Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

 (… το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν

έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα…)

 

Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότητα

κι είμαι ένα ράμφος νευρωτικά χωμένο στο αίνιγμα

πληγιάζοντας τον αγέρα

που όμως τη γλιτώνει σαν αγέρινος,

δεν τρέφω άλφα  κι  ούτε ωμέγα ανατρέφω

τη μεγάλη μου εξυπνάδα την πέταξα σε σκουπιδότοπο

το ξίφος μου το απόθεσα στην Παναγία

ξεκουφαίνοντας με τη λάμψη του της Λευκής τα λαγόνια.

Κατάρα κι ανθοδέσμη θανάτου

στο ιερατείο που καταρτίζει η μέλισσα

την αχαΐρευτη σφήκα περιφρονώντας.

 

ΨΑΛΤΟΤΡΑΓΟΥΔΟ

Βγαίνοντας απ’ την ποίηση   (τα ωκύμορα μύρα)

στην άπλαστη τούτη πνιγηρότητα

τους διαβάτες τα λιπόθυμα τρόλεϊ

τα βάναυσα στη λιακάδα λεωφορεία

μαθητεύω     (φαρμάκι τα δίδακτρα)

δίχως να το ’χω ποτέ μου λαχταρήσει

στην πρόσφατη Μελάνη

που ’χει  βγάλει τα πασούμια της κι αναπνέει

τα προσανάμματα της πλάνης.

Κάθε φορά που ερανίζομαι κίνηση

καταγόμενος απ’ την άδουσα Φυσική

μονήρης από σόι στα έαρα των άστρων

έχοντας ένα λαδοφάνερο στα χέρια μου

(συνήθως δεκαεφτασύλλαβους αιματωμένους)

βλέπω της Τεχνικής το φρικαλέο κάταγμα

βλέπω καλώδια στη μελλούμενη καρδιά μου.

Σταθεροποίησε τη λευκότητα στην αγάπη

διώξε

τη φρίκη διώξε   μακριά της ορατής γεωπονίας.

 

και ΑΡΧΑΪΚΟΝ

Αποθηκεύοντας άνεμο στα περίτρομα φύλλα του

με αναρίθμητο επί ώρες μηδέν

αγκαλιάστηκε ο τυχαίος ευκάλυπτος.

Το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν

έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα.

Στη Δήλο-: του φωτός τα απορρίμματα

η όραση ραπτομηχανή


 


(κι άλλες ΕΠΙΛΟΓΕΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου

 ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979

Αντιγραφή  και  Επικόλληση

από το συγκεντρωτικό Δεύτερο Τόμο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  1979 – 1991, Τρίτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία]

 

ΠΗΛΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΟ

Αισθάνομαι ωσάν τρελός

παραχαράκτης του Γίγνεσθαι

γράφοντας διψαλέα ποιήματα

(της κοιτίδας μου   κάλπικα χαρτονομίσματα)

Γιατί η γλώσσα είν’ η αχόρταγη

μοιχαλίδα του Πραγματικού

με αρίφνητα ψέματα προσπαθώντας

να περισώσει το γάμο της.

Κάθε τραγούδι θλιβερό χαράκωμα

ενάντια στη μουσική

κάθε μορφή ζαβλάκωμα

χωρίς αληθινά σταφύλια

δίχως κρασί που να σπιθίζει

απ’ τα φαινόμενα κλήματα.

Είν’ αυτά μονάχα τα έρημα

της καρδιάς τ’ αναστήματα.

 

ΑΛΛΟΦΡΟΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ

Ο γενέθλιος μήνας μου στα θολερά λιοπύρια του Καρκίνου

μ’ ένα απρόσμενο ίσκιο που αναβλύζει

δονούμενος από φευγαλέα φωνήματα κληματαριάς – τι άρια

ο θάνατος   ή  η έβδομη κοίμηση…

Σαν να αισθάνομαι το σώμα μου στον ίδρωτα λουσμένο

μουσείο

που ’χει να δείξει σωζόμενες αστραπές

τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία

 

ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ

Τη μοίρα μου την έζησα χαζεύοντας

του τίποτα τη φαλακρή τυραννίδα.

Ιστόρησα τη μοναξιά γοερότερος

και ζάπλουτος απ’ τον αγέρα

μ’ ένα σακίδιο τα λιγοστά μου   τρόφιμα στην πλάτη

χρωματιστούς τρεμάμενους ξαναπατώντας ίσκιους

κι ανασταίνοντας

ωσάν σε ύπνο τρανταχτό του χόρτου μου

τα δύστηνα ονείρατα

στο αίμα μου βαθιά καιόμενος

κι αστράφτοντας ακτημοσύνη

καθώς που ζήλεψα την κάτασπρη χαμέρπεια:

το τάδε ρημολούλουδο   που κείται μες στο ρέμα λιγοθώρητο

ανασαίνοντας απόρρητο τεμπελίκι.

(Κοίτα: παράγει θάνατο σάμπως να ’κραζε

πως τα όνειρα, όχι, δεν είναι άκυρα

ίσα - ίσα είναι εκείνα που τραγικά ακυρώνουν

(εξάπτοντας) την πραγματικότητα).

 

ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ ΦΕΡΜΕΝΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΛΚΟΥΤΑ

Η όσφρηση προς το Μάιο τα δοξάρια φυλλοβόλα ο χρόνος είναι: ήτανε –

ο χρόνος (ας τον ανατιμήσουμε) είναι ωσάν ησυχαστής

από ψυχρότητα λαύρος μαστιγωτικός

η ελπίδα τερματίστηκε

Κλαψουρίζει το σύντομο εκείνο νήπιο τηλεγράφημα

οξύχολα εκμαγεία η απονέκρωση πιάνο για τέσσερα χέρια

τα θηλυκά λογοπαίγνια της μυστικής θεολογίας ενίοτε

τριάδικη πράλυση μα όχι τρυφή  γνωσιολογική

πικραινόμαστε συνεχώς ανάβοντας

μαύρα αβγά βραχμανικά

μνησικακία σου η Άνοιξη βρε μπαγάσα Κρίσνα περιπαίχτη

με τρομερούς αλαλαγμούς στα θλιβερά

ξεβλάσταρα του Γαλαξία

πάλι τα ρούχα μου σήμερα στο καθαριστήριο

πάλι σιδέρωμα για λανθασμένο αύριο

δεν είμαστε στα καλά μας να υπάρχουμε έτσι ανελέητα

κοψίδια της θάλασσας τα κύματα

ο ήλιος θριαμβεύει

ο νους τον ταριχεύει

ο δυόσμος με το ευώδιασμα παλεύει.

Βόσκω τ’ ανήμερα της διάνοιας: μεγάλες εκατοντάδες

ακούρευτες και κατακόκκινες  (ελέχθη)

πριν ακόμη να φέξει

στο ξεψύχισμα του όρθρου

χέρια και πόδια η ρητορική του Ιουγούρθα

ηρεμούν εκεί κάτω στο θάνατο

μουχλιάζει το ακουστικό αναβλύζοντας

ο Άγιος Μόναξ αφορεσμένος

με χτένισμα επιληπτικό ακονίζοντας

των κρίνων τα ξεσπαθώματα.

Συμεών ο κανίβαλος του φωτός ο μελανιάρης

ετοιμόρροπος από τρεχάτα ουρανισκόφωνα

γυαλιστερά στην έρημο τραπουλόχαρτα – Είθε.

 

ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΝΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ

Πρόοδος είναι να επιστρέφεις από νοημοσύνη

να πίνεις το νεράκι από το βράχο

με νεολιθική ωριμότητα με ανώγεια μάτια.

Η ορμή μου σε πρόβλημα η καρδιά μου σε θάμβος

τανυσμένος ολούθε

στην πλατειά πολυμέρεια ο απείθαρχος Νόμος

καθιστός ωσάν ξόανο

ο δράκος

που φυλάσσει το νερό

ενάντια στη δίψα   (στέρεμα θα ’ρθει)

οι κλειδώσεις του άνθους.

 

ΛΑΦΥΡΑΓΩΓΙΑ

Οτιδήποτε αναιρεί τη θέληση θέλοντας

ανήκει στην τυραννία.

Οικειώθηκα την απελπισία  μου επί αιώνες

εγώ ο τολμητίας του ανυπόστατου

την οικουμένη του ήλιου την περιγέλασα

(και δικαίως)

καθώς επιτέλους εισχώρησα στον έρωτα του τίγρη

στα ορύγματα της ηρωίδας Αφασίας

αποσπόρι του απείρου με ιώβειες διαστάσεις

θηρεύω τιποτένιος

ανιχνεύω διάτορος.

Μια σύνθεση για άρπα του Ερρίκου του Όγδοου

Τι μένει απ’ όλα αυτά;

Μερικά βλακώδη κόκαλα.

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΑΣ ΟΙ ΠΑΝΑΡΧΑΙΕΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ…

(…σπαραχτικό κειμήλιο η επείγουσα συνουσία…)

Δυσάρπαγος θεσμός απ’ τους θεούς η ανθρώπινη φύση χτισμένος απάνω σε αιωρούμενες πιθανότητες   τυχάλωτος και εύθρυπτος ανάμεσα στους συνωμότες τόπος που ευωδιάζουν αγιοκλήματα   στομαχικές θεωρίες και νεύρωση της άτεκνης διαλεκτικής   εσένα όμως παλίρροια του έρωτα   (σπαραχτικό κειμήλιο η επείγουσα συνουσία)   την άσκοπη ομορφιά σου αρωματίζοντας με όνειρα σε ψάλλω  σε δοξάζω σε τραγούδησα   στα γενετήσια σχήματα στους αρχάριους οίστρους της ατέρμονης μαβιάς γυναίκας   που ίδρυσε στην πεμπτουσία τα μάτια μου στην οργιώδη της βλάστηση.   Τόπος της θύελλας η Ιστορία την ώρα που φιλώ τα χείλη σου με γιασεμιά μπερδεμένα   πέρα απ’ τις ρωγμές και πέρα απ’ τα συνθήματα με το όνομα εξουσία   φτερουγίζοντας ωσάν ορειχάλκινος πετεινός απάνω στην κατάλευκη ράχη σου στο θεσπέσιο μάρμαρο του σπασμού σου από τριαντάφυλλα   χύνοντας ηλιαχτίδες στο δωμάτιο   πράξεις οπτασίας οι πανάρχαιες φλόγες του σώματος [ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και  ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979]

Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2025

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

 (… μαύρη εκδίκηση… κορναρίσματα στο γάμο του Καραγκιόζη…)


Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.

Θα ’λεγα όμως το σκοτάδι μεγάλο προνόμιο-:

τη νύχτα είν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.

Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο,

δεν κατεβάζει τα ρολά της,

δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.

Χθες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια

(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες)

λικνίζονται σαν ασέβειες πάντοτε.

Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής

και το στόμα μου αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι

πάνω σε στίχους αρμαθιές   (τα νεφρά μου στο απόλυτο).

Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς

 να ρημάξω

τα χιλιόχρονα βάσανα.    Ω βραχύβια

μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεκτα…

Τι είν’ η τόση λογική; 

 δεν είναι μια πετυχημένη παραφροσύνη;

Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει

χαρίζοντας στα χέρια μου σπαρακτικό τσεκούρι

της αγάπης

τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κι η θάλασσα

το άσυλο του τίποτα,

σκυλί με μπλάβο αίσθημα κουρελιασμένο.

Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα

(πότε το ΄λεγα;)

σήμερα δεν το βρίσκω

στην αθώα της μνήμης μου βαρβαρότητα.

Μα όμως νάτην η γυναίκα η κατάφυτη

η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα

όπου της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη

σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας

«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».

Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι

μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;

Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.

 [ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ – Μαύρη εκδίκηση…  στη συλλογή του Νίκου Καρούζου  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ, 1979]

 


(… Εκεί όπου   ΣΤΑ ΕΚΦΥΛΑ ΤΑ ΣΥΓΝΕΦΑ,   ο Ποιητής  

με μια παμπάλαια χακί ντακότα, την Ποίηση…)  

 

«Φεύγω από το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου

δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας,

τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.

Φεύγω απ’ τα χέρια μου φεύγω απ’ τη στύση

διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα

είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε

στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας

διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ’ αστέρια,

είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα

μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι-

την καθημερινότητα!

 

[κι άλλες ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ… ΟΜΙΛΙΑΣ του Ποιητή

από το συγκεντρωτικό Δεύτερο Τόμο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  1979 – 1991, Τρίτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία]

 

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΥΨΗ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ  και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

στην αγχώδη μου έλλαμψη που βόσκει ανάμεσα

σ’ αυτή την αιωρούμενη ανάσταση της σκόνης

ανηφορίζοντας από κακοτράχαλα χώματα

σε κάτι ρόμβους νοερούς επιμένοντας ολομόναχος

τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση

στα ύψη στο αγέρινο σκυλάδικο

που φωνασκούν ερίζοντας χυδαία τ’ αστροπελέκια.

Τα πόδια μου δεν είναι πια στα κάθετα χιλιόμετρα

η νηστική αρχαία μου φιλοδοξία

τα μουσικά μου μαθηματικά διανύοντας

(θυμάμαι από δω-πάνω τους καλοκαιριάτικους δρόμους

τις ρόδινες εκείνες φτέρνες των γυναικώνε να ξεχειλώνουν

επάνωθε σε κακορίζικα ξυλοπάπουτσα)

στα ύψη τ’ ακοινώνητα όπως ο μαύρος κι άραχλος πεθύμησα

ν’αδράξω με τ’ αριστερά μου δάχτυλα

της θεότρελης αστραπής τη γρήγορη γεωμετρία

πιάνοντας το μπατίρη ουρανό (κι ας λένε...) απ’ τα κέρατα:

Το Σείριο και τον Αντάρη τον αποτρόπαιο

λιανίζοντας το ύψος ανεχόρταγα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση.

 

ΟΠΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ

Στο άρωμα ο δυόσμος ισοβίτης αποχωρίζοντας

το κοίταγμα με χάος απ’ την όραση

(ζοφερά τ’ ουρανού τα αποστήματα)

μα οι γαλάζιες υποθέσεις της ψυχής φτεροζυγιάζονται

στον εσχατιώτη που τήκεται υποφέροντας τα τέρματα.

Χιλιάδες χρόνια έρημου νερού με συντροφεύουν

(ένα κουφάρι πεθαμένης μέλισσας  ανάλαφρο μεσ’ στο λιοπύρι)

καθώς η νύχτα η αστραπομάτα

χύνεται κάποτε στην πολύκροτη φωτιά

στη μαύρη   νευροπάθεια

με στομωμένο κόκκινο ξηλώνοντας με φλόγες το σκοτάδι.

Ξεροστάλιαζα γιομάτος αφύπνιση

παραμέριζα   τα τέσσερα στοιχεία

έβλεπα·   ήμουνα  υπήρχα στην αμφίνοια συσσωρεύοντας

την άχρηστη ζωή μου μεσ’ στο κάπνισμα

δρασκελώντας την άπληστη τυραννίδα του ποιήματος

μύριζα φύκια στις ευωδιαστές μασχάλες της θαλάσσης

μόνος

εκεί που θραύεται το κύμα λυσσαλέο δίχως όρια

στον ατράνταχτο βράχο: με πόσους αιώνες τον υποσκάπτει...

Θα ναυλώσω ένα σύστημα φιλοσοφίας

για να πάω ταξίδι στα ξωτικά κείνα μέρη στα απώτερα

Λάθη.

Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας

κι ανελέητα η ζωή πολιορκεί

τα νεκροταφεία με μαρμαράδικα.

Πεσμένος ένας όμορφος ανάπαιστος ανάμεσα στα

κυπαρίσσια.

 

ΝΑ ΓΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Ολομόναχος αδικαίωτος κι ανυπεράσπιστος

ελεεινός από βίαια ύψος που πάει στράφι

κάθε χιλιόμετρο μέλλον ένας βραδύκαυστος θάνατος.

Πότε θα με γκρεμίσει η ποθούμενη φλόγα στα σωθικά μου

στα φυλλοκάρδια μου η αμέτοχη λύση

η ακάλεστη διακοπή ώστε ν’ αρχίσει

αμέσως η αποσύνθεση.

Ήτανε κουβαράκι κάποτε μαζεμένος ο χρόνος

στα ιλιγγιώδη ποσοστά της αφάνταστης μικροΰλης.

Κανένας Κάλχας και κανένας οίστρος της τράπουλας –

η τύχη μας δεν είχε βγάλει τα φτερά της εντελέχειας.

Κι όμως εκεί στα έγκατα φυτευότανε δίχως νόημα

η ερεβώδης ιδιορρυθμία του θανάτου -:

αυτό που δοκιμάζουμε στο όνομα ηλικία.

Κι άλλη Άνοιξη εφέτος κι άλλη –

στη δράκαινα διάρκεια-διαλεκτική...

Κι άλλα πλήγματα στο στήθος κι άλλα

φονικά διάτορα εικοσιτετράωρα.

Στο κάπνισμα γρήγορα – να υπάρχουμε δήθεν άτρωτοι.

 

ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΕΡΓΟΣ

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα

τι είναι τα ποιήματα.

Είναι πληγώματα

είναι ομοιώματα

φενάκη   φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;

ταραχώδη κύματα;

τι είναι τα ποιήματα;

Είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;

είναι σκαψίματα;

Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;

είναι γάζες επίδεσμοι

παρηγόρια ή διαλείμματα;

Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.

Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

 

Ο ΕΧΕΜΥΘΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΑΠ’ ΤΑ ΥΨΩΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

Βάζοντας τη φτέρνα του ενός ποδιού στη μύτη του άλλου

ειρωνεύομαι συνήθως το περπάτημα

την αμοίραστη σκέψη κατορθώνοντας  που δραπετεύει μόνη της

απ’ του καιρού τα αναρίθμητα, του χώρου τα ειωθότα.

(Θα ’πρεπε να προσθέσω ίσως πως ο άνεμος εμποδίζει το κέρδος).

Εγώ τη ζωή μου την έχασα

κι αυτό είναι η άρρωστη κουλουριασμένη μου ευτυχία.

Είναι μια φράση τούτη που σήμερα τη ξελεπιάζω.

Τα επίγεια λέει κάπου ο Ιησούς – και τα επίγεια – ,

συντρίβοντας τους πλαστούς ουρανούς ανάμεσα στα άμφια.

Για σκέψου το καλά-: ο θάνατος ν’ απόκειται στην άνθηση

να γεύεται τη γεύση μας μυρίζοντας τέτοια ζωντανίλα…

Σιχάθηκα τους στίχους τα γοερά σκάνδαλα των λέξεων.

Εσύ δεν είσαι ο νυμφίος της διάνοιας ο προικοθήρας

(του όντος η εξεύρεση)

κάτι ορέγεσαι εσύ να απαστράπτει κρεμάμενος

απάνω από τους λαίμαργους κρημνούς της ορατότητας

την έμμονη σκιά σου γυρεύοντας από χάμω να την ξεριζώσεις

οπουδήποτε στην κίνηση ή στην ευλάβεια δίχως εκκλησία:

τη θρυμματίζουσα τον εαυτό της ακινησία.

 

ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΡΕΦΟΥΝ ΟΝΕΙΡΑ

(… απολαμβάνουν την πραγματικότητα… )

Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου   μη μ’ αφήνεις  ανυπεράσπιστο στα σκυλιά    με τόσες όμορφες εικόνες σου   σ’ αυτό το σκουπιδότοπο  (στο ύψος Παρθενώνας)   Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα   θαν την κάνω κουρμπάνι   στα γοερά μου πεύκα  κρεμαντούλα   ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση   δοξάζοντας τον το πληγωμένο μάλαμα:  τη μοναξιά μου   στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν   εκείθε από τα κωμικά σας έαρα   προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη   προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα -  μιαν ασώματη ρητορεία.   Τι τα ’θελε  και τα ’φερνε τα γράμματα   ο Δαναός στην Αργολίδα…   Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα  απολαμβάνουν την πραγματικότητα    [ORA ET LABORA  Βουρ στα ζωύφια λατινικά   ΕΠΙΛΟΓΕΣ   από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979]

Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2025

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΜΗ ΒΡΟΤΕΙΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ ΜΕ ΠΡΟΣΓΕΛΑ (Αισχύλος, Ευμενίδες)

 

(…ένας κόσμος που ζει τη μυστική ύπαρξή του δια μέσου ονομάτων  προορισμένων να παρανοηθούν…)

Πείτε μου τι ακριβώς εννοείτε με τη λέξη άνθρωπος

και θα σας πω αν πιστεύω σ’ αυτόν  (παραλλαγή ρήσης Αϊνστάιν)

Κι όμως ο άνθρωπος είναι γεννημένος

Για να ρέπει ψηλά  και  προς τα μπρος… (Γκαίτε, Φάουστ)

 

Ι

Σπουδάσατε φιλοσοφία, ιατρική  και νομική,

την κάθε μία χωριστά,  και ασφαλώς θεολογία,

διανύσματα,  επιχειρηματική στατιστική

και,  μ’ επιμέλεια μοναδική, οικονομία.

 

Βαδίζοντας κατά μήκος μιας πίστης που δεν αγαπήσατε,

κατά μήκος μιας διαδρομής που παγιδεύσατε με την απώλεια,

ταιριάξατε το πνεύμα του φωτός στους γοτθικούς σας θόλους.

 

Μεθοδικά στοιβάξατε βιβλία και χαρτιά,

όργανα και σταθμά για ν’ αποστάξετε τον πόθο τ’ ουρανού

στ’ αλχημικά σας φίλτρα.

 

Τεχνίτες των μητροπόλεων  και των οξυκόρυφων πύργων,

πλάνητες της ασέληνης νύχτας  και  των δρυμών της οξιάς·

πιο κοντά πιο μακριά,

πνεύμα  και  πόθος, εξίσου παρόντα στη θέαση,

εδραιωμένα μεταξύ της λαχτάρας  [Schnsucht]  και του αγέννητου φόβου,

μεταξύ μας αιτίας  μη αιτίας που είναι η αιτία του επίγνωστου

και μιας πλάνης  που βιώνεται σαν φορά της ζωής.

 

Τόσο κοντά,  τόσο μακριά,

ανταμώνοντας τα χνάρια των λύκων στις ιερές βοσκές των ζαρκαδιών,

ξαγρυπνήσατε μελετώντας όσα  η φύση θέλει να σας δείξει:

τη μορφή ενός κόσμου που υπάρχει

κι ενός κόσμου που ζει τη μυστική ύπαρξή του·

 

του κόσμου δια μέσου των ονομάτων που συναρμόζονται

προορισμένα να παρανοηθούν.

[Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου  ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ,  Μια πολεμική Ιστορία, εκδόσεις Νεφέλη 2012]




 

[-ΔΟΚΤΩΡ, ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ;   -ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΒΛΕΠΩ

-ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ;   -ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΟΥ ΕΙΠΑ]

(το δεύτερο απόσπασμα από την πρώτη ενότητα του βιβλίου «Η Διαθήκη των Μύθων» (σελ. 14-16):

Ίσως όμως να είναι ο τρόπος που φωτίζεται η τέχνη σας

στην ορατή πλευρά της ιστορίας,

στη χωρική διαδοχή των πραγμάτων που απαιτούν τις διαστάσεις του όντος τους,

 

γιατρεύοντας το αρρωστημένο μάτι,

μεγεθύνοντας τις σκιές των φασμάτων μέχρι τη δίδυμη όψη της φύσης τους,

ως το λειψό μορφασμό της ανάγκης που υπομένει τα έργα του εφήμερου.

 

Από τα βάθρα των ανάπηρων αγαλμάτων

και αναγνωρίζοντας στη στάση των κορμών την έκφραση μιας μεταφυσικής συμφιλιωμένης με τα φαινόμενά της·

 

πιο κοντά, πιο μακριά,

ανάμεσα στο ασμίλευτο και στην ενέργειά του,

ανάμεσα στο λευκό που διαβρώνεται και στην άλλη φθορά, που υποθέτετε μόνον εσείς,

 

τη στιγμή ακριβώς που ο παλμός αιωρείται,

εξίσου απέχοντας απ’ το εγώ κι από το μέτρο του,

εξίσου απέχοντας από το ευδόκιμο και απ’ το πραγματικό·

 

πιο κοντά, πιο μακριά,

στοιχειωμένοι από την υπόσχεση ενός βασιλείου

-του βασιλείου που θα κληρονομήσετε δια της διαθήκης των μύθων -

πιστέψατε πως υπάρχει μία μονάχα κατεύθυνση,

μία αποστολή,

ή μια ιδέα που θα γίνει πεπρωμένο.

 

πως ό,τι είναι ζωντανό έχει ένα τέλος,

μια ολοκλήρωση στο χρόνο, που δεν αντιστρέφεται.

 

Το ίδιο και το ίδιο πάντοτε λάθος,

η ίδια απερίγραπτη βεβαιότητα που παραβλέπει το άχρονο.

 

Πόσο ανόητοι μες τη σοφία της αμέριμνης τύχης,

μες στην αδιάλλακτη απόφανση αυτού που θα συμβεί

ριζωμένοι στη χάρη που φανερώνει το άφαντο,

αθροίζοντας μέρες μισές μιας εποχής που στάθηκε

για να σας περιμένει

 

και πόσο ακατάπαυστος ζήλος,

υφαίνοντας τον αύλειο χώρο σας με την κλωστή που γνέθουνε οι νομοτέλειές σας.

 

ΙΙΙ

Μάρτυρες του ιερού και του βέβηλου,

μάρτυρες της ολέθριας φλόγας και της τραχιάς πνοής,

της περόνης που σκάβει τα μάτια της μοίρας,

που ξηλώνει τα μάτια της μοίρας από τις κόγχες των επίβουλων νόμων της·

 

σχεδόν τραγικοί,

πληρώνοντας το τίμημα των νεκρών που παρασύρθηκαν απ’ την ανάστασή τους·

σχεδόν παράφοροι,

μέσα σ’ αυτή την αθήλαστη γλώσσα που υπαγορεύει τον μέλλοντα μιας έντρομης σιωπής,

 

ενώ η αυλαία ανοίγει τις σελίδες της,

θαμπώνοντας στον οίστρο του αίματος το σχήμα των θνητών,

πρόσωπα λαξεμένα στ’ αντίκρημνα της πλημμυρίδας των στίχων·

 

ενώ κυρτώνουν οι πόλεις,

όπως κυρτώνει το γέλιο στα χείλη του τρελού

ή όπως κλείνουν τα βλέφαρα κόντρα στην ώρα της δύσης.

 

Δεν είναι πια το αίμα που στράγγισε στην άγονη κοίτη του,

σαν μονότονη ηχώ που στραγγίζει στις φτερούγες της Χίμαιρας.

 

Δεν είναι πια οι πόλεις

-οι πόλεις που υπήρξαν –

δόντια απονευρωμένα στο δέλτα του στόματος,

νικημένοι ανεμόμυλοι από φυλές τιμητών.

 

Δρόμοι στην άκρη της γραφής πάνω στη σκόνη·

 

δεν είναι πια η σκόνη,

παρά μονάχα τούτη η φρυγμένη γραφή που ομοιώνει

το βιβλικό της πρόσταγμα με τη ρητορική του·

 

δεν είναι πια οι δρόμοι

-οι δρόμοι που υπήρξαν –

παρά μονάχα τούτος ο άνεμος που σαρώνει τις αρχαίες γραμμές,

εκπορθώντας τ’ ανυπεράσπιστα τείχη.

 

Τα υπόλοιπα είναι ο θρήνος που οφείλετε για όλο τον ήλιο  κι  όλοτον ουρανό,

για όλη την έρημο  και  τις θίνες της άμμου που σκεπάζουνε τους συλημένους τάφους·

 

είναι οι πτυχές των διαρρηγμένων ιματίων σας που σέρνονται στον λάκκο της σκηνής,

και η μεγαλόσχημή σας αναμέτρηση με την αναπαράσταση της πτώσης.

[Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου  ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ,  Μια πολεμική Ιστορία, εκδόσεις Νεφέλη 2012]

 

ΕΔΩ ΕΧΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

(1ο μέρος  ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ, Μια πολεμική ιστορία 2012)

Ο πόλεμος είναι ο δημιουργός όλων

των μεγάλων πραγμάτων.

Καθετί σημαντικό στο ρεύμα της ζωής

δημιουργήθηκε από τη νίκη και την ήττα

 (Όσβαλντ Σπένγκλερ, Η Παρακμή της Δύσης)

 

Το ξέρετε ότι όλα είναι μια επινόηση

ή, έστω, μια υπόθεση εργασίας.

Το ξέρετε ότι το αύριο δεν θα παρέχει τον τόπο του σήμερα

κι ότι σκουπίδια θα υπάρχουν μεταξύ τους.

 

Τούτος ο τόπος κάτω απ’ τα σφάγια της μνήμης του,

τούτη η αρχιτεκτονική των  ερειπίων·

τόπος του εδώ  και  τόπος του αχώρητου,

τόπος της γης που μετρήθηκε βήμα το βήμα,

με τα δάχτυλα αιμόφυρτα μες τα κουρέλια της μπότας.

 

Χαράξατε την οδό της φυγής στην ομίχλη του στήθους σας·

 

προς τα πού το ορατό,

η μεριά όπου κρέμεται το παγωμένο φύλο,

βαρύ κι ασάλευτο στην αγχόνη της άρκτου·

 

προς τα πού η φωτιά,

η ανάσα που σκόρπισε τον καπνό που αφηγείται,

η στάχτη του άστρου που λιπαίνει τον άνεμο.

 

με το πλέγμα στραμμένο στις σπονδές που προσφέρονται απ’ τη συντελεσμένη εξουσία,

απ’ την αλήθεια των μορφών που αφαιρούνε την όψη τους,

φανερώνοντας μάσκες θυτών,

ενώ οι λάμψεις

γδύνουν το τέμπλο των οστών από την άμπελό του,

 

εδώ, κάτω από την καλλωπισμένη  στέγη των ρόδων

με την πένθιμη κορδέλα της θύμησης

-ξόρκι ανίσχυρο στην καθαρτήρια καταιόνηση των σωμάτων·

 

εδώ, δια του ενεστώτος ενός κενοτάφιου ρίγους,

σφύζοντος από εύρωστη σιωπή,

έκσταση εκείνων που ασκούνται στην κατάνυξη των κλιβάνων,

καταυγάζοντας μες στη γαλήνη του ομολογουμένου

τις μαντεμένιες πύλες του μίσους·

 

[αν το μίσος είναι η παλίρροια του κοσμικού σφυγμού της ιστορίας,

η πανάρχαια φλέβα στο ταξίδι του αίματος·

αν το μίσος είναι το άρμα του αίματος

στον ιππόδρομο του άρτου και των θεαμάτων,

τότε προς τι οι παλινωδίες του Αντόρνο,

τα περί της βαρβαρότητας της ποίησης

και οι αξιωματικές του φλυαρίες;

 

Τότε προς τι εκείνη η βροχή το απομεσήμερο

οι λασπωμένοι δρόμοι  και  η κατάθλιψη·

τότε προς τι εκείνο το ψιθύρισμα του χρόνου;

 

Damen und Herren,

εδώ έχει ολοκληρωθεί η αιωνιότητα]

 

ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΜΕΡΗ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ (Τζώρτζ Στάινερ)

(… Ποια στιγμή ιστορίας  εξυψώνει τη βούληση; 

Σε ποια ιστορία η βούληση είναι ενοχή;  )

Μια ιστορία διασχίζοντας τις εκτάσεις του χρόνου,

προς τους αθέριστους λειμώνες του κενού,

και μια ιστορία μη κίνησης,

που παγιδεύει τον χρόνο στον χρόνο της.

 

Σιδερένια πατήματα ισιάζουν το χώμα που οργώθηκε,

σιδερένιοι αντίχειρες φυτεύουν τους βολβούς των νεκρών·

ένα γκρίζο ποτάμι κυλά μαζί με το θάνατο,

ανηφορίζει μαζί με το θάνατο προς την άλλη μεριά της ροής του·

 

πάντα κυλά ένα γκρίζο ποτάμι, που είναι όλος ο θάνατος,

παρασέρνοντας τις οπλές που γλιστρούν πάνω στα φαγωμένα νύχια της νύχτας,

πάνω στ’ αφώτιστα κουφάρια των τροχών·

 

πάντα ένα γκρίζο ποτάμι ανάμεσα στις γραμμές που χωρίζουν αυτό που ερημώθηκε

από εκείνο που πρόκειται να ερημωθεί.

(«Το Ταξίδι του Αίματος», δεύτερο απόσπασμα στη δεύτερη ενότητα της συλλογής του Σταύρου Ζαφειρίου  ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ, Μια πολεμική ιστορία, Νεφέλη 2012  (σελ. 27-28)

 

ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΕΙΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΛΑΥΝΟΥΝ  

[ έτσι είπε  ]

(… 3ο απόσπασμα σ’ αυτή την  ενότητα της ίδιας συλλογής)

συνεπαρμένες  από την τελειότητα των πεδίων,

ακαταπόνητες,  γιατί ο πόνος δεν καταλύει τα έργα

ούτε υποστέλλει τις υψωμένες σημαίες,

γιατί ο πόνος είναι η υπέρτατη επιτέλεση των θριάμβων τους.

 

Αντιχθόνιο σκηνικό των συνόρων,

υπερασπίζοντας ασάλευτους θεούς,

ανάμεσα στην έκλειψη μιας κοντινής συζυγίας

και στην απόκλιση των επιτύμβιων γεωγραφιών·

 

ένα ακόμη τοπίο που αλώνεται κάτω απ’ τις συστοιχίες των μύδρων,

κάτω από το αλάνθαστο φτεροκόπημα των πουλιών,

 

σπιθίζοντας τις αγέλες των στρατευμένων ενστίκτων,

χωνεύοντας το ιονισμένο φως του φεγγαριού·

 

άγριο ζώο στη χτυπημένη μεριά των κροτάφων τους,

αυτή τη μεριά που ατενίζει τον τρεμάμενο μίσχο του κόσμου.

 

Πόση γη θα σκεπάσει τ’ αγεφύρωτα ορύγματα,

τους δαιδάλους μιας μήτρας που διαιρούν το σπασμό τους;

 

Πόσα σύμβολα ενάντια στον άλυτο κόμπο τους;

ενάντια στη μπλεγμένη θηλιά του ομφάλιου λώρου;

 

Ο ΦΟΒΟΣ.  ΜΙΑ ΚΑΡΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΝΑ ΤΟΥ ΟΜΟΙΟΥ

(… 4ο μέρος  ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ, Μια πολεμική ιστορία 2012)

Τούτος ο αντίλαλος της επικής κραυγής  [έτσι είπε]

που υμνωδεί τη σιγασμένη σάρκα.

τούτο το πλήρες μέλλοντος βλέμμα των νικητών·

τρόπος για ν’ αποκαλυφθεί η απερίφραστη λογική μιας αλήθειας,

μιας αρχής που γεμίζει με δύναμη τον ορίζοντα

 

[εκείνη η δύναμη – έτσι είπε – που τραβά τον ζυγό του μεγέθους της,

εκπληρώνοντας το ισοδύναμο μεγαλείο του χρόνου]

 

Δεν θα επιστρέψουν οι μάσκες πίσω τη μνήμη τους

ούτε η στάχτη τα επιστήθια των άστρων·

 

ξυρισμένα κρανία, χέρια που οικοδομούν τις πυραμίδες του φόβου τους,

που στοιχίζουν τις πυραμίδες του φόβου τους  σε μια έρημο θάλλουσα από αιθέριες φούγκες,

 

μέχρι να γίνει ο φόβος τους ο φόβος που σας ανήκει,

ο φόβος μιας μάχης που αρχίζει εκεί όπου τελειώνει ένας πόλεμος.

 

Ένας πόλεμος, λέτε, είναι ο τρόπος να δένεστε ο ένας στον άλλο,

η προσφορά και η μίμηση του ενός στη μετέχουσα ιδέα του άλλου·

είναι ο τρόπος ν’ αλλάζουν τη θέση τους τα σώματά σας,

ν’ αλλάζει ό,τι έγινε με αυτό που του ορίζεται να είναι.

 

Ποιος απ’ τους δυο φοβάται περισσότερο;


Παραταγμένοι οι μεν απέναντι στις όχθες των δε

-δεν υπάρχει πια ποτάμι ανάμεσά σας,

παρά μονάχα το σιντριβάνι που απόμεινε

με τον χορό σε κύκλο των παιδιών,

πατά μονάχα τα εξαρθρωμένα μέλη της κούκλας

που τραυλίζει ακόμα το πάνινο κλάμα της,

τη φοβερή προσωδία της επιούσιας άτης –

κάτω από χαμηλές φωνές που μοιράζουν τον θάνατο,

που διευθετούν τον θάνατο στις μερίδες της τελεσίγραφης γλώσσας,

υπακούοντας μόνο στη διαταγή που τους δόθηκε:

 

ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ

 

μόνον αυτό·

και μονάχα το φάσμα του φόβου που τους ανήκει,

το φάσμα που βλέπει στον φόβο τους την εκδοχή της τελικής τους δόξας  [ έτσι είπε ],

 

Ποιος από σας φοβάται περισσότερο;

 

Μια φούχτα στόμφου είναι η απορία σας,

ο σταυρός που οι λεπίδες του αγκυλώνουν στον χάρτη,

η νέα εικόνα του κόσμου σας που υπάρχει

δίχως να επαναλαμβάνεται ποτέ.

 

 

ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ;   (μια πολεμική ιστορία)

(…το εναγώνιο ερώτημα του Σταύρου Ζαφειρίου

και οι λυρικές παραλλαγές των κραυγών του…)

«προς τα πού το ορατό  η μεριά όπου κρέμεται το παγωμένο φύλο,  βαρύ και ασάλευτο στην αγχόνη της άρκτου…    προς τα πού η φωτιά,   η ανάσα που σκόρπισε τον καπνό που αφηγείται,    η στάχτη του άστρου που λιπαίνει τον άνεμο…»  (σελ. 26),   «Προς τα πού οι εκβολές των λυγρών ποταμών και οι κρωγμοί των γλάρων,    προς τα πού η κοιλάδα του Somme με το ένα εκατομμύριο διακόσια εξήντα  πέντε χιλιάδες νεκρούς,    προς τα πού η ουρά του ερπετού που φυλάει τα κοπάδια του,    αγρυπνώντας ανάμεσα σε δυο εποχές,    ανάμεσα στην εποχή του κοντά και στην εποχή του απέραντου,    ενεδρεύοντας πίσω απ’ τους τύμβους εκείνων που έπεσαν στην οθόνη του τελευταίου πολέμου…    Προς τα πού ο τα πάντα ορών στον χερσωμένο κήπο των κανόνων,    προς τα πού η νεβρή μοναξιά του πρωτόπλαστου φόβου,   προς τα πού οι χιτώνες που απόμειναν από τη δημιουργία;»    (σελ. 54),    «Προς τα πού ο ιστός που υφαίνει ακούραστα ο κομπασμός της αράχνης,    προς τα πού ο αυλός που νικήθηκε απ’ τις χορδές μνησίκακων θεών,    προς τα πού ο βυθός που αναδεύει τ’ ασπόνδυλα στις αυλές των πνιγμένων»   (σελ. 57),   Προς τα πού η σιωπή της συνένοχης άγνοιας που τρομάζει απ’ τον ήλιο,   προς τα πού ο μακάριος ρυθμός των τυμπάνων της στοίχισης,    προς τα πού ο σταυρός που ανοίγει τα σκέλη του στην προσήλυτη τάξη»    (σελ. 58),    Προς τα πού  είναι η πύλη του ανθρώπινου Φάουστ   Προς τα πού είναι η γνώση των κανόνων της θέασης;   (σελ. 64)   Ο  Σταύρος Ζαφειρίου χρησιμοποιεί την ιστορία αναστοχαζόμενος πάνω σ αυτή.   Διαλέγεται με την ιστορία και το μύθο  και έννοιες όπως ο πόλεμος, το μίσος και ο ανθρώπινος φόβος.    Είναι ο τρόπος του να φωτίσει με την τέχνη της ποίησης σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας    «μεγεθύνοντας τις σκιές των φασμάτων μέχρι τη δίδυμη όψη της φύσης τους».    Κι αυτός ο τρόπος είναι, τελικά,   «μια μεταφυσική συμφιλιωμένη με τα φαινόμενά της»,   «μια ιδέα που γίνεται πεπρωμένο»,   ίσως με την έννοια της  εμμονής του συγγραφέα   να βιώνει τις επιλογές του για την καταγραφή των ιστορικών γεγονότων –  έστω με τη μορφή ερωτημάτων - ως αίσθηση μιας αποστολής.  [ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ,  Μια πολεμική Ιστορία του Σταύρου Ζαφειρίου, εκδόσεις Νεφέλη 2012]

 

ΣΧΟΛΙΟ: Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ  και κυρίως των αποτελεσμάτων τους σ’ όλα τα επίπεδα,   ήταν πάντοτε ισχυρό ερέθισμα καλλιτεχνικής δημιουργίας.    Επιφυλάξεις, αμφιβολίες ή ενδοιασμοί με ερωτήματα σχετικά  με την ουσία της παρέμβασης   ή την αποτελεσματικότητα της, διατυπώθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,  δεν αναιρούσαν όμως  σε καμιά περίπτωση τις προθέσεις   και πολύ περισσότερο δεν λειτουργούσαν ανασταλτικά στην καλλιτεχνική παραγωγή.    Ο ακροτελεύτιος στίχος/ συμπέρασμα του Αναγνωστάκη   (στο ποίημα: Στον Νίκο Ε… 1949, απάντηση στη προηγηθείσα Ποίηση 1948 του Νίκου Εγγονόπουλου)    «ΜΑ ΠΟΙΟΣ ΜΕ ΠΟΝΟ ΘΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ»   είναι η πιο σαφής, κατηγορηματική θέση για την κοινωνική λειτουργία και αποστολή της τέχνης.    Ανάλογη  και η θέση του Τίτου Πατρίκιου στην ΟΦΕΙΛΗ του:   «Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή  κι όσος καιρός μου μένει.  σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν για να τους ιστορήσω...»

ΟΙ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

  (… το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα…)   Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ