(«…έκαμαν οίστρον της ζωής τον φόβον του θανάτου»… -
Ανδρέας Εμπειρίκος)
Η σπαστική έχασε
τον έλεγχο
και το καρότσι
σαν ζώο τυφλωμένο απ’ τον πόνο
τινάχθηκε
γρυλίζοντας μηχανικά·
αμέσως μετά σαν ξαφνική ναυτία
της ξανάρθε η
ανάμνηση του πραγματικού σώματος
κι αναχώρησε η
συφοριασμένη χαρούμενη σχεδόν
πάνω στις
ροδίτσες της.
Απέναντι,
τυλιγμένο στις ροζ αποχρώσεις του
γκρίζου χρόνου
το σπίτι που
γεννήθηκε η Κίχλη…
Α!.. μα πρώτα
πρέπει να πω
για την ξέρα που
’φτασα κολυμπώντας·
το σχήμα
της, το χρώμα το χακί
μου θύμισε
σακίδιο εκδρομής
σαν εκείνα που
γιομίζαμε αιώνες πριν με σάντουιτς
νιότης.
Όλο πλησίαζα την
πέτρα·
με πήγαιναν
νερά που στις γαλάζιες μπλούζες τους
είχαν
ζωγραφισμένα κυπαρίσσια
απ’ το κοιμητήρι
της άλλης ακτής.
Με είχε
συνεπάρει ο ωραίος πειρασμός:
να μη γυρίσω
ποτέ να κλείσει ο υποβρύχιος κύκλος
-περιδέραιο
ανυπολόγιστης αξίας –
γύρω απ’ το
λαιμό μου.
Όπως ανοιγόμουνα
-χραπ – χραπ
έσχιζα το ύφασμα του πελάου –
κλοτσούσα
πνιγμένους έρωτες π’ ανέβαιναν στην
επιφάνεια
τους κλοτσούσα
πίσω να ξαπλώσουν
στα φύκινα
κρεβάτια τους.
Αναρωτήθηκα τότε
αν είχα καλά ποθήσει
τις συμβατικές
εκείνες φιγούρες του ελκυστικού
κάτι ανάμεσα στο
ουσιαστικό σώμα
και στον κενό
λόγο…
Ο έρωτας είναι
το μόνο θεϊκό βλέμμα
που θα πέσει
πάνω σ’ εμάς τους άπιστους,
έλεγα.
Αλλά να, η
θάλασσα με τα γαλάζια τσίνορα
πώς με διεγείρει
τώρα
ηδονικά φοβάμαι και πλέω
σ’ αυλάκι νερού
δεν ξέρω πού με
βγάζει
γιατί πατώ
την αθέατη του
έρωτα πλευρά:
το θάνατο.
Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ ΙΙ
Οι γλάροι κουτσομπολεύανε το φως
παρέες – παρέες πάνω στο κύμα
σχολιάζουνε τις τόσες του ελλείψεις
απ’ όλες η χειρότερη η νύχτα.
Κάτι γλυκό σαν σιρόπι δένει μέσα μου
κι είναι ο φόβος για τη μαύρη τρύπα
που από πάνω της σαν μυγίτσα κρέμομαι.
Προτροπές ακούω:
Έλα, έλα να χορέψεις τον κουτσό χορό σου
στις γλιστερές επιφάνειες της
νοσταλγίας
έλα, έλα να πεις λογάκια τελευταία
για το πώς χύνονταν το μέσα έξω
για το πώς το έξω ορμούσε μέσα
και καταργούσε την ιεραρχία των ονείρων!..
Α!.. τι έφεση για παράδεισο και
τούτη!..
Σαν να περίμενε κάτω από το δένδρο
άντρας
θείος γαλανός
σαν να σχεδιάζεις ταξίδι μακρινό
με το δάχτυλο στο χάρτη
σαν ένα ποίημα να ξεπετάγεται ζεστό
περνώντας ένας θεός ξέρει μσ’ από τόσα δάκρυα
ακράτητος ανέρχεται ο οίστρος του θανάτου!..
Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ ΙΙΙ
Κυκλωμένη απ’ όλες τις χαρές
που δεν μπορεί ν’ αγγίξει
παλεύει με την παράλυτη γλώσσα της
τουλάχιστον να τραγουδήσει την ελιά.
Κι όσο για τα απαράμιλλα πλάσματα
που ερυθριούν σαν δουν γυμνές
τις τόσες δυνατότητες της ανοιχτής
ζωής τους
και σαν κίσσα να φλυαρούσε η ανήμπορη
πάλι δεν θα μπορούσε να τα υμνήσει.
«Γράφεις ποίημα;» με ρωτάει
δυσανάγνωστα βογκώντας.
«Ναι»,
κάνω εγώ
μα πώς να τολμήσω ακόμη και στον εαυτό μου να πω
πως η ανήλεα χτυπημένη ύπαρξή της
μ’ εμπνέει τώρα
όπως παλιά η ωραιότης
όταν στα ελάχιστα δισταχτικά της
δευτερόλεπτα
με ακουμπούσε!..
Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ ΙV
Αποδεκατισμένη από τα τόσα μάγια που λάθεψαν
πέφτω,
χτυπάω κι ανεβαίνω
Το βάζο μου που ’χει μέσα αίμα και
νεφρά
πέφτει, ραγίζει και…
Σσσς… άσε τις κλάψες και
κοίτα
πώς κινείται το σώμα
κείνου κει που όλο χάνει πάνω στις χαραμάδες του χρόνου
τη σπάνια ευωδιά του.
Κι αυτό που λέγαμε βόστρυχοι
με το
β για να τους δώσουμε βάρος
κοίτα τι ελαφρά που σφίγγουν το κεφάλι
του!
Υποχωρούσα σαν πυρπολημένη
όσο απ’ τον κύκλο της σαγήνης του να
βγω
ενώ στο κέντρο το θαύμα
ακόμη
χόρευε
στους ρυθμούς του μέλλοντός του!..
Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ V
Θα είναι κάποιος άγνωστος μηχανισμός τέλους
ή θα θυμηθούμε την αρχή
οδεύοντας προς την έξοδο;
Μήπως όμως το νερό, το χώμα
το σπέρμα, πράγματα απαραίτητα
μα που με την υπερβολή της μπορούν να σε πνίξουν
έτσι κι η ζωή σαν γίνεται πολλή
πεθαίνεις;
Γέλασε ο νέος
κι ήταν σαν όλες τις υποσχέσεις Του
σε μια στιγμή αδυναμίας
να τήρησε ο Θεός!..
Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ VI
Τη ζωή μου ακούω πώς ήτανε
από το διπλανό δωμάτιο·
θυμάμαι την πόρτα πώς έκλεινε
και καθαγιαζόταν ο χώρος
με τη γρήγορη ανάσα εκείνου.
Μπροστά μου, κάτω απ’ το μπαλκονάκι
μια θάλασσα από νεκρές αγάπες
που πάνω της αόρατοι τροχαλίες
τσουλάνε τα νησιά
στο γαλανό προσκήνιο του πρωινού.
Για την ώρα, η νύχτα
ακόμη κρατάει αιχμάλωτη τη μέρα φιμωμένη
και το σπίτι που γεννήθηκε η Κίχλη
κάθεται μουγκαμένο στο χώμα.
Έτσι θα ’ναι με τα παράθυρα κλειστά
όλα κείνα που μας ξεσήκωναν δω κάτω
έτσι,
με τα τζάμια – μάτια θολά
ό,τι περίλαμπρο μας άγγιζε το δέρμα.
Έπεφτε ο σπόρος του έρωτα μες στο ποίημα τότε
κι όλα μεταμορφώνονταν·
το κουραστικό τετράστιχο
ο σκίουρος καιρός
και το καροτσάκι της ανάπηρης
π’ αγκομαχάει ανηφορίζοντας
προς τ’ άστρα!..
[Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή
της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ
1993
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
ΤΡΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
(στη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993)
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ
ΚΑΡΔΙΑΣ (στην Κική Δημουλά)
Οι πόνοι της καρδιάς
υψώνουν το οικοδόμημα της εσωτερικής ερημίας
με πέτρες ασήκωτες πεθαμένου πάθους
αγκωνάρια πένθους
κι όλα τα ύπουλα υλικά του λιθοξόου
χρόνου.
Ένας – ένας πόνος ενηλικιώνεται, μεγαλώνει
ως να πλησιάσει δειλά το διπλανό του
και μαζί να κτίσουν τα ανάκτορα της
οδύνης
με παράθυρα που βλέπουν σ’ όλα τα
παλαιά τοπία
ως και στο δένδρο π’ αναθρέφει τα
πουλιά του
με σιωπές και φλόγες.
Οι πόνοι της καρδιάς
όταν φτιάχνουν τη φυλακή του φευγαλέου
έρωτα
το ενυδρείο της ηλικίας
τον προμαχώνα του αλλόφρονα φόβου
είναι ιεραρχημένοι μεταξύ τους·
δουλεύουν υπακούοντας τον εργοδότη –
θάνατο
και το τσιράκι – αρρώστια.
Και να που κοντεύουν το έργο να
τελειώσουν!..
Εκκενώθηκε η αποθήκη των πόθων
ληστεύτηκε η τράπεζα των λογισμών
ρημάχτηκε το θησαυροφυλάκιο της τρελής
ελπίδας!..
Ακούγεται ακόμη το σούρσιμο της τελευταίας επαφής
και η σφυριά πάνω στο ύστατο καρφί
πριν έτοιμο παραδοθεί στον ιδιοκτήτη
του
το παλάτσο της μίζερης επιβίωσης
που με τόση σύμπνοια και
μαστοριά
περάτωσαν όλοι μαζί
οι πόνοι της καρδιάς!..
Γιατί στην καρδιά καμιά φορά τα ζώα
μιλούν λαχανιαστά
μιλούν με την αφοσίωση και την
ασυδοσία τους
πιο πολύ σε στιγμές παύσης για τον
άνθρωπο
όταν έχει πια οχυρωθεί ο έρωτας πίσω
απ’ το παρελθόν;
Γρυλίζει, κυνηγάει, θωπεύει
μέσα στον ύπνο του το ζώο
κι όταν ξυπνά ξέρει να εκτιμά ό,τι του
δόθηκε
αλλά και να παραπονεύεται για ένα
αβέβαιο μέλλον.
Η μέρα του αρχίζει με τεντώματα του
σώματος
για να καταλάβει όλο το φως
ενώ είναι έτοιμο κάθε στιγμή
ν’ ακολουθήσει τη μύτη και τα
μηνύματα.
Σύννεφα κι έπειτα ψιχάλα αραχνοΰφαντη·
λίγο μόλις βράχηκε το τρίχωμα…
Τη συνήθεια και την έκπληξη
μπρος στις αλλαγές της φύσης
μόνο τα ζώα ξέρουν να σπουδάζουν.
Κι εμείς τι περιμένουμε από δαύτα
έξω από μια τρυφερότητα
και την ευγνωμοσύνη που τους χρωστάμε
γιατί δεν ρωτάνε τι την κάναμε τη ζωή μας
αλλά με το μουσούδι στο γόνατό μας
μας περιμένουν ακόμα ν’ ανθίσουμε;
Πέρασε και τούτη η μέρα με φαγητά
και βόλτες
κι εκείνα τα αβάσταχτα νέα δεν του τα ’πα·
δε θα πίστευε ποτέ
πως πεθαίνουν αθόρυβα σαν τα κουτάβια
πλάσματα που είχαν μπει στη ζωή μας
μ’ εκρήξεις λάμψης.
Θα κοιμηθείς έξω ή μέσα
απόψε
ζώο καλό, που δε λογαριάζεις
κανένα συναίσθημα για υπερβολή;
Θα ’σαι έξω με την ουρά ψηλά
να φυλάς ένα μικρό πάρτι
από φόβους που γίνεται μέσα
ή στο χαλί κουλουριασμένο
στο στημένο σκηνικό του δωματίου
θα υποκρίνεσαι κι εσύ σαν κι εμάς
πως δεν έχει παρόν ο θάνατος;
Αλλά αέρας σηκώθηκε ξαφνικός·
σκορπάει φύλλα, σύννεφα…
Η άμαξα που περνάει
-ποτέ σου δεν το χώνεψες αυτό το ψωροπερήφανο άλογο –
σε τραβάει στο περιβόλι.
Στέκεσαι στην αυλόπορτα δισταχτικό.
Από δω αρχίζουν όλα τα δικά της
σκέφτεσαι.
[ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
ΚΑΡΔΙΑΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993]
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΠΟΛΕΜΟΥ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΑΔΕΙΑ
ΦΥΣΗ 1993)
13η
ΜΕΡΑ ή ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ ΠΙΑ
Οι ουράνιες μάχες κατεβαίνουν στο χώμα
κι ο θάνατος γυρνάει στη γη
τόπο καταγωγής τους.
Υψηλές λάμψεις τον συνοδεύουν
μόνη πολυτέλεια π’ απομένει πια στα πτώματα.
Πώς άλλαξε, αλήθεια, κατεύθυνση το
κακό!..
Από κάτω άρχιζε η ακαριαία δράση του
απ’ τις λάσπες, τις πολλές των ζώων
τα άρβυλα, τα έλη
κι ανέβαινε
στα μαύρα σύννεφα και στις
αθώες ψυχούλες.
Τώρα στην έρημο
ως τη φαντάζομαι με ροζ αμέτρητα στήθη αμμουδερά
ν’ ανασαίνουν στον σιμούν
σώμα μυστικό
με τις σκούρες οάσεις του κρυμμένες
εκεί κάτω
αμέτοχη, ένας θεατής του ολέθρου
που ’γινε αλεξιπτωτιστής για να την
κατακτήσει.
Από πάνω προς τα κάτω τώρα
η εξέλιξη της ματωμένης σάρκας·
ο ουρανός ένα παρελθόν φλεγόμενο
θα ξεχαστεί
και το καλό θα σφηνωθεί στη γη
θα θαφτεί βαθιά, πολύ βαθιά στη μνήμη!..
14η
ΜΕΡΑ ή
Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Είμαι ένας κόκκος άμμου
που τον παρέσυραν τα μαύρα νερά.
Πλημμύρισε ο τόπος και χάθηκαν
τα όρια ανάμεσα στους δύο κόσμους·
τον μέσα, όπου φύτρωναν αναμνήσεις
μαζί με ζιζάνια – φόβους, πόες – ελπίδες
και τον έξω, πνιγμένος στα βρώμικα λύματα
των τελευταίων ειδήσεων.
Πότε γκρεμίστηκε το φράγμα;
λάβες, οχετοί, περιττώματα
χύνονται μέσα μου ανεμπόδιστα
ο εσωτερικός μου βίος έχει καταργηθεί.
Λέω να πιαστώ από ’να κλαδάκι
τρυφεράδας
να θυμηθώ τα γενέθλιά σου
πριν χρόνια, σε τοπίο χιονισμένο…
Μα το σώμα σου πάνω μου
βαραίνει ίδια με τόσων πεθαμένων
κι εκείνα τα μάτια σου
μου τα διηγήθηκαν απαρηγόρητες μητέρες
το χρώμα τους – σαύρας σε ρίγος –
μου το ζωγράφισαν κοπελίτσες
κλαίγοντας
κι αγόρια λαβωμένα.
Πώς έτσι λεηλατήθηκα
δίχως διόλου να κουνήσω από την κάμαρά
μου
και το παρτέρι της θλίψης μου
όταν σ’ είδα να φεύγεις
έγινε τάφος νεκρών ομαδικός;
Πώς εκεί που είχα εμπλακεί
στις αψιμαχίες του ορατού με το αόρατο
κατάντησα ακροάτρια φανατική
της επίκαιρης φρίκης;
15η
ΜΕΡΑ ή ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
Είπαμε σήμερα να κάνουμε πάλι μάθημα
σαν να μην… σαν να μην…
όλοι μας άνθρωποι χωρίς «ισχύ»
«εντολή λαού»
ή κάποιο «ιερό καθήκον» να μας καλεί.
Η γλώσσα – λέγαμε - είναι αιώνια παιχνιδιάρα!
Τι θα πει μάσκαρα;
Το επιπλέον πρόσωπο!.. Τι αστείο!..
Μικρές εκπλήξεις οι λέξεις
με το απλό τους νόημα, τη σύνθετη
δουλειά τους…
Μας κόπηκαν όμως απότομα τα γέλια·
σκεφτήκαμε πως ως και η γλώσσα
ηχεί παράλογα τούτες τις μέρες…
Νύχτωσε, ανάψαμε φως
και φάνηκε
το σκοτεινό μας βλέμμα.
Η πραγματικότητα δίνει τα πιο βαθιά
διδάγματα
κι η γνώση αυτή είναι πρώτα σύννεφο
βαρύ
που σε πλακώνει
πριν γίνει σεντόνι ελαφρύ να σε σκεπάσει…
16η
ΜΕΡΑ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Πήγαινα προς τον ύπνο
με το κεφάλι γιομάτο
καπνούς καμένης γης
ενώ την καρδιά μου σφίγγανε
αόρατες τανάλιες.
Κι εκεί πια κάθε βράδυ
φαντάζομαι το τέλος του προσώπου μου
όπως άλλοι κάνουν προσευχή
βρήκα απόψε στο μαξιλάρι μου
δώρο να μου ’χει κάνει ο πόλεμος
την ασημαντότητα του θανάτου μου!..
17η
ΜΕΡΑ ή ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΕΛΕΓΕΙΑ
Ησυχία στο μέτωπο σήμερα
μόνο που δεν μας είπαν πόσους
έχωσαν καψαλισμένους στην άμμο.
Αναρωτήθηκα αν η έρημος αποβάλλει τα ξένα σώματα
σαμ το έρμο μας το κορμί…
Σουρουπώνει· διαβάζω γράμματα του Μεσοπολέμου
αλληλογραφούν και
φιλιούνται με λέξεις
χωρίς να ξέρουν αν ποτέ θα ιδωθούν
η Τσβετάγιεβα, ο Πάστερνακ,
ο Ρίλκε.
18η
ΜΕΡΑ ή Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Ονειρεύτηκα
πως βρέθηκα στην παλιά ερωτική φωλιά
μα όλα είχαν αλλάξει·
τοίχοι είχαν γκρεμιστεί
νέα δωμάτια είχαν ξεπηδήσει
πιο άσπρα κι απ’ τα κρίνα
με νοσοκόμες ολόλευκες
που με καλούσαν να περάσω μέσα.
«Ξέρετε, ερχόμουν εδώ πριν χρόνια…»
έλεγα σαν να ζητούσα συγγνώμη
ενώ με τα μάτια έγλειφα τη γωνιά
όπου ήταν κάποτε το στρώμα.
Έμοιαζε τώρα με μουντζούρα από γομολάστιχα
σε παιδικό τετράδιο
ή με ρύγχος αγριόχοιρου
χωμένο σε πράσινη μούχλα
πάνω σ’ αρχαία πέτρα.
Ένα άρωμα ανάβλυζε από κει γλυκούτσικο
που δε θύμιζε τίποτα πια
στην παλιά ξαπλωμένη.
«Η νέα τάξη πραγμάτων»
μουρμούρισα ξυπνώντας.
19η
ΜΕΡΑ ή ΤΙ ΞΕΡΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΝΟ
«Δεν ξέρουμε πού εδράζεται η γνώση του ύπνου»
είπε ο κύριος καθηγητής στην τηλεόραση
-ανάμεσα σε δυο γιουρούσια στον Κόλπο
–
και πρόσθεσε πως όσο πιο μικροσκοπικό
το ζώο, τόσο λιγότερο κοιμάται.
Κοιτάχτε το πουλί
που από ψηλό κλαρί βαστιέται
γνωρίζει εκείνο
πως έτσι και κοιμηθεί
ναρκωμένο απ’ το θεϊκό μπλε
θα γείρει προς τα κάτω
θα σπάσει το κλαρί
και ποιος ξέρει σε τι αβυσσαλέες
αγκαλιές
νεκρών θα πέσει
έτσι και κοιμηθεί βαριά
έτσι κι ονειρευτεί βαθιά
τα ουράνια το πουλί.
20η
ΜΕΡΑ ή
Η ΦΡΑΣΟΥΛΑ
Είναι ο ήλιος σαν καθρέφτης σήμερα
που οι κηλίδες από πίσω έχουν περάσει
μπρος κι ένα μουντό σχήμα στέκει
στη θέση του ειδώλου.
Το ζωογόνο περιεχόμενο της βλάστησης
οι εκδηλώσεις πάθους
και οι ωραίες διακοσμήσεις της φθοράς
όλα κουράζουν την ώρα τούτη
που ακίνητη μοιάζει με ζώο
όταν αυτό οσφραίνεται την τελευταία
του στιγμή
αν και δεν ξέρει τι μυρωδιά
μπορεί να ’χει το θείο!..
Και ξαφνικά μέσα σ’ αυτή τη σούπα της ύπαρξης
μια φρασούλα νανεβαίνει στον αφρό
απ’ τα τρίσβαθα του βάλτου των
ονείρων.
Αναπάντεχη, ξεχασμένη, ναζιάρα,
παιδική
με τους φθόγγους της αχάλαστους στο
χρόνο
μία φρασούλα – χρυσόμυγα
μπήκε απ’ το ανοιχτό παράθυρο:
«Φτου ξελευτεριά»!..
[ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ στη συλλογή
Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ
1993]
ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ
ή ΠΕΖΟ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΕΠΙΜΥΘΙΟ…
(… ξανακοιτάω τα ποιήματα του πολέμου …)
Βλέπω πως η
οδύνη των άλλων έγινε ο δικός μου μύθος.
Μόλις τώρα ξαναγύρισε και η εσωτερική μου ζωή με τις βαλίτσες της γιομάτες εντυπώσεις. Αλλά γιατί τόσο βιάστηκα να καταγράφω τις αντιδράσεις μου σ’ όσα τρομαχτικά μα και
τόσο μακρινά γινόντουσαν την ώρα
εκείνη; Είναι που σταμάτησε να
διηγείται πράγματα το κρυφό στο φανερό μου
πρόσωπο. Μέσα μου πλένε σαν ασώματες κεφαλές οι ιστορίες μου όλες, πλένε σε μία άχρωμη ουσία που ούτε λησμονιά δεν είναι. Ποιος πήγε πού και
χάλασε η μοίρα; Ποιος
ξεκούμπωσε το πουκάμισο; Ποιος
μαντάλωσε τη θύρα; Πώς δεν μπορώ πια με
ζωή να αφηγηθώ τις τόσες επισκέψεις του θανάτου; Ρίχτηκα στις ξένες πολεμικές
επιχειρήσεις, γιατί στην καρδιά μου
χάθηκαν τα χνάρια ως και της τελευταίας δικιάς μου παθιασμένης εκστρατείας!.. [κι
άλλες επιλογές από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993 – συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
Δευτέρα, 31 Μαρτίου 2025