(…κι από το Μάρτη μήνα ερχόταν η άνοιξη…)
…στην κάμαρα που μίλαγε με
πείσμα ο Φίλιππος.
Το πάτωμα παλιό σανίδι σε
παλιό σανίδι.
Απάνου στο τραπέζι ένα
κερί.
Και τα χαρτιά του σα φτερά
πουλιών.
Κοίτα να καταλάβεις
φώναξε. Τίποτα δεν είχαμε.
Μήτε κρεβάτι μήτε κάθισμα.
Το σπίτι ένα παλιό
σαράβαλο.
Παντού ο αέρας φύσαγε σε θέριζε.
Η μάνα μου στα κάρβουνα.
Κακό χειμώνα θα ’χουμε είπε
ο πατέρας,
μια μαύρη συλλογή το μούτρο
του.
Από την τρύπα αυτή
κοιτάζαμε τον ουρανό.
Και το πρωί πηγαίναμε στο
δένδρα.
Εδώ γεννήθηκα. Εδώ μεγάλωσα.
Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται
για την οργή μου και
την περηφάνειά μου.
Για να κρατήσω και να
κρατηθώ.
Δεν έχω θεούς. Και δε
φοβάμαι
[ΚΑΤΑΓΩΓΗ από την ΑΦΟΡΜΗ του ποιήματος, πρώτη ενότητα
στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ
ΧΡΟΝΙΚΟ 1975
και άλλες επιλογές με αντιγραφή και
επικόλληση
από τη συγκεντρωτική έκδοση
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
1997]
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
(και
μερικές άλλες λεπτομέρειες)
Έτσι είπε ο Φίλιππος.
Και τότε εσμίξαμε κάμποσοι. Και
είπαμε να παλέψουμε ο καθένας κατά
δύναμη να καθαρίσει αυτός ο τόπος από το σκοτάδι του. Μα το σκοτάδι βρωμερό κι
αμετακίνητο.
Λοιπόν το έργο τούτο το αρχίνισα μια μέρα που συνάντησα τυχαία την
Όρσα. Μέσα Γενάρη του ’54. Την ίδια νύχτα πικραμένος είχε ένα φεγγάρι
καθαρό κι η πρώτη εικόνα που
γεννήθηκε ήτανε για το φεγγάρι.
«Κυκλοτερές περί γαίαν ελίσσεται»
Έγραψα κάτι μπερδεμένα πράγματα
μείνανε στα χαρτιά μου χρόνια ολάκερα.
Τα ξέθαψα το ’68.
Εικόνα δεύτερη ήταν ο Χροστόφορος.
Πάλεψε να ξεφύγει του τη δώκαν από
πίσω με το σίδερο.
Γονάτισε έκαμε να κρατηθεί
τα μάτια του βασίλεψαν ο κόσμος γύρω εχάθη.
Το χέρι του κρεμότανε τα δάχτυλα ξερά στα σύρματα. Πώς κρέμονται τα ρούχα στο συνοικισμό τα
μπαλωμένα εσώρουχα. Στο μεταξύ βρεθήκαν
κι άλλοι σκοτωμένοι στα χαμόδενδρα.
Στον παρακάτου δρόμο Γιάννης είπε
δέκα σκοτωμένοι στη σειρά κι ο Γιάννης κατεβαίνοντας από το σπίτι του μας
είπε ογδόντα σκοτωμένοι στη σειρά μην
απελπίζεστε μας είπε ο Γιάννης θα φροντίσει ο Δήμαρχος.
Εικόνα Τρίτη ήτανε ο Δήμαρχος.
από τον ουρανό
με την ομπρέλα του.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Βρήκανε το παιδί μονάχο κι όπως
εκείνο από το φόβο εστέκονταν έτσι η
ψυχή του σκοτεινή του χώνουμε με δύναμη
κείνο το σύρμα και το σύρμα
βγήκε από το στόμα του
πετάχθηκαν νερά και σάλια
κι αίματα.
Έρχεται η μάνα του φαρμάκι αμίλητη
κι απόκοντα ο πατέρας του χρόνια
παράνομος φυλάξου Αργύρη του φωνάξαμε.
Σήκωσαν το παιδί το κρέμασαν στο φράχτη για να ζεσταθεί. Μα ήταν χειμώνας παγωνιά κανένας ήλιος. Και το παιδί μήτε ζεστάθηκε μήτε που σάλεψε. Κάτω απ’ τον κώλο του κρεμότανε στραβό το
σύρμα που του χώσανε.
[από την ΑΦΟΡΜΗ,
πρώτη ενότητα στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ 1975]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, Ι
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ
ΧΡΟΝΙΚΟ 1975)
Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο.
Όλα παρόντα. Και τα
παρελθόντα και τα παρόντα και τ’ απόντα.
Με κάτι χαρτιά ο αέρας τα φυσάει στριφογυρίζουνε στο σκουπιδότοπο της
μνήμης. Που τα κατέγραψα κατά καιρούς
κάτι κρατούσαν.
Από εδώ κι εμπρός (όσο
μπορείς). Οι λέξεις μία – μία ό,τι γυμνό
κι αδέκαστο μπορείς να δώσεις.
Κι εσύ που έρχεσαι τώρα ολοζώντανος κλωτσώντας στο δόμο σκουριασμένα
καρφιά. Χώρος μετά από δυνατή βροχή παράθυρο που τ’ άνοιξα να σου φωνάξω και δεν υπήρχες.
Είπα θα πήρες τη στροφή για τον επάνω δρόμο θα ’φυγες χωρίς.
Διαδοχικά τα πρόσωπα διασχίζουνε -
τραβέρσες μέσα στο χρόνο. Και
πρόσωπα άλλα που
μόλις που θα θυμάμαι κατεβαίνοντας το μονοπάτι αριστερά μια φουντωμένη
κουτσουπιά κουβαλώντας μαζί τους ένα
μενεξεδί,
πράξεις παράφορες ο Φίλιππος ο
Κίμωνας η Ιωάννα τα ντουφέκια τους.
Να φτιάξω ένα κατάστιχο νεκρών.
Κάποτε ζήσαμε μαζί κάτι όμορφες ημέρες.
Ουρά του χρόνου ματωμένη στο αίμα.
Ύστερα σκορπίσαμε. Που εκείνη τη
χρονιά η πολιτεία χωρίστηκε. Με φράχτες
με ξερά συνθήματα κι άλλα ξερά σκοτεινές
φωταψίες. Την πολιτεία την κάψαμε φωτογραφίες υπάρχουν.
Αν κατεβείς στην αγορά το ψέμα η τιμή του συνεχώς ανεβαίνει.
Αλλά οι φονιάδες φώναζαν κάθε μεριά
το δίκιο τους ελάχιστη η ταρίφα.
Λοιπόν ξανάρχισαν οι σκοτωμοί. Τα
ξύλα οι πάσσαλοι και τα
συρματοπλέγματα που τα ’βλεπες μονάχα στον κινηματογράφο στηθήκανε απ’ την αρχή
στους δρόμους. Σιγανή φωτιά
κατακαίει μέρα και
νύχτα ανθρώπους κι
ανθρώπους.
Λοιπόν άλλοι σκοτώθηκαν και φύγανε.
Στη δύση ακούστηκαν κάτι φωνές. Σα
να μην ξέραμε την αλφαβήτα.
Εσύ έμεινες και γίνηκες
γραμματικός. Μην παρασταίνεις τίποτ’ άλλο!..
Καμιά φορά μέσα στον ύπνο έρχονται
οι παλιοί ματωμένοι πόλεμοι. Σύντροφοι
που σκοτώθηκαν εβγαίνανε απ’ τη γη τα
πεθαμένα χέρια τους. Σηκώνομαι λοιπόν
και τους ξεθάβω ολάκερους. Κι είναι σα
ζωντανοί σα νάναι σήμερα. Μιλάμε περπατώντας κι
ανεβαίνουμε σ’ εκείνα τα βουνά.
Κι ακούμε να σφυρίζει εκείνος ο διαολεμένος αέρας.
Τις άλλες νύχτες που ήμουν ξάγρυπνος
και διάβαζα τον Αγαμέμνονα χειμώνα και
χινόπωρο.
Το ποτάμι αργά κατεβάζοντας με τις ώρες τα πτώματα
εκατομμύρια πτώματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, ΙΙ
Εμένα ο χρόνος με βασάνισε, με
ρήμαξε σιγά – σιγά . Κάποτε περπατώντας
συντροφιά με τον Ηράκλειτο πελώριος ήτανε.
Σημαίνειν μονάχα σημαίνειν, μου ’λεγε.
Γκρινιάρης και σκατόγερος δεν καταλάβαινα βλαστήμαγε
συνέχεια υποκριτές κι ομοφιλόφιλους. Και χώρια τον καθέναν έργο κι
όνομα.
Σιχαμερά χαρτιά σιχαμερές
εφημερίδες.
Στο μεταξύ πρέπει να ειδοποιήσω το Φίλιππο
να πάψει να κοιτάζει σα χαζός την Κατερίνα. Εκείνη στέκει ασάλευτη κοντά στην πόρτα και το στόμα της φιλί φιλύρα
φύλλωμα φιλέρημος φωλιά φιλοξενώ. Μην παίζεις με τις λέξεις.
Μου βγήκανε κάτι πεντεξεφτά σελίδες για το Χρονικό. Φτηνές ακόμα δεν πειράζει καλή αρχή.
Στο μεταξύ αρρωσταίνω με τραβάνε στο νοσοκομείο - ένα τη συφοράς. Έρχεται η Ντούσκα μια αγκαλιά λουλούδια ολάκερη. Έχεις πεθάνει
ή θα πεθάνεις; με ρωτά.
Το χέρι δροσερό μες το πουκάμισο πάνω στο στήθος.
Μύριζε αγρίμι ηλιοκαμένη θάλασσα
και μύριζε Μοριάς, μούρα βατόμουρο.
Τα λουλούδια σου στο βάθος της πρώτης νύχτας δε μπορούσα να γυρίσω το κεφάλι μου όλα μαζί μου σκέπασες μ’ αυτά το πρόσωπο να ζωντανέψεις
είπε κοίταξε είναι ζωντανά κοίτα να
φύγεις απ’ το σπίτι του θανάτου
φώναξε. Ντούτσα της είπα πώς
κατάφερες; Τι πόρτες χτύπησες για να ’ρθεις
ως εμένα; Πόσους διαδρόμους σκάλες και
στροφές ρωτώντας και ρωτώντας ως το δωμάτιο τούτο φυλακή με τα βρομόνερα στο πάτωμα. Κι είναι σκοτάδι μισοσκόταδο και τα
λουλούδια μπερδευτήκαν με τα χέρια
σου με σένα ολάκερη μπερδεύτηκαν
κι εσύ γελάς αμετανόητη πάντοτε
με τις καταργημένες υποσχέσεις σου
τις αντιφατικές μεταμέλειες τις αθεράπευτες
μεταμορφώσεις.
Εσύ το δώρο τ’ ουρανού.
Τον άλλο μήνα βγήκα τρέμοντας.
Τον άλλο μήνα συναντήθηκα με τον Αλέξανδρο.
Σκάβοντας στις στοές στο σκοτάδι
και πάλι σκοτάδι
κάπου τρακόσια χρόνια που παλεύαμε.
Σου γύρεψα νερό κα μου έδωσες όξος.
Έγραφα κάθε μέρα σαν τρελός. Και τα ’σκιζα τρελός την άλλη μέρα.
Δημιουργώντας και όχι αποπατώντας!..
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, ΙΙΙ
(… μύθος συγκεκριμένος που ν’ ακούγεται σε
πολλαπλούς κανόνες…)
Και κάτι μισοφώτιστα που
γίνηκαν μόλις που πρόφτασες να ιδείς
αργότερα παραμορφώθηκαν - τα μισοφαγωμένα ψέματα που ’ρχονται τώρα
ξαφνικά μπερδεύουνε γραφή κι
αφήγηση δε είναι ψέματα δεν είναι
μήτε ψέματα
Παντού λοιπόν ο κίντυνος
από το κάλπικο και τ’ άλλο κάλπικο.
Το ποίημα παίζει το
παιχνίδι του κάθε στιγμή καταπαχτές.
Ν’ ανοίξω το παράθυρο.
Να πετάξω τ’
αποτσίγαρα να ψήσω καφέ
Να στρώσω τα χειρόγραφα
σειρά γυρεύοντας μια τάξη μες το χρόνο.
Κοίτα στο μεταξύ ποιος
είναι αυτός που στέκει απέναντι
φεύγει ξανάρχεται
μοιάζει να περιμένει ποιον περιμένει;
Πρώτη φορά βλέπω στην
κάμαρα τούτη την πόρτα.
Να θυμηθώ το ράφτη μου
το μαραγκό.
Τον ταχυδρόμο και
την ταχυδρομική περιστερά.
Του ράφτη τούχω μείνει
κάτι ψιλοπράγματα. Να θυμηθώ.
Τετάρτη απόγευμα τον
άμμο και
τη θάλασσα.
Που βγήκες μουσκεμένη
στα χαλίκια και λαχάνιαζες
και σου είπα είσαι μια μέδουσα.
Να θυμηθώ τον ήχο του
νερού το απόγευμα στη θάλασσα.
Τον ήχο της πίπιζας των
γύφτων της πατρίδας μου. Των
νυχτοφώτιστων μουσικών τα μάγουλά τους φούσκωναν στο μαύρο πράσινο της άνοιξης.
Μαύρο μενεξελί μονόξυλο
τους πήρε η νύχτα χάθηκαν.
Τι διάβολο είναι εκείνη
η πόρτα;
Να θυμηθώ κάτι να
θυμηθώ - το ’χω ξεχάσει – για την
Κατερίνα και τον Φίλιππο.
Να γράψω και να
ξαναγράψω εκείνο που είδα στην κηδεία
του γέροντα που ’μοιαζε τόσο με
φανταστική παρέλαση φανταστική
γιορτή κι όλοι μαζί μετά κραυγάζαμε αλαλάζαμε
- ταρατατάμ.
Λοιπόν η πόρτα αυτή με
δαιμονίζει. Πρώτη φορά την βλέπω σε
τούτη την κάμαρα. Κάποιος την
έστησε την ώρα που έλειπα με σκοπό να κρυφακούει κρυμμένος να κατασκοπεύει.
Κι απόψε που περίμενα
την Κατερίνα εδώ.
Η Κατερίνα η δροσερή
κυπάρισσος
Το ζωντανό ζεστό ποτάμι
Ταμ.
Κι απόψε που περίμενα
τον Φίλιππο.
Ταρατατάμ!..
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, ΙV
(… συλλογίζομαι να τοποθετήσω μια σειρά πέτρες και
κυπαρίσσια
σε κείνη την ανηγοριά που θα περιμένει ο Φίλιππος…)
Ο
ήλιος πέφτοντας αριστερά το φως θα κοβεται σε κάθε βήμα απ’ τους κορμούς. Στο ανέβασμα κοντά στο σπίτι η φωταψία θα γίνει ένα περίπου πυροτέχνημα φανταστική
γιορτή. Μνημονικά στοιχεία από το
παρελθόν μπαίνουν με ορμή φωτίζοντας το σκηνικό
κι επαληθεύονται με πράγματα και γεγονότα σήμερα. Έτσι το ποίημα περπατάει μέσα στο χρόνο του εκπορεύεται απ’ το χρόνο του αν θέλεις
εμπορεύεται το χρόνο του - μην παίζεις
με τις λέξεις!.. Στο μεταξύ μονάχα
εγώ κι
ο σκύλος μου που τον εκτιμώ απεριόριστα έχουμε το δικαίωμα να γαυγίζουμε
εδώ μέσα. Αυτό το φώναξα. Με κοίταξαν παράξενα. Κι αρχίνησαν να τζοχαδιάζουν τη
συζήτηση. Καυγάδες. Είπα στην Κατερίνα είσαι όμορφη. Χτες βράδυ με στριμώξανε - κι είχε έναν ουρανό αριστούργημα. Κιντύνεψα να με σκοτώσουν. Της είπα ωραίο θηρίο είσαι όμορφη. Πήγαινε τώρα στη φωλιά σου στην καλύβα σου. Ένας ωραίος ήλιος ξέρεις ένα φωτεινό φεγγάρι μαύρο λαμπερό
περήφανο σκοτεινό κτήνος. Ύστερα επιφωνήματα κι άλλες πικρές εικόνες παρασταίνοντας και
παρορμήσεις δίχως όνομα. Φωτιές
η νύχτα πάνω από τη γη καψαλισμένα ξύλα
στο χωράφι για να ψήσουμε ψωμί κι αραποσίτι. Αέρας.
Μου λέει η Κατερίνα:
σκέφτεσαι. Τι σκέφτεσαι; Σκεφτόμουν;
Την τοποθέτηση κοντά στο Φίλιππο.
Και τώρα προσπαθώ ν’ απομονώσω κάτι αξεκαθάριστες αιστήσεις. Ο Φίλιππος
ή το μυαλό του ανάστατο να
καίγεται συνέχεια οργή παραφορά το μάτι του μια τσακμακόπετρα μόλις αγγίζει το Νικήτα. Μια μέρα ένα βιβλίο παλιό και
γύρισα στα περασμένα. Όταν
δραπέτευα από το δημοτικό και κατεβαίναμε μαζί μονάχος μου κατέβαινα ως τη θάλασσα. Η θάλασσα ένα τείχος. Κι ο τσουχτερός ήλιος του χειμώνα. Μάντρες
οικόπεδα χορτάριαζαν ανάμεσα σε τούτο
ή τ’ άλλο σπίτι. Εκεί απαγκιάζαμε τ’ απομεσήμερο κρυμμένοι
ανάμεσα στις καλαμιές. Τα χέρια μου
ματωμένες χιονίστρες όπως τα χέρια
σου. Το ξεφτισμένο πρόσωπο της πείνας. Η επαρχία της πείνας. Και τότε τους χαιρέτησα με μια χαρούμενη
- σε τούτη τη διπλή γιορτή - καλά συνταιριασμένοι οι πάντες. Κατάστιχο
κι ονόματα μελλοντικών νεκρών!.. [από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΧΡΟΝΟΚΟ
1975 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
1997 ]

