ένα πέτρινος καμαροφρύδης

σε μια γωνιά της στέγης.

 

Τότες ήρθε ο καλόγερος·  σκουφί,  κοντόρασο, πέτσινη ζώνη,

κι έπιασε να πλουμίζει τη κολόκα.

Άρχισε απ’ το λαιμό:  φοινικιές,  λέπια  και  δαχτυλίδια.

Έπειτα, κρατώντας στην πλατιά παλάμη τη στρογγυλή κοιλιά,

έβαλε τον πυραυλακιστή,  τον παραζυγιαστή,

τον παραμυλωνά  και τον κατάλαλο·

έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια  και  την αποκαλόγρια·

και στην άκρη, σχεδόν απόκρυφο, τ’ ακοίμητο σκουλήκι.

 

Ήταν ωραία όλα αυτά,  μια περιδιάβαση.

Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο -  τ’ αλακάτιν,

κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα  και  μισό στο νερό,

γιατί δοκίμασες να τη ξυ[νήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε.  Κι εκείνη την κραυγή

βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

 

ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤΟΙ ΤΗΝ ΘΕΟΝ…

Λάδι στα μέλη

ίσως ταγγή μυρωδιά

όπως εδώ στα λιόμυλο

της μικρής εκκλησιάς

στους χοντρούς πόρους

της σταματημένης πέτρας.

 

Λάδι στην κόμη

στεφανωμένη με σκοινί,

ίσως κι άλλα αρώματα

που δε γνωρίσαμε

φτωχά και πλούσια

κι αγαλματάκια στα δάχτυλα

προσφέροντας μικρούς μαστούς.

 

Λάδι στον ήλιο·

τρόμαξαν τα φύλλα

στου ξένου το σταμάτημα

και βάρυνε η σιγή

ανάμεσα στα γόνατα.

Έπεσαν τα νομίσματα·

«Επικαλέω τοι  την θεόν…»

 

Λάδι στους ώμους

και στη μέση που λύγισε

γρίβα σφυρά στη χλόη,

καθώς σημαίναν τον εσπερινό

καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο

μ’ ένα σακάτη.

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΤΣΡΩΜΑΤΟΣ Γ 1955]

 

ΕΛΕΝΗ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Γ  1955)

ΤΕΥΚΡΟΣ

... ἐς γν ναλίαν Κύπρον, ο μ’ θέσπισεν

οἰκεν πόλλων, νομα νησιωτικόν

Σαλαμῖνα θέμενον τς κε χάριν πάτρας…

ΕΛΕΝΗ

Οὐκ λθον ς γν Τράδ’, λλ’ εδωλον ν…

ΑΓΓΕΛΟΣ

Τί φῄς;

Νεφέλης ἄρ’ λλως εχομεν πόνους πέρι; (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ)

 

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

 

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες∙  δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

 

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»


Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών∙

                                                η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.

                                                Το φεγγάρι

βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙

σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ’βρει

την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.

Που είν’ η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

 

Αηδόνι ποιητάρη,

σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ’λεγε;– η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:

«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.

«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

 

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

το ανάστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.

                        Και στην Τροία;

Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν

πλάσμα ατόφιο∙

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

 

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου;

                        Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,

τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

 

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

 

Δακρυσμένο πουλί,

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών∙

                                                αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

 

ΑΓΙΆΠΑΝΤΑ,  Β΄ 

(άνοιξη 1156 – στίχοι για μουσική)

Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά

τρελός ο αγέρας έπαιζε

με τα πουλιά με τα κλωνιά

και δε μας έκρενε

 

Ώρα καλή σου, ανάσα της ψυχής,

ανοίξαμε τον κόρφο μας

έλα να μπεις  έλα να πιεις

από τον πόθο μας

 

Κάτω απ’ την γέρικη συκομουριά

ο αγέρας σκώθη κι έφυγε

κατά τα κάστρα του βοριά

και δεν μας έγγιξε.

 

Θυμάρι μου και δενδρολιβανιά,

δέσε γερά το στήθος σου

και βρες σπηλιά  και βρες μονιά

κρύψε το λύχνο σου.

 

Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού

δεν είναι της ανάστασης

μα είναι της φωτιάς και του καπνού

της ζωής της άχαρης.

 

Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά

στεγνός ο αγέρας γύρισε·

οσμίζουνταν παντού φλουριά

και μας επούλησε.

 [από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΤΣΡΩΜΑΤΟΣ Γ 1955]

 

Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ

... ως γοιόν ηξεύρετε και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον

πλημμελά τον εκόμπωσε τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν…

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Ο Τζουάν Βισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.

Πώς πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Τερουχάς

πώς βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα

πώς άρχισε το πράμα, πώς ξετέλειωσε,

όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια

το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.

Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη Φραγκιά στο ρήγα

το ξέραν οι συβουλατόροι.

Όμως τώρα

συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν

την Κορόνα της Κύπρου και των Ιεροσολύμων·

τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουντ

η ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε

απ’ τη μεγάλη τη γενιά των Καταλάνων·

κι είναι ανελέημονες οι Καταλάνοι

κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν

τίποτε δε θα το ’χαν ν’ αρματώσουν και να ’ρθούνε

και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιο τους.

Είχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες·

από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.

 

Πως ο Βισκούντης ήταν τίμιος και πιστός

βέβαια το ξέραν· όμως βιάστηκε,

φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.

Ήταν αψύς ο ρήγας, πώς δεν το λογάριασε;

και μπρούμουτα στον πόθο της Λινόρας.

Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της

και το ’παιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν·

και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος

πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι·

γράφουνται τέτοια λόγια σ’ έναν άρχοντα;

Ήταν μωρός. Τουλάχιστο ας θυμούνταν

πως έσφαλε κι ο ρήγας· έκανε το λιγωμένο

μά ειχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.

 Αναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα

πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη

κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της

πινάκι το πινάκι το σιτάρι.

Και το χειρότερο - δεν το χωράει ο νους –

αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας

γεννήθηκε στο ζώδιο του Αιγόκερω,

πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι

τη νύχτα που ήταν στον Αιγόκερω η σελήνη

να γράψει τί; για κέρατα και κριάρια!

Ο φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.

Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε

πού ειναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος

είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.

Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του

παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.

 

Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα

και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα

προσκύνησαν και τού ειπαν πως ο Τζουάν Βισκούντης

είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.

 

Κι ο Τζουάν Βισκούντης πέθανε απ’ την πείνα σε μια γούφα.

 Μα στην ψυχή του ρήγα ο σπόρος της ντροπής του

άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα

τό ’παθε να το πράξει και στους άλλους.

Κερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει·

τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν

και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.

 

Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα

ώς την αυγή τ’ Άγι’ Αντωνιού, μέρα Τετάρτη

πού ηρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν

από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.

«Και τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης

ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν»  λέει ο χρονογράφος

«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγειτ

α λυμπά του με τον αυλόν και τού ειπε:

Για τούτα έδωκες θάνατον!».  Αυτό το τέλος

όρισε για το ρήγα Πιερ ο δαίμων της πορνείας.

 

 Η ΜΝΗΜΗ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΠΟΝΕΙ… 

(…ο ουρανός είναι λίγος,  θάλασσα πια δεν υπάρχει…) 

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·  ήταν έρημη η νύχτα  το φεγγάρι στη χάση  και  μύριζε το χώμα απ’ την τελευταία βροχή.   Ψιθύρισα:  «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονει,  ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,   ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».   Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αυτή τη φλογέρα  που μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή του είπα καλησπέρα·   οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό·   ξυπνούν,  ξυρίζονται  κι  αρχίζουν μεροκάματο το σκοτωμό,  όπως κλαδεύεις  ή  χειρουργείς,  μεθοδικά,  χωρίς πάθος·  ο πόνος νεκρός σαν τον Πάτροκλο  και  κανείς δεν κάνει λάθος.   Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό  κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο   αυτόν που με βλέπει πέρα απ’ τη νύχτα μες απ’ το φως μου  που υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά,  οι καρδιές γυμνές  κι η αγάπη που ανήκει και στις Σεμνές  καθώς και στον άνθρωπο  και  στην πέτρα  και  στο νερό  και στο χορτάρι  και στο ζώο  που κοιτάει κατάματα το θάνατο  που έρχεται να το πάρει.   Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτι  κι  έστριψα στο περβόλι μου  κι  έσκαψα  κι  έθαψα το καλάμι   και πάλι ψιθύρισα:  «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,  πως λάμπουν την άνοιξη τα δένδρα  θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,  θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι  το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·  είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει».  Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι!..   [ΜΝΗΜΗ Α΄ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ΄  1955]

Δευτέρα, 1 Δεκεμβρίου 2025

ΕΡΧΟΤΑΝ ΕΝΑ ΦΩΣ

  (…κι από το Μάρτη μήνα ερχόταν η άνοιξη…) …στην κάμαρα που μίλαγε με πείσμα ο Φίλιππος. Το πάτωμα παλιό σανίδι σε παλιό σανίδι. Απάν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ